Ό,τι απέμεινε από την πασίγνωστη AirfastTickets που όσο γρήγορα ανέβηκε, τόσο γρήγορα έπεσε, βγαίνει σε πλειστηριασμό τις επόμενες μέρες. Μέσα σε λίγα χρόνια η AirfastTickets έγινε ένα μεγάλο όνομα, εμφανίστηκε να βρίσκεται στο κατώφλι του Nasdaq, αλλά τελικά κατέληξε στο λουκέτο.
Το κλείσιμο του διαδικτυακού γραφείου στη χώρα μας ήρθε ως φυσική συνέχεια της πτώχευσης των εταιρειών της AirfastTickets στη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Πάντως, το κώδωνα του κινδύνου για την εταιρεία είχε κρούσει από το 2014 η Διεθνής Ενωση Αεροπορικών Εταιρειών (ΙΑΤΑ), οπότε ανακοίνωσε τη διακοπή της συνεργασίας της με το διαδικτυακό ταξιδιωτικό γραφείο, προβάλλοντας ως κύρια αιτία την καθυστέρηση καταβολής οφειλομένων από την πλευρά του.
Η εταιρεία μετά την εξέλιξη αυτή δεν κατάφερε να ορθοποδήσει.
Στις αρχές του 2014, η AirfastTickets επιχείρησε να επανέλθει στο προσκήνιο εκδίδοντας επίσημη ανακοίνωση, στην οποία ανέφερε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για την πώληση μετοχικού πακέτου της σε μεγάλες κινεζικές εταιρείες. Οι διαπραγματεύσεις δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα ενώ τα οικονομικά του προβλήματα έφθασαν στο αποκορύφωμα πριν από την οριστική του πτώση με την επιβολή των capital controls τον Ιούλιο του 2015 στη χώρα μας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα περιουσιακά στοιχεία της Airfasttickets είναι μικρής αξίας και περιλαμβάνουν εξοπλισμό γραφείου, ένα μπιλιάρδο, εξοπλισμό γυμναστηρίου και έπιπλα.
Σε παλαιότερη συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό DownTown ο Νίκος Κοκλώνης, ο οποίος έγινε γνωστός όταν δημιούργησε την AirfastTickets ανέφερε: «Η ιδέα ξεκίνησε σε ένα αεροπλάνο και εξελίχθηκε ως η μεγαλύτερη ταξιδιωτική εταιρία σε επτά χώρες. Δυστυχώς, στο τέλος είχαμε πολλά προβλήματα. Θες από λάθος δικές μου επιλογές; Από λάθος ανθρώπους που μπήκαν στην εταιρία; Εν πάση περιπτώσει, το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Και επειδή το κεφάλι ήμουν εγώ, άρα από εμένα».
Βέβαια δεν έλειπαν και οι σπατάλες… «Γενικά δεν έκανα σπατάλες αλλά είχε τύχει να πάω στα μπουζούκια στον Παντελίδη και να χαλάσω 40.000 ευρώ σε ένα βράδυ. Έπαθα σοκ όταν είδα τον λογαριασμό. Ντρεπόμουν και έλεγα “Δεν καθόμουν καλύτερα σπίτι μου; Τι βγήκα έξω; Μαζέψτε με”».