«Η μητέρα μου ξέσπασε σε αναφιλητά, όταν ένα πρωινό, γύρω στα είκοσί μου χρόνια, της ανακοίνωσα την απόφασή μου να φύγω από το σπίτι και να μείνω μόνος». Ένα κείμενο καθρέφτης της σημερινής πραγματικότητας…
που μπορεί να γράφτηκε αναλύοντας τα δεδομένα της ελληνικής οικογένειας και κοινωνία των τελευταίων ετών, παρόλα αυτά η ουσία του αγγίζει ξεκάθαρα και ουσιαστικά και την κυπριακή οικογένεια.
Παιδιά υπερπροστατευμένα και άβουλοι νέοι εξαρτημένοι από τους γονείς τους, ακόμη και όταν κάνουν οι ίδιοι οικογένεια. Γονείς ‘δυνάστες’ που επιδιώκουν να τα παρέχουν όλα, για να έχουν τον πλήρη έλεγχο στις ζωές των παιδιών τους όχι με κακές προθέσεις βέβαια, όμως το αποτέλεσμα δυστυχώς είναι κακό στις περισσότερες περιπτώσεις.
Του Γιάννη Τζίτζη*
Ο πατέρας μου με σκυθρωπό ύφος μου έδωσε να καταλάβω πως δε θα με δεχόταν πίσω αν το έκανα. Δεν ενέδωσα στον πλάγιο εκβιασμό, ήμουν αποφασισμένος να πάρω τη ζωή στα χέρια μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το κλαμένο βλέμμα της μάνας, το πρωινό που μετακόμιζα. Από τη μία ήξερα πως έκανα το σωστό. Από την άλλη όμως μούδιαζα στην ιδέα της νέας προοπτικής. Εκείνο που δεν κατάλαβα ποτέ, ήταν γιατί η μητέρα έκανε τόσο μεγάλο θέμα το γεγονός πως μετακόμιζα στο δεύτερο σπίτι του κτήματος που βρισκόταν 20 μέτρα μακριά.
Για εκείνη, είτε πήγαινα στο διπλανό σπίτι, είτε σε διπλανό πλανήτη, η θλίψη ήταν ίδια.
Έβλεπε ξεκάθαρα πλέον πως έκανα το πρώτο δειλό βήμα να ανοίξω τα φτερά μου και δε μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως δεν θα την είχα πλέον ανάγκη.
Ένας ανεξάρτητος άνδρας, θα έπαιρνε τη θέση του μικρού της που φρόντιζε και προστάτευε τόσα χρόνια. Κι αυτό την αποκαθήλωνε, εν μέρει, ως μητέρα, μηδένιζε το ρόλο της. Ή έτσι νόμιζε.
Την πραγματική αλλαγή την ένιωσα όταν, μετά από λίγο καιρό, άφησα το νησί για να κυνηγήσω τα όνειρά μου. Στη μεγάλη πόλη που πήγα και που δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ, δεν θα μου έπλενε τα ρούχα η μαμά, ούτε θα μου είχε το φαγητό στο τραπέζι.
Θα έπρεπε να ρυθμίζω μόνος μου την καθημερινότητά μου, όσα θεωρούσα δεδομένα. Εκείνοι θα έπαυαν να με φροντίζουν, να με συμβουλεύουν, να μου λένε τι να κάνω…
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ; Αυτή ήταν η μαγική φράση: Είτε ευθέως είτε πλαγίως, οι γονείς μου, πάντα με καλή πρόθεση, έλεγχαν τη συμπεριφορά μου με λέξεις, εκφράσεις, αλλά και πλάγιες επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες.
Ακόμα και με το βλέμμα με έκαναν να σταματάω όταν υπήρχε κίνδυνος να πληγωθώ, όταν έκανα κάτι που δεν θα επιδοκίμαζε ο νησιώτικος μικρόκοσμος. Μου παρείχαν μια αρρωστημένη ασφάλεια που δεν με αντιπροσώπευε.
Σε αρκετά μέρη της επαρχίας, πολλά «σόγια» λαϊκών κυρίως στρωμάτων, καταλαμβάνουν ολόκληρες συνοικίες. Στην Αθήνα, αντίστοιχα, οι «οικογενειακές πολυκατοικίες» δίνουν και παίρνουν.
Λόγω της ανεπάρκειας κοινωνικών παροχών του ελληνικού κράτους, τα μέλη αυτών των οικογενειών αλληλοπροστατεύονταν και εξακολουθούν, δυστυχώς, να το κάνουν μέχρι και σήμερα από ανάγκη.
Έτσι, εκτός από τους παραδοσιακούς ρόλους, καλούνται να παίξουν κι εκείνους του νοσοκόμου, του γηροκόμου, του νηπιαγωγού, του ψυχολόγου.
Αλλά δυστυχώς, μαζί με τους δυνατούς δεσμούς, φουντώνει και η εξάρτηση.
Έτσι, παράλληλα με αυτό το αξιέπαινο φαινόμενο, καλλιεργήθηκε κι εκείνο της καταπιεσμένης σκέψης και κοινωνικής συμπεριφοράς, που σε συνδυασμό με τις κακώς εννοούμενες παραδόσεις, δεν αφήνει πολλά νεότερα μέλη των οικογενειών αυτών να ανοίξουν τα φτερά τους και να τολμήσουν ή να υιοθετήσουν εύκολα οτιδήποτε νέο.
Η νοοτροπία των μελών της ευρύτερης οικογένειας, σφυρηλατείται καθημερινά με ένα πανομοιότυπο αναχρονιστικό τρόπο, από τους πρεσβύτερους, που έχουν το «αλάθητο».
Τα παιδιά καταπίνουν τις απορίες τους, δε συγκρούονται με το παράλογο, γίνονται παθητικοί αποδέκτες της «αυθεντίας των σοφών», επικροτώντας, έτσι, άθελά τους τη συντήρηση.
Η υπερπροστασία των παιδιών, τα καταδικάζει σε μελλοντικό διανοητικό μαρασμό. Οι γονείς εξασφαλίζοντάς τους ένα αποστειρωμένο από μικρόβια περιβάλλον, δεν λαμβάνουν υπόψιν πως τα παιδιά τους δεν θα χρησιμοποιήσουν χειρουργική μάσκα βγαίνοντας εκεί έξω.
Το απαίδευτο μυαλό τους δεν θα τους βοηθήσει να διακρίνουν τα εχθρικά από τα ωφέλιμα και απαραίτητα «μικρόβια» που ολοκληρώνουν την προσωπικότητα.
Και οι αμήχανοι γονείς που το γνωρίζουν καλά αυτό, δεν τολμούν να αφήσουν τα παιδιά τους, επειδή ξέρουν μέσα τους πως δεν μπορούν να σταθούν μόνα, ακόμα και με διακριτική επίβλεψη.
Ακόμα και όταν φεύγουν για σπουδές για λίγα χρόνια, σε άλλη πόλη, η επιρροή τους εξακολουθεί να κάνει ζημιά.
Οι κακουχίες των περασμένων δεκαετιών, έκανε πολλούς Έλληνες να θεωρήσουν ιερό καθήκον και απόδειξη αγάπης, να μην λείψει τίποτα στα παιδιά τους.
Όμως αυτή η αγάπη-μπούμερανγκ τα πνίγει, μεταλλάσσοντας τα, μελλοντικά, σε ανώριμους πολίτες, που μαθαίνουν στην ακάματη επιβίωση.
Σε κάποιες περιπτώσεις εύπορων οικογενειών, τα παιδιά σπαταλούν το πατρικό χρήμα χωρίς να κοπιάζουν για την απόκτησή του, αφού δεν τα ενθάρρυναν ποτέ οι γονείς τους να δουλέψουν, έστω έναν από τους μήνες των θερινών διακοπών του σχολείου, ώστε να μάθουν να κολυμπούν στα ρηχά, με ασφάλεια. Και να πηγαίνουν σε πιο βαθιά νερά από μόνα τους, σαν πρόκληση.
Δυστυχώς τα περισσότερα ελληνόπουλα πνίγονται από τα πολλά σωσίβια που τους τυλίγουν οι γονείς τους και περιφέρονται σαν ζόμπι διεκδικώντας δικαιώματα, χωρίς υποχρεώσεις.
Και που πολύ σύντομα θα βρεθούν αδύναμοι και θλιβεροί σε κάποια διαδήλωση για την αδικία που τους επιβάλλει ο νέος πατερούλης, που λέγεται κράτος.
Το κακό όμως, δεν σταματάει εδώ.
Έχοντας μάθει να λειτουργούν με αδύναμη κρίση, θα κληθούν να αποφασίσουν για τη χώρα τους πληγώνοντας ανεπανόρθωτα το συμπολίτη τους, με την ψήφο τους.
Και ο αισχρός συνειρμός λέει πως αν η γενιά του πολυτεχνείου, που ήταν η γενιά της διανόησης, οδήγησε τη χώρα σε μια αδυσώπητη κρίση, τί επιφυλάσσει το μέλλον από τη σημερινή γενιά του I-PHONE, τη γενιά του «Γρηγορόπουλου», όπου παιδιά εύπορων οικογενειών επαναστατούν μόνο και μόνο επειδή τα έχουν όλα.
Όπου δεν υπάρχει χώρος για προσωπικά επιτεύγματα, που δεν τους επιτρέπουν να ταλαιπωρηθούν στη ζωή τους, να αγωνιστούν. Που οι γονείς τους κλείνουν γλυκά την πόρτα κρατώντας τα, όμως, μέσα. Που δεν τα αφήνουν να μάθουν από τα λάθη τους.
Που τα αναγκάζουν να δημιουργήσουν δικούς τους δαίμονες ώστε να μπορέσουν να διοχετεύσουν την νεανική τους ενέργεια πολεμώντας τους.
Κάντε ένα δώρο ζωής στα παιδιά σας. Επικοινωνήστε μαζί τους, δείτε τις ανάγκες τους, βάλτε τα να δουλέψουν κάπου από νωρίς, δώστε τους τροφή για σκέψη.
Στείλτε τα να μείνουν για λίγο σε άλλες χώρες. Όχι για να γυρνάνε και να κοιτάζουν τα αξιοθέατα, αλλά να μείνουν σε οικογένειες, να δουν πως ζουν οι άνθρωποι, πώς σκέφτονται. Να καταλάβουν μια απλή αλήθεια. Πως η ανθρώπινη φύση είναι ίδια, πως υπάρχουν άπειρες νοοτροπίες, χιλιάδες απόψεις, δεκάδες όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αφήστε τα να τσαλακωθούν, να ταλαιπωρηθούν, να μάθουν πως η ευτυχία αποκτιέται με καθημερινό αγώνα. Πως το χρήμα έχει ουσιαστική αξία όταν κερδίζεται κι όχι όταν χαρίζεται.
Δώστε τους ένα μάθημα ζωής. Και όταν επιστρέψουν διώχτε τα από το σπίτι, αλλά όχι από τη ζωή σας.
Βοηθήστε τα να γίνουν ώριμοι και υπεύθυνοι άνθρωποι, να είναι κύριοι του εαυτού τους και όχι να περιμένουν από εσάς τα πάντα και κατά συνέπεια αργότερα από το κράτος, κυνηγώντας τη χίμαιρα του δημοσίου.
Μην τους στερείτε το πιο όμορφο παιχνίδι που έχουν πραγματικά ανάγκη, αλλά δεν το γνωρίζουν.
*Το κείμενο του Γιάννη Τζίτζη δημοσιεύθηκε αρχικά στο themamagers.gr