Ο άγγλος κιθαρίστας και τραγουδοποιός Τζορτζ Χάρισον ήταν ένας από τους τέσσερις Μπιτλς και έβαλε το δικό του λιθαράκι στην πορεία του συγκροτήματος προς την κορυφή της ποπ και ροκ μουσικής. Μετά την διάλυσή των Μπιτλς ακολούθησε μια άξια λόγου προσωπική καριέρα ως συνθέτης και ερμηνευτής. Ήταν ο λιγότερο «θορυβώδης» από τους υπόλοιπους τρεις του συγκροτήματος τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική του ζωή, γι’ αυτό έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως ο « ήσυχος Μπιτλ».
Ο Τζορτζ Χάρισον (όπως και οι άλλοι τρεις Μπιτλς) γεννήθηκε στο Λίβερπουλ στις 25 Φεβρουαρίου 1943 και ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του εισπράκτορα αστικών λεωφορείων Χάρολντ Χάρισον και της εμποροϋπαλλήλου Λουίζ Φρεντς. Η γνωριμία του με τον συμμαθητή του Πολ ΜακΚάρτνεϊ, τον έκανε να στραφεί αποφασιστικά στην μουσική και να βελτιώσει τις επιδόσεις του στην κιθάρα. Ο ΜακΚάρτνεϊ με τον Τζον Λένον είχαν σχηματίσει στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μια ροκ μπάντα, τους The Quarrymen, η οποία, ύστερα από πολλές αλλαγές ονομάτων, έλαβε την τελική της μορφή στους Μπιτλς. Ο Χάρισον έγινε το τρίτο μέλος του συγκροτήματος και ο βασικός κιθαρίστας του,ενώ αργότερα προστέθηκε και ο ντράμερ Ρίνγκο Σταρ, που συμπλήρωσε την θρυλική μουσική τετράδα.
Αν και τα περισσότερα τραγούδια των Μπιτλς συνέθεσαν οι ΜακΚάρτνεϊ και Λένον, ο Χάρισον υπέγραψε μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα τραγούδια του συγκροτήματος, όπως τα «While My Guitar Gently Weeps», «Here Comes the Sun», «Taxman» και «Something». Το 1965, συνεπαρμένος από τον ήχο του σιτάρ, πήρε μαθήματα από τον μετρ του οργάνου Ραβί Σανκάρ και τον ενσωμάτωσε στο τραγούδι «Norwegian Wood», που αποτέλεσε το έναυσμα για πολλούς μουσικούς να ασχοληθούν με την ινδική μουσική.
Την εποχή εκείνη, ο Χάρισον έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Ινδουϊσμό και το 1968 παρακίνησε τους υπόλοιπους τρεις του συγκροτήματος να επισκεφθούν την Ινδία και να γνωρίσουν από κοντά τον υπερβατικό διαλογισμό του γκουρού Μαχές Γιόγκι. Το ταξίδι αυτό βοήθησε στην διάδοση των ινδουϊστικών θρησκευτικών δοξασιών στην Δύση, αν και ο ίδιος ήταν ο μοναδικός από τους τέσσερις των Μπιτλς, που τις ενστερνίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1968, κυκλοφόρησε ο πρώτος του προσωπικός δίσκος με τίτλο «Wonderwall» και ακολούθησε το «Electronic Sounds» (1969). Μετά την επίσημη διάλυση των Μπιτλς το 1970, ήρθε η μεγάλη παγκόσμια επιτυχία με το τριπλό άλμπουμ «All Things Must Pass» στο οποίο περιέχεται το εμβληματικό του τραγούδι «My Sweet Lord».
Τον επόμενο χρόνο, πραγματοποίησε δύο φιλανθρωπικά κοντσέρτα προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για τον λιμοκτονούντα λαό του Μπανγκλαντές, του πρώην Ανατολικού Πακιστάν που μόλις είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία του από το Πακιστάν. Οι δυο συναυλίες που έγιναν στην Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 1971, όπως και ο δίσκος «Concert for Bangladesh» που κυκλοφόρησε στα τέλη της ίδιας χρονιάς αποτέλεσαν το προοίμιο για άλλες ανάλογες προσπάθειες τα επόμενα χρόνια, όπως το Band Aid του Μπομπ Γκέλντοφ.
Το 1973 κυκλοφόρησε το «Living In The Material World» που περιλάμβανε την μεγάλη επιτυχία με το το τραγούδι «Give Me Love (Give Me Peace on Earth)». Το 1987, επανήλθε στο μουσικό προσκήνιο με τον δίσκο «Cloud Nine», το τελευταίο στούντιο άλμπουμ του, που περιείχε την παγκόσμια επιτυχία «I Got My Mind Set on You», διασκευή του ομώνυμου τραγουδιού τιου Ρούντι Κλαρκ. Στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα σχημάτισε μαζί με τους Μπομπ Ντίλαν, Ρόι Όρμπισον, Τομ Πέτι και Τζεφ Λιν, το σούπεργκρουπ «The Travelling Wilburys»,με τους οποίους ηχογράφησε δύο άλμπουμ.
Ο Χάρισον ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο μέσα από την δική του εταιρεία παραγωγής «Handmade Films». Η πρώτη του παραγωγή ήταν η σάτιρα των Μόντι Πάιθονς «Ένας Προφήτης… Μα τι Προφήτης!» («The Life of Brian», 1979). Ακολούθησαν ταινίες σημαντικών σκηνοθετών, όπως των Τέρι Γκίλιαμ («Υπέροχοι Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας»), Νιλ Τζόρνταν («Μόνα Λίζα»), Νίκολας Ρεγκ («Παράξενη Έλξη») και Ντάνι Μπόιλ («127 ώρες»).
Η ζωή όμως στάθηκε σκληρή μαζί του. Το 1997 προσβλήθηκε από καρκίνο στον λάρυγγα και την στιγμή που έδειχνε σημάδια βελτίωσης δέχθηκε επίθεση στο σπίτι του από έναν ανισόρροπο εισβολέα, ο οποίος τού κατάφερε πολλές μαχαιριές προτού εξουδετερωθεί. Διέφυγε τον κίνδυνο, αλλά ο καρκίνος επανήλθε δριμύτερος και τόν κατέβαλε, στις 29 Νοεμβρίου 2001.
Ο Τζορτζ Χάρισον είχε νυμφευτεί δύο φορές. Την πρώτη φορά με την Πάτι Μπόιντ, την «Layla» του τραγουδιού του Έρικ Κλάπτον και την δεύτερη με την αμερικανίδα συγγραφέα Ολίβια Αρίας με την οποία απέκτησε ένα γιο , τον μουσικό Ντάνι Χάρισον.