Η παρούσα κυβέρνηση έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει για να πείσει τα προοδευτικά ακροατήρια με έργα και όχι με αποφάσεις υψηλού συμβολισμού μεν, εντυπωσιασμού δε, ελλείψει πρωτοβουλιών που να αποδεικνύουν το αντίθετο
Η νέα χρονιά, εκτός από ελπίδες για τον περιορισμό της πανδημίας με την άφιξη των εμβολίων, έφερε στη χώρα μας και έναν ανασχηματισμό, ο οποίος με τη σειρά του επεφύλαξε μία τομή για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα. Στο νέο κυβερνητικό σχήμα, ανακοινώθηκε στη θέση του υφυπουργού Πολιτισμού, αρμόδιου για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού, ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης, ο πρώτος «ανοιχτά» ομοφυλόφιλος που καταλαμβάνει μια τέτοια θέση στην Ελλάδα και με πλούσια δράση στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ειδικότερα των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Η τοποθέτηση του κ. Γιατρομανωλάκη στη θέση του υφυπουργού Πολιτισμού έγινε αποδεκτή από μεγάλη μερίδα των μέσων αλλά και των χρηστών των social media με ικανοποίηση και με θετικά σχόλια, με τους περισσότερους να εστιάζουν στο ότι αυτή η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση για την επίτευξη ισότητας και συμπερίληψης. Και, πράγματι, έτσι είναι (αν και είναι εξ ορισμού προβληματικό ότι στην Ελλάδα του 2021 αποτελεί είδηση πως συμπεριλαμβάνεται στο νέο κυβερνητικό σχήμα και ένας ομοφυλόφιλος άνθρωπος). Η συζήτηση, όμως, δεν σταματά εδώ. Ή, για να το θέσω καλύτερα, στην εν λόγω συζήτηση θα έμπαινε μια άνω τελεία σε αυτό το σημείο για όσες και όσους έχουν «κοντή μνήμη».
Εξηγούμαι. Ήταν τον Νοέμβριο του 2019 που η Βουλή απέρριψε, με τις ψήφους της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, την αναθεώρηση τoύ άρθρου 5, παρ. 2, για την απαγόρευση διακρίσεων, με την προσθήκη του σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας και χαρακτηριστικών φύλου. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5, στη σημερινή μορφή, αναφέρει τα εξής: «Όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο» (την τροποποίηση για την προσθήκη του σεξουαλικού προσανατολισμού στην εν λόγω παράγραφο είχαν υπερψηφίσει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση τότε μαζί με τον Γιώργο Μαυρωτά από το Ποτάμι).
Αλλά και ως αξιωματική αντιπολίτευση, τον Μάιο του 2018, η Νέα Δημοκρατία είχε καταψηφίσει, με εξαίρεση τις βουλεύτριες του κόμματος Όλγα Κεφαλογιάννη, Κατερίνα Μάρκου, Νίκη Κεραμέως και Ντόρα Μπακογιάννη, το άρθρο 8 του νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τα μέτρα προώθησης του θεσμού για την υιοθεσία και αναδοχή, που δίνει τη δυνατότητα αναδοχής σε ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
Αυτά τα δύο πολύ συγκεκριμένα πεπραγμένα καταδεικνύουν πως η ορατότητα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας από το κυβερνών κόμμα σταματά σε επιφανή στελέχη του, όπως ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης ή ο διευθυντής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού και οικονομικός σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη, Αλέξης Πατέλης. Ναι, συμβολικά, η επιλογή του κ. Γιατρομανωλάκη υπήρξε σωστή. Επί της ουσίας, όμως, η κυβέρνηση αρνείται να αντιμετωπίσει ζητήματα που άπτονται των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, όλων και όχι μόνο των προνομιούχων.
Το πραγματικό διακύβευμα γι΄αυτή την κυβέρνηση και για κάθε κυβέρνηση σε ζητήματα ελευθεριών είναι να «σπάσει αυγά», να κινήσει εκείνες τις διαδικασίες που θα έχουν ως στόχο την εξέλιξη και όχι την οπισθοδρόμηση, τη συμπερίληψη και όχι τον αποκλεισμό. Σε αυτό το πεδίο, η παρούσα κυβέρνηση έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει για να πείσει τα προοδευτικά ακροατήρια με έργα και όχι με αποφάσεις υψηλού συμβολισμού μεν, εντυπωσιασμού δε, ελλείψει πρωτοβουλιών που να αποδεικνύουν το αντίθετο.
Για το κλείσιμο, θα αρκεστώ σε μια ανάρτηση του ίδιου του Νικόλα Γιατρομανωλάκη, την εποχή που ακόμη ήταν Γενικός Γραμματέας Σύγχρονου Πολιτισμού, την Ημέρα κατά της Ομοφοβίας, Αμφιφοβίας & Τρανσφοβίας, με την ευχή αλλά και την «ανοιχτή πρόκληση» να μην ξεχάσει ποτέ ο ίδιος αυτά τα λόγια, γιατί τι άλλο μπορεί να λογίζεται ως πολιτισμός σε μια ευνομούμενη κοινωνία, αν όχι και η πρόοδος σε ζητήματα κοινωνικών ελευθεριών;