Ζακ Κωστόπουλος / Ο τυχαίος θάνατος ενός gay

0
28

Δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, στις 7 Οκτωβρίου, οι φονιάδες κάθονται στο εδώλιο με ακρωτηριασμένο κατηγορητήριο

Το απόγευμα της Παρασκευής 21 Σεπτεμβρίου 2018 τα φόρουμ των μεγάλων κίτρινων σάιτ είχαν πάρει φωτιά. Κάτω από ένα βίντεο που είχε κυκλοφορήσει, στο οποίο υποτίθεται ότι περίοικοι σταματούσαν έναν ληστή την ώρα που επιχειρούσε να ληστέψει ένα κοσμηματοπωλείο, δεκάδες διθυραμβικά σχόλια επαινούσαν τους γενναίους που είχαν πάρει τον νόμο στα χέρια τους και απολάμβαναν το λιντσάρισμα σαν ένα χορταστικό πιάτο φαΐ, που σε κάνει να ζητήσεις και άλλο.

Η ελληνική κοινωνία, ας μην κρυβόμαστε, πάσχει από έναν πληθωρισμό τέτοιων αντανακλαστικών, από μια μυστικιστική λατρεία της βίας και ειδικά της βίας ενάντια στον πιο αδύναμο, τον πιο απελπισμένο. Δεν ψήφισε τυχαία Χρυσή Αυγή τέσσερις συνεχόμενες φορές το 7% του εκλογικού σώματος ούτε γύρω από το ποσοστό αυτό υπάρχει κάποια υγειονομική ζώνη που προστατεύει όλους τους υπόλοιπους.

Η υπόθεση αυτή θα είχε ξεχαστεί, θα είχε σβήσει μαζί με τις ιαχές αποθέωσης, αν δεν συνέβαινε το θύμα του λιντσαρίσματος, που κατέληξε στο πεζοδρομημένο τσιμέντο της οδού Γλάδστωνος, να είναι ένας άνθρωπος που με την παρουσία του, τον δημόσιο λόγο του και το θάρρος του είχε γίνει γνωστός και κυρίως είχε αγαπηθεί πολύ από πολλούς και πολλές.

Ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας

Απ’ όλες τις δολοφονίες που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, αυτή του Ζακ Κωστόπουλου υπήρξε η πιο σοκαριστική, η πιο τρομακτική, η πιο παγωμένη. Τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο τον δολοφόνησαν αστυνομικοί. Τον Παύλο Φύσσα τον δολοφόνησαν οργανωμένα τάγματα εφόδου, ναζιστές σε δράση.

Τον Ζακ τον δολοφόνησαν οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, αυτοί που ακούμε συχνά να μουρμουράνε ρατσιστικά στερεότυπα, να μονολογούν αγριότητες, να κάνουν σπονδές στον θεό της βαρβαρότητας στην καθημερινή τους πρακτική, και συνήθως αποφεύγουμε να μπούμε στον κόπο να ορθώσουμε τον αντίλογο.

Τον δολοφόνησε ένα ανώνυμο πλήθος το οποίο έμαθε και ασκήθηκε να μισεί ό,τι δεν χωράει στην προκρούστια κλίνη της κανονικότητας, έτσι όπως την όρισαν αιώνες καταπιεστικής κυριαρχίας.

Οι δολοφόνοι του Ζακ Κωστόπουλου δεν περιγράφτηκαν ως τέρατα στους μεγάλους τίτλους των εφημερίδων και των σάιτ. Ο κυρίαρχος, κοινότοπος ρατσιστικός λόγος που αναπτύσσεται στα ΜΜΕ τα τελευταία χρόνια αναγνώρισε σε αυτούς έναν συναγωνιστή, έναν φίλο. Ή, σε κάθε περίπτωση, αναγνώρισε ότι δεν μπορεί να τους επιτεθεί χωρίς να αναγκαστεί να επιτεθεί στον εαυτό του.

Ακόμα και σήμερα, με την αστυνομική σκευωρία να έχει πλήρως αποκαλυφθεί, με όλα τα στοιχεία στα χέρια μας για να ξέρουμε ότι ο Ζακ Κωστόπουλος δεν βρέθηκε εκεί για να ληστέψει, δεν κρατούσε μαχαίρι, δεν βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, δεν απειλούσε αλλά απειλούνταν, το στερεότυπο του ληστή με το μαχαίρι παραμένει ισχυρό.  Ένα μεγάλο μέρος της πατριαρχικής κουλτούρας και της κουλτούρας της ιδιοκτησίας διεκδικεί το δικαίωμά του να σκοτώνει στο ξύλο όποιον δεν του αρέσει.

Το τίμημα της ορατότητας

Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Αυτή που λέει ότι με τον παγωμένο θάνατό του ο Ζακ Κωστόπουλος πέτυχε αυτό που διεκδικούσε σε όλη του τη ζωή. Να δώσει ορατότητα στους ΛΟΑΤ, να δώσει θάρρος στον κόσμο να μιλήσει για το δικαίωμά του να είναι όπως θέλει χωρίς αυτό να έχει συνέπειες. Ποτέ και για κανέναν άλλον λόγο, στην Ελλάδα, δεν είχε υπάρξει μια τέτοια υπόθεση στην οποία οι γκέι, οι τρανς, οι κουίρ να έχουν τη δυνατότητα να βγουν μπροστά διεκδικώντας το δικαίωμά τους να ζουν κανονικά, χωρίς να τραμπουκίζονται και χωρίς στιγματισμό.

Δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Ζακ οι δολοφόνοι του κάθονται στο εδώλιο στις 7 Οκτωβρίου. Δεν πέρασαν ενδιάμεσα ούτε μία ώρα στη φυλακή. Δεν κατηγορούνται γι’ αυτό που διέπραξαν -ανθρωποκτονία- αλλά για κάτι ελαφρύτερο. Οι αστυνομικοί που τον βασάνισαν μέχρι θανάτου βρίσκονται ακόμα στο Σώμα. Κι όμως είναι χιλιάδες οι άνθρωποι, ΛΟΑΤ ή όχι, που θα προσπαθήσουν αυτή η ακρωτηριασμένη -έστω- δίκη να γίνει η αφορμή για να σπάσει η σιωπή που προστατεύει τον ομοφοβικό κανιβαλισμό στην ελληνική κοινωνία.

Πηγή