Όλο και περισσότερο δυσοίωνα εμφανίζονται τα στοιχεία για την πορεία του τουρισμού το φετινό καλοκαίρι στη Μύκονο, καθώς τα ξενοδοχεία και οι επιχειρήσεις εστίασης καταγράφουν ήδη μια μείωση που κυμαίνεται από 15% έως και 20% όσον αφορά τον τζίρο τους, ανάλογα με τον κλάδο, ενώ η πτώση της επιβατικής κίνησης στον ανακαινισμένο διεθνή αερολιμένα του νησιού είναι της τάξης του 8% για τον μήνα Μάιο σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα το 2022.
Παράλληλα βάσει των στοιχείων από τη Booking και τις άλλες αντίστοιχες πλατφόρμες ενοικίασης καταλυμάτων, στις ενοικιάσεις υπερπολυτελών βιλών (VIP) η καθοδική πορεία είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς ξεπερνάει το 40%.
Οι κυριότεροι παράγοντες για την σημαντική αυτή πτώση σε όλη την επιχειρηματική δραστηριότητα και την τουριστική κίνηση του πολυδιαφημισμένου ανά τον κόσμο «νησιού των ανέμων» είναι τρεις.
Πρώτα απ’ όλα οι ιδιαίτερα αυξημένες τιμές που ενίοτε ξεπερνούν και το όριο της αισχροκέρδειας, καθώς δεν ανταποκρίνονται στην αντίστοιχη παροχή υπηρεσιών. Έχουν πολλαπλασιαστεί οι καταγγελίες επισκεπτών που καλούνται να καταβάλουν μια μικρή περιουσία προκειμένου να φάνε, να διασκεδάσουν ή να απολαύσουν το μπάνιο τους.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι πέρυσι στην Ψαρού η πρώτη σειρά με ξαπλώστρες κόστιζε 300 ευρώ το σετ για δύο άτομα (η ενοικίασή τους εννοείται) με την τιμή να πέφτει στα 210 ευρώ από τη δεύτερη έως την πέμπτη σειρά.
Στη δε Παράγκα το σετ ομπρέλα – ξαπλώστρες κόστιζε 700 ευρώ, ενώ υπήρχε και 500 ευρώ μίνιμουμ κατανάλωσης σε ποτά, καφέδες, τοστ, κ.λπ. Προφανώς και τέτοιου είδους παραλίες απευθύνονται μονάχα σε επισκέπτες με «χοντρά» πορτοφόλια.
Ωστόσο και αυτοί, αν και έχουν χρήματα, θεωρούν κοροϊδία να τα σπαταλούν σε τέτοιου είδους υπηρεσίες όταν μάλιστα οι παροχές δεν είναι εφάμιλλες. Ακόμη όμως κι αν τα δίνουν, υπεισέρχεται ο δεύτερος παράγοντας που αποτρέπει τους τουρίστες από το νησί τα τελευταία χρόνια και δεν είναι άλλος από την ασφάλεια.
Επιτήδειοι, εκμεταλλευόμενοι την παρουσία αρκετών ευκατάστατων επισκεπτών, προβαίνουν σε ληστείες και κυρίως σε κλοπές, με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί οι καταγγελίες για ρολόγια και τιμαλφή που «εξαφανίστηκαν» από τις θυρίδες πολυτελών οικιών την ώρα που οι ενοικιαστές τους διασκέδαζαν.
Ο τρίτος παράγοντας αφορά την έλλειψη προσωπικού εκ μέρους των καταστημάτων εστίασης. Παρά το γεγονός ότι τα εστιατόρια, οι καφετέριες ή τα παραλιακά μπαρ δίνουν ικανοποιητικούς μισθούς σε σερβιτόρους, μάγειρες, μπάρμεν και λοιπές ειδικότητες, εν τούτοις δεν καλύπτονται όλες οι απαιτούμενες θέσεις με αποτέλεσμα να μην εξυπηρετούνται επαρκώς οι πελάτες.
Οι ενδιαφερόμενοι γι’ αυτές τις θέσεις είναι λίγοι εξαιτίας του γεγονότος ότι τα ωράρια είναι ιδιαίτερα απαιτητικά καθώς αναγκάζονται να δουλεύουν έξι ή επτά ημέρες την εβδομάδα για 10 ή 12 ώρες καθημερινά. Και μπορεί μεν να τους καταβάλλονται οι υπερωρίες σε όσες επιχειρήσεις τηρούν τον νόμο, ωστόσο ξεκουράζονται λίγες ώρες και την επόμενη μέρα δεν μπορούν να αποδώσουν στην εργασία τους.
Αποτέλεσμα είναι πολλοί ευκατάστατοι οικονομικά τουρίστες που πορεύονται με το κριτήριο του value for money, του να αξίζει τα λεφτά δηλαδή αυτό που πληρώνουν, να επιλέγουν φέτος για τις διακοπές τους το νησί της Ίμπιζας, τη Σαρδηνία ή τις ακτές της νότιας Γαλλίας.