«Βρώμικο ’89» ή «Κάθαρση»

0
71

Διαλέγετε και παίρνετε… Για τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ η τριετία 1989 – 1992 έμεινε στην ιστορία ως «Βρώμικο ’89», καθώς θεωρούν σκευωρία την προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας και του ενιαίου Συνασπισμού να διερευνήσουν και να αποδώσουν ευθύνες για τα σκάνδαλα της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Αντίθετα, για τους νεοδημοκράτες ήταν μια προσπάθεια με αγνά κίνητρα για την κάθαρση της πολιτικής ζωής από τα δεινά που είχε σωρεύσει η οκταετής κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ (1981 – 1989). Ως συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.

Από τα μέσα του 1988 η χώρα βρισκόταν στον αστερισμό του σκανδάλου Κοσκωτά, του νεαρού τραπεζίτη, που ήλθε από το πουθενά για να δημιουργήσει μια μικρή αυτοκρατορία στον τραπεζικό και εκδοτικό χώρο. Εναντίον του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για κατάχρηση δισεκατομμυρίων δραχμών (19 Οκτωβρίου 1988) και όλοι περίμεναν την έκδοσή του στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ, όπου είχε διαφύγει και συλληφθεί.

Τον χορό της κριτικής κατά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έσερνε ο συμπολιτευόμενος Τύπος (Ελευθεροτυπία, Έθνος, Τα Νέα, Το Βήμα), που έκανε λόγο ακόμη και για δωροδοκία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κοσκωτά («Πάμπερς»). Βασικός στόχος της αντιπολίτευσης και του Τύπου ήταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Δικαιοσύνης, Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, που κατηγορείτο ότι εμπόδιζε τον έλεγχο της Τράπεζας Κρήτης. Αντιδράσεις υπήρξαν και στο κυβερνητικό στρατόπεδο, με κορυφαία στελέχη (Γ. Παπανδρέου, Κ. Σημίτης) να ζητούν δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης.

Μέσα σε αυτή την όζουσα ατμόσφαιρα έγιναν οι εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989. Η ΝΔ, παρότι επικράτησε του ΠΑΣΟΚ με πέντε ποσοστιαίες μονάδες (44,25% έναντι 39,15%), δεν κατόρθωσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω του εκλογικού συστήματος, που είχε κόψει και ράψει στα μέτρα του το ΠΑΣΟΚ. Μητσοτάκης, Φλωράκης και Κύρκος αποφάσισαν την 1η Ιουλίου 1989 τη δημιουργία μιας φιλελευθερο-κομμουνιστικής κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού, η οποία δημιούργησε αίσθηση και συζητήθηκε παγκοσμίως. Το νέο κυβερνητικό σχήμα υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη θα ήταν βραχύβιο και θα είχε διπλό στόχο: τη δρομολόγηση των διαδικασιών της κάθαρσης και την προετοιμασία αδιάβλητων εκλογών βάσει του ισχύοντος εκλογικού νόμου.

Το εναρκτήριο λάκτισμα της λεγόμενης «κάθαρσης» δόθηκε στις 7 Ιουλίου 1989, όταν 144 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας κατέθεσαν πρόταση κατά του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλων πέντε υπουργών του ΠΑΣΟΚ, για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, παραβλέποντας τη σύσταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «οι πρωθυπουργοί πηγαίνουν στα σπίτια τους». Την πρόταση των βουλευτών της ΝΔ δεν υπέγραψαν, αλλά την υποστήριξαν στη Βουλή, οι βουλευτές του Συνασπισμού. Στις 18 Ιουλίου η ολομέλεια του κοινοβουλίου αποφάσισε την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δωδεκαμελή προανακριτική επιτροπή, για να διερευνηθούν οι ευθύνες τους στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Στη σχετική ψηφοφορία 171 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της παραπομπής, 121 κατά, 1 παρών, ενώ βρέθηκαν και 3 άκυροι ψήφοι.

Στις 23 Αυγούστου η Βουλή ασχολήθηκε με το σκάνδαλο του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού και παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο) τον πρώην υπουργό Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ Νίκο Αθανασόπουλο. Η υπόθεση αφορούσε την πώληση από την κρατική εταιρεία ITCO σε χώρα της ΕΟΚ γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού, το οποίο είχε χαρακτηριστεί ως ελληνικό, προκειμένου να εισπραχτούν οι κοινοτικές επιδοτήσεις. Η Κομισιόν ανακάλυψε την κομπίνα και παρέπεμψε τη χώρα μας στο Ευρωδικαστήριο, ζητώντας επιστροφές ύψους 400 εκατομμυρίων δραχμών.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1989 η Βουλή αποφάσισε την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Ο τέως πρωθυπουργός κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας κατ’ εξακολούθηση στην παγίδευση και παραβίαση των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας. Για την παραπομπή του, ψήφισαν 173 βουλευτές της ΝΔ και του Συνασπισμού με μυστική ψηφοφορία, ενώ οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ είχαν αποχωρήσει από την αίθουσα. Η παραπομπή του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αποφασίστηκε με 169 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 2 λευκά. Μαζί του παραπέμφθηκαν ο πρώην αρχηγός της ΕΥΠ Κώστας Τσίμας και ο πρώην διοικητής του ΟΤΕ Θεοφάνης Τόμπρας.

Το «κυρίως πιάτο» των παραπομπών σερβιρίστηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1988, όταν η Βουλή αποφάσισε να παραπέμψει εκ νέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αυτή τη φορά, τον Ανδρέα Παπανδρέου μαζί τους υπουργούς της κυβέρνησής του Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, Γεώργιο Πέτσο, Παναγιώτη Ρουμελιώτη και Δημήτρη Τσοβόλα, μία μέρα μετά τη δολοφονία από τη 17Ν του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Παύλου Μπακογιάννη. Μέρος του τύπου επιχείρησε να συνδέσει την τρομοκρατική οργάνωση με το ΠΑΣΟΚ, προκαλώντας τις οξύτατες αντιδράσεις των στελεχών του κινήματος.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία και το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας για τη συμμετοχή του στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία, 166 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της παραπομπής και 121 κατά, ενώ για τα αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας ψήφισαν 165 υπέρ και 121 κατά. Από την ψηφοφορία απουσίασε ο ίδιος, ο Γιώργος Σουφλιάς, ο Απόστολος Ανδρεουλάκος, ο Αχμέτ Σαδίκ και ο δολοφονηθείς Παύλος Μπακογιάννης, η θέση του οποίου δεν είχε αναπληρωθεί. Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του στη Βουλή, ο Ανδρέας Παπανδρέου αποδέχθηκε την πολιτική του ευθύνη για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έφερε ποινικές ευθύνες, χαρακτηρίζοντας τις παραπομπές ως πολιτική δίωξη, με στόχο την πολιτική εξόντωση του ιδίου και του ΠΑΣΟΚ.

Από τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης παραπέμφθηκε για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης. Τελικώς, όμως, δεν δικάστηκε, λόγω μη άρσης της ασυλίας του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Δημήτρης Τσοβόλας παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία, ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, για υπόθαλψη εγκληματία, για παθητική δωροδοκία και για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια και ο Γεώργιος Πέτσος για απιστία περί την υπηρεσία και δωροληψία.

Η συγκυβέρνηση ΝΔ – Συνασπισμού έλαβε τέλος στις 7 Οκτωβρίου, αφού ολοκλήρωσε το έργο των παραπομπών. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 5 Νοεμβρίου 1989, αλλά και πάλι δεν προέκυψε αυτοδύναμη κυβέρνηση (ΝΔ 46,2%, ΠΑΣΟΚ 40,7%). Μετά τις αποτυχημένες διερευνητικές εντολές σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση υπό την υπέργηρο οικονομολόγο Ξενοφώντα Ζολώτα. Έκπληκτος ο κόσμος πληροφορήθηκε ότι ο «αρχάγγελος της κάθαρσης» Μητσοτάκης συνεργάζεται με τον «κλέφτη» Παπανδρέου.

Η αξιοπιστία των πολιτικών δέχεται ισχυρό πλήγμα, ενώ αποδεικνύεται ότι η κάθαρση ήταν απλά ένα πολιτικό εύρημα, με στόχο την αξιοποίηση των λαθών και των σκανδάλων του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να επιτευχθεί η απομάκρυνσή του από την εξουσία. Το κυβερνητικό σχήμα υπονόμευσε εξ αρχής ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, προκειμένου να στηρίξει τη θέση του ότι τα σχήματα συνεργασίας ήταν αναποτελεσματικά και ότι απαιτείτο η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Η οικουμενική κατέρρευσε, όταν απέτυχε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 8 Απριλίου 1990.

Η Νέα Δημοκρατία και πάλι δεν κατέκτησε την αυτοδυναμία, αν και συγκέντρωσε το 46,88% των ψήφων. Χρειάστηκε η προσχώρηση του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θεόδωρου Κατσίκη για να σχηματιστεί ο μαγικός αριθμός 151, που έδινε την αυτοδυναμία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η πρώτη υπόθεση που ήχθη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, που συνεδρίασε για τρίτη φορά στα ελληνικά δικαστικά χρονικά, ήταν για το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Νίκος Αθανασόπουλος καταδικάσθηκε στις 11 Αυγούστου 1990 σε φυλάκιση τριών ετών και έξι μηνών για ηθική αυτουργία σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, χρήση πλαστού εγγράφου και απλή συνέργεια σε νόθευση βιβλίων απόπλου – κατάπλου λιμεναρχείου Καβάλας.

Στις 11 Μαρτίου 1991 άνοιξε η αυλαία για τη μεγάλη δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά, χωρίς την παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ακροαματική διαδικασία και του Παναγιώτη Ρουμελιώτη, που εκείνη την περίοδο ήταν ευρωβουλευτής και η Ευρωβουλή δεν συναίνεσε στην άρση της ασυλίας. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν μόνο ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο Γεώργιος Πέτσος και ο Δημήτρης Τσοβόλας. Το Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), που συνεδρίασε στο κτίριο του Αρείου Πάγου, αποτελείτο από 13 αρεοπαγίτες και προέδρους εφετών υπό την προεδρία του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλη Κόκκινου. Ρόλο εισαγγελέα έπαιζαν τρεις βουλευτές (Νίκος Κωνσταντόπουλος, Νίκος Κατσαρός και Κώστας Κωνσταντινίδης). Η δίκη μπήκε σε κάθε σπίτι, καθώς μεταδόθηκε απευθείας από την ΕΡΤ και για πρώτη φορά οι Έλληνες είδαν τους ανώτερους δικαστές με την επίσημη στολή τους (τήβεννο, καπελάκι και άσπρο γουνάκι για τον πρόεδρο).

Η πορεία της δίκης επιφύλασσε μια απροσδόκητη εξέλιξη, καθώς τον Απρίλιο του 1991 πέθανε, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο οποίος κατά πολλούς ήταν ο άνθρωπος – κλειδί για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Η δίκη έχασε το ενδιαφέρον της, αφού οι μάρτυρες που κατέθεσαν κατά του Ανδρέα Παπανδρέου θεωρήθηκαν αναξιόπιστοι από το δικαστήριο, καθώς περιέπεσαν σε αντιφάσεις και δεν προσκόμισαν κάποιο στοιχείο ικανό για την καταδίκη του. Υπέρ του πρώην πρωθυπουργού ήταν και οι καταθέσεις των μεγαλοεκδοτών, που τόνισαν τις πολιτικές του ευθύνες. Άλλωστε, το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να έχει ανοίξει μεγάλα μέτωπα με την κοινωνία και το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν και πάλι στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων.

Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1992. Με ψήφους 7 προς 6, ο Ανδρέας Παπανδρέου κηρύχθηκε αθώος, ενώ στον Δημήτρη Τσοβόλα επεβλήθη ποινή φυλάκισης δυόμιση ετών και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και στον Γεώργιο Πέτσο φυλάκιση 10 μηνών και διετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για μια απλή πολεοδομική παράβαση.

Η δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο λειτούργησε υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Ενίσχυσε τη συνοχή του, που είχε αρχίσει να κλονίζεται μετά την οκταετή παραμονή του στην εξουσία και το επανέφερε θριαμβευτικά στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1993, βοηθούσης και της κρίσης ταυτότητας του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας με τη διαμάχη Μητσοτακικών και Καραμανλικών. Το άλλο στρατόπεδο της «κάθαρσης», αφού δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει κέρδη από την κρίση στο ΠΑΣΟΚ, διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη (ΚΚΕ και ΣΥΝ). Σε αυτό συνετέλεσε και η διάλυση του κομμουνιστικού στρατοπέδου και η κρίση ταυτότητας του χώρου.

Στις 15 Μαΐου 1992 με απόφαση της Βουλής ανεστάλη η δίωξη κατά του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Στη σχετική ψηφοφορία, από την οποία απουσίαζαν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, 117 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της αναστολής, 24 κατά και 3 δήλωσαν «παρών». Η αυλαία του «Βρώμικου ’89» ή της «Κάθαρσης» έπεσε και τυπικά στις 17 Ιανουαρίου 1994, όταν η Βουλή συγκατατέθηκε στην άρση των εννόμων συνεπειών της καταδίκης του Νίκου Αθανασόπουλου για την υπόθεση του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού. Νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 26 Νοεμβρίου 1993, η Βουλή με απόφασή της είχε συγκατατεθεί στην απονομή χάριτος και την άρση των έννομων συνεπειών της καταδίκης του Δημήτρη Τσοβόλα.

Πηγή