To 1982 εισήχθη και στη χώρα μας ο πολιτικός γάμος, 200 χρόνια μετά την καθιέρωσή του από τη Γαλλική Επανάσταση. Έως τότε ίσχυε η υποχρεωτική ιερολογία του γάμου (θρησκευτικός γάμος), που είχε καθιερωθεί με Νεαρά του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού το 893 μ.Χ. («Μη ερρώσθαι τα συνοικέσια άνευ της ιεράς ευλογίας»).
Μία πρώτη απόπειρα για την εισαγωγή του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα είχε γίνει στις 10 Μαρτίου του 1926 από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Ιωσήφ Κούνδουρο, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο. Στη συνέχεια, απασχόλησε και τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Αστικού Κώδικα τη δεκαετία του ’30, χωρίς τελικά να υιοθετηθεί.
Η ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζοντας μόνο τον θρησκευτικό γάμο έως το 1982, παραβίαζε τη θεμελιώδη αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας και δημιουργούσε μία σειρά από προσωπικά αδιέξοδα σε αλλόθρησκους, άθεους και όσους ήθελαν να συνάψουν τέταρτο γάμο.
Η αναγνώριση του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε η υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου «Κυβέρνηση της Αλλαγής». Μία βαθιά εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση, αλλά και μία πράξη συμβιβασμού με ένα προαιώνιο θεσμό, όπως η Εκκλησία.
Θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 1250/82 (ΦΕΚ Α 46/07.04.1982), που κατέστησε ίσου κύρους τον πολιτικό και τον θρησκευτικό γάμο (διαζευκτικό σύστημα), χωρίς ο νομοθέτης να προχωρήσει στο υποχρεωτικό του πολιτικού γάμου, όπως ζητούσε η προοδευτική διανόηση και ήταν το καθεστώς στις Δυτικές Χώρες. Μεγάλη ήταν η αντίδραση στο χώρο της Εκκλησίας, η οποία κάμφθηκε από τη διάθεση συνδιαλλαγής του τότε αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.
Το σχετικό νομοσχέδιο εισήχθη προς συζήτηση στη Βουλή στις 17 Φεβρουαρίου 1982 και ψηφίστηκε στις 22 Μαρτίου, με τις αρνητικές ψήφους της Νέας Δημοκρατίας. Με το Προεδρικό Διάταγμα 391 (ΦΕΚ Α 73/18.06.1982) καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την τέλεση του πολιτικού γάμου. Ο πρώτος πολιτικός γάμος στην Ελλάδα έγινε στις 18 Ιουλίου του ίδιου χρόνου στο χωριό Φραντάτο της Ικαρίας, μεταξύ της ντόπιας Σταματούλας Πλακίδα και του Δημήτρη Μαύρου από τη Νάξο.
Σε επίπεδο δημοφιλίας, η κυριαρχία του θρησκευτικού γάμου έναντι του πολιτικού υπήρξε σχεδόν απόλυτη μέχρι την αλλαγή του αιώνα, με το ποσοστό των θρησκευτικών γάμων να ξεπερνά το 90% του συνολικού αριθμού τους. Η θρησκευτικότητα του λαού μας, αλλά και η τάση επίδειξης του νεοέλληνα, λόγω και της λαμπρότητας της τελετής, συνέβαλαν στη συντριπτική αποδοχή του θρησκευτικού γάμου από την ελληνική κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, οι δημοτικές αρχές, που έχουν αναλάβει την τέλεση των πολιτικών γάμων, τον αντιμετώπιζαν μάλλον ως μία απλή διεκπεραιωτική πράξη, όπως η έκδοση ενός πιστοποιητικού.
Τα πράγματα άρχιζαν να αλλάζουν από τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Ο πολιτικός γάμος άρχισε να κερδίσει σταδιακά έδαφος και το 2012 έγινε η μεγάλη ανατροπή, βοηθούσης και της οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), που ανακοινώθηκαν την 1η Αυγούστου του 2013, οι πολιτικοί γάμοι ξεπέρασαν για πρώτη φορά τους θρησκευτικούς (51,8% έναντι 48,2%).