Φαν Σιπ, κάνε ο,τι γουστάρεις, αρκεί να πετύχεις

0
60
ADVERTISING

ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΤΡΟΜΕΡΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΠΕ Ο ΣΙΟΒΑΣ;

Η αλήθεια είναι πως όχι. Ο τόνος στην ομιλία του ήταν χαλαρός. Η διατύπωσή του μάλιστα ήταν τέτοια που στρεφόταν εναντίον του.

Ο Σιόβας δεν είπε “να έρθει ο Μανωλάς για να παίζουμε μαζί“, είπε “ο Σβάρνας ή ο οποιοσδήποτε πιτσιρικάς που έχει μέλλον, αν έχει δίπλα του τον Μανωλά θα είναι καλύτερα για τον ίδιο”. Στο πρώτο άκουσμα, είναι μια θετική δήλωση.

ΑΡΑ ΕΙΧΕ ΑΔΙΚΟ Ο ΦΑΝ ΣΙΠ ΝΑ ΑΣΧΟΛΗΘΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ;

Όχι, δεν είναι ακριβώς έτσι. Είτε χαλαρά, είτε όχι, ο Σιόβας βγήκε μετά από αγώνα της Εθνικής και εμμέσως πλην σαφώς είπε πως ο Μανωλάς είναι ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής και πως πρέπει να κληθεί στην Εθνική.

Αρκούσε ένα κλασικό, βαρετό “ο προπονητής είναι αυτός που αποφασίζει”. Δεν είναι συνεννοημένοι όλοι οι παίκτες του κόσμου που το επαναλαμβάνουν σαν catch-phrase του Καρβέλα σε ρεφρέν της Βίσση. Το κάνουν γιατί τους γλιτώνει από κακοτοπιές και γιατί, πάνω απ’όλα, είναι αλήθεια: ο προπονητής αποφασίζει.

ΕΝΤΑΞΕΙ, ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΠΑΙΚΤΗΣ ΛΕΕΙ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ;

Δεν είναι πρώτη φορά. Αλλά πότε συμβαίνει αυτό χωρίς επακόλουθα; Αφήστε τις εθνικές, σκεφτείτε τους συλλόγους. Θα βγει παίκτης δημόσια να μιλήσει για συμπαίκτη που δεν παίζει και θα περάσει έτσι; Θα βγει ποδοσφαιριστής να πει “δεν παίζει ο καλύτερος” και δεν θεωρεί παρέμβαση στο έργο του προπονητή ή έστω “δημόσια μουρμούρα”;

Ή μήπως δεν υπάρχει σε όλες τις ομάδες εσωτερικός κανονισμός που απαγορεύει ακριβώς αυτές τις διαδικασίες; Προφανώς και υπάρχει.

Ο Σιόβας θα μπορούσε να πει “Σωκράτης και Μανωλάς είναι φοβεροί, αλλά ο προπονητής αποφασίζει, εγώ μιλάω για αυτούς που βρίσκονται στην ομάδα”. Δεν το έκανε, αντιθέτως έθεσε θέμα για τις κλήσεις, έστω κι αν το έκανε κόσμια.

ΟΠΟΤΕ ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ ΕΚΟΨΕ Ο ΟΛΛΑΝΔΟΣ;

Ο Φαν Σιπ καλώς θεώρησε πως υπάρχει ένα θέμα που χρειάζεται παρέμβαση. Θα μπορούσε να είναι συζήτηση, επίπληξη, σιωπηρή τιμωρία στις επόμενες κλήσεις, κτλ. Η επιλογή του ήταν να τον κόψει.

Η αλήθεια είναι πως μου φάνηκε άκομψο που αυτό έγινε τηλεοπτικά, άσχετα αν ο Σιόβας είχε ήδη ενημερωθεί κατ’ιδίαν. Γιατί όπως ο Φαν Σιπ είχε θέμα με τη δημόσια τοποθέτηση του Σιόβα, έτσι κι εγώ έχω θέμα με τους προπονητές που θεωρούν πως όλα είναι θέματα που ανήκουν στη δημόσια σφαίρα.

Τι να κάνω, μου έχει αφήσει κατάλοιπα η εποχή του μεγάλου Ότο. Με το καλημέρα τον έκοψε τον Γεωργάτο, από την πρώτη προπόνηση που καλά-καλά δεν ήξερα τα μικρά ονόματα των παικτών.

Όταν δεν ξανακάλεσε ποτέ τον Ζήκο μετά την άρνηση του παίκτη να μπει αλλαγή σε φιλικό, δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά μαζί του. Έγραφαν και έλεγαν διάφορα οι φίλοι του Ζήκου σε εφημερίδες και τηλεόραση, έλεγε διάφορα ο ίδιος ο παίκτης, ο Ρεχάγκελ κουβέντα. Σκασίλα του, ας λένε.

Έπρεπε να περάσουν χρόνια και να γράψει βιβλίο ο Γκαγκάτσης ώστε να πάρει δημοσιότητα το γεγονός. Ο Ζήκος είχε αρνηθεί να μπει να παίξει, κάτι εκατό φορές πιο σημαντικό από τη δήλωση του Σιόβα, και παρόλα αυτά ο Ρεχάγκελ δεν ήθελε καν να μπει στον κόπο να πει μια φορά, σε μια συνέντευξη Τύπου “αυτός τελείωσε από τότε που δεν μπήκε να παίξει”

ΕΝΤΑΞΕΙ, ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΤΟ ΕΙΠΕ ΔΗΜΟΣΙΑ;

Δεν είναι η επιλογή που προτιμώ, αλλά είναι δικαίωμά του Φαν Σιπ να το χειριστεί έτσι. Και γενικά, για να πάμε και στην ουσία, όλο το έργο είναι δικαίωμά του. Μια από τις ξεχωριστές λέξεις της ποδοσφαιρικής γλώσσας είναι ο “εκλέκτορας”.

Έχει χαθεί λίγο, αλλά καλό είναι να τη θυμόμαστε για την ουσία της. Οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν εθνικές δεν κάνουν την ίδια δουλειά με εκείνους που είναι προπονητές σε συλλόγους. Δεν τους φτιάχνει το ρόστερ κάποιος τεχνικός διευθυντής, δεν τους αγοράζει/πουλάει παίκτες κάποιος πρόεδρος.

Ούτε να αγοράσουν μπορούν, ούτε να πουλήσουν. Οι ίδιοι διαλέγουν, και διαλέγουν όποιον γουστάρουν. Αν θέλουν σε καλούν κι εσύ με τη σειρά σου, αν θέλεις πηγαίνεις να παίξεις. Ούτε ο προπονητής έχει υποχρεώσεις, ούτε και οι ποδοσφαιριστές.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΝΑ ΚΑΛΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ

Σ’αυτήν τη σχέση της αμοιβαίας ελευθερίας, τα σίριαλ είναι πάντα παρόντα. Από την εποχή του Μαραντόνα το ’78 ή του Πασαρέλα, από τα χρόνια του Μπάτζο και του Ντελ Πιέρο, μέχρι την εποχή του Ροναλντίνιο, κόσμος και Τύπος πάντα θα στέκεται στις επιλογές του ομοσπονδιακού.

Και η δουλειά του δεν είναι να καλεί τους καλύτερους. Είναι να φτιάξει την καλύτερη δυνατή ομάδα και να πετύχει με αυτήν. Με ή χωρίς τον Ζήκο και τον Λυμπερόπουλο, με ή χωρίς τον Γεωργάτο και τον Στολτίδη, με βασικό ή όχι τον Τσάρτα.

Η ΕΥΚΟΛΗ ΕΠΙΛΟΓΗ

Ο Φαν Σιπ μας ανέλαβε χαμηλά. Το εύκολο είναι να συνεχίσει να καλεί τους προφανείς. Στην αποτυχία πλέον ο κόσμος και ο Τύπος δεν τα βάζει μόνο με τους προπονητές. Μετά από Ρανιέρι, Μαρκαριάν, Τσάνα και Σκίμπε έγινε σαφές πως δεν φταίει μόνο αυτός που επιλέγει, αλλά είναι πολύ κατώτεροι των περιστάσεων κι αυτοί που παίζουν.

Αυτοί που δήλωσαν πως θα κόψουν την εθνική αν δεν πάμε στο Euro και δεν πήγαμε.

Ο Φαν Σιπ θέλει να φτιάξει κάτι άλλο, νέο, καινούργιο. Το πάει αλλιώς, το έκανε λίγο talent show καλώντας πάρα πολλούς παίκτες και τώρα έρχεται η ώρα να το μαζέψει. Να κατασταλλάξει, να χτίσει έναν κορμό και να πορευτεί με αυτόν. Δεν είναι απλώς δικαίωμά του να καλεί όποιον θέλει, είναι υποχρέωσή του να το κάνει.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΟΤΟ

Όπως και το να πετύχει με αυτό που θα φτιάξει. Ο μεγάλος Ότο δεν μιλούσε γιατί έλεγε στους παίκτες, ξανά και ξανά, από το 2001 μέχρι το 2010, ένα πράγμα: “Παιδιά, μετράει μόνο ο,τι συμβαίνει στο χορτάρι, τίποτε άλλο”. Δεν μετράει ούτε τι λένε οι απ’έξω, δεν μετράνε ούτε αυτοί που δεν είναι στις κλήσεις. Εμείς μετράμε, αυτοί που είμαστε εδώ.

ΕΤΣΙ ΠΑΕΙ

Το ίδιο ισχύει και για εσάς, αγαπητέ Τζόνι Φαν Σιπ. Μόνο το χορτάρι μετράει. Νικήστε με αυτούς που καλείτε και θα ξεχάσουμε αυτούς που βλέπουν την Εθνική στην τηλεόραση, αυτοί που θεωρούνται, και ίσως να είναι, καλύτεροι απ’αυτούς που παίζουν.

Έχετε το δικαίωμα να αφήσετε έξω όποιον γουστάρετε. Αλλά με κάθε έναν που μένει εκτός, αυξάνεται ακόμα περισσότερο η “υποχρέωση” της επιτυχίας. Έτσι πάει.

Πηγή