Assassin’s Creed Valhalla Review – Ο τέλειος «γίγαντας» για την καραντίνα

0
61

Μια αναλυτική ματιά στον νέο “ατελείωτο” τίτλο της Ubisoft

Το πιο περίεργο με το Assassin’s Creed Valhalla είναι πως κατάφερε να μου υπενθυμίσει πώς πρέπει πάντα να είμαι υπομονετικός. Πριν αρκετούς μήνες είχα τη δυνατότητα να δοκιμάσω το παιχνίδι όταν ακόμα βρισκόταν σε ένα πρώιμο στάδιο ανάπτυξης. Για να είμαι ειλικρινής η πρώτη μου αυτή επαφή δε με έχει αφήσει ιδιαίτερα εντυπωσιασμένο, αφού είχα περισσότερα παράπονα να κάνω, παρά θετικά για να πω. Ωστόσο, παρά τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που επικρατούν παγκοσμίως εξαιτίας της πανδημίας, οι δεκαπέντε (!) ομάδες της Ubisoft που έχουν αναλάβει την ανάπτυξη του παιχνιδιού κατάφεραν να φέρουν το έργο τους εις πέρας, κυκλοφορώντας στις 10 Νοεμβρίου συνολικά δέκα εκδόσεις για τις διαφορετικές πλατφόρμες. Ναι, είναι πράγματι τόσες αν τις μετρήσετε. Η κυκλοφορία ενός παιχνιδιού τέτοιας κλίμακας, σε τόσες πολλές πλατφόρμες και ειδικά σε συνθήκες εργασίας από το σπίτι είναι ένα επίτευγμα.

Μετά χαράς, λοιπόν, διαπίστωσα πως η υπομονή άξιζε. Πλέον το ζύγι γέρνει προς τα θετικά, με πολλά από τα κακώς κείμενα των Origins και Odyssey να έχουν διορθωθεί, συνεισφέροντας σε μια συνολικά πιο “σφιχτοδεμένη” εμπειρία. Υπομονή χρειάστηκε μέχρι και για το review, αφού αποφάσισα να εξαντλήσω όσο μπορούσα το διαθέσιμο περιεχόμενο, πριν καταθέσω την άποψή μου. Ξόδεψα περίπου 73 ώρες στον τίτλο, έχοντας ολοκληρώσει την κεντρική ιστορία, όλα τα raids και εξερευνώντας αρκετά τον ανοιχτό κόσμο. Αφού τελειώσαμε με τα ‘προκαταρκτικά’ ήρθε η ώρα να πάμε στο ψητό.

Μια εντυπωσιακή εναρκτήρια σεκάνς που θέτει τα θεμέλια του backstory του Eivor με καλωσόρισε στο παιχνίδι. Από τα πρώτα λεπτά μπήκα στο κλίμα. Είμαστε στην εποχή των Βίκινγκς, στην παγωμένη Νορβηγία, σε ένα εντυπωσιακό συμπόσιο με φαγητά, φωνές, χορό. Λίγο μετά η μάχη φτάνει στο κατώφλι του χωριού και ξεκινά η βία και η αιματοχυσία. Στη συνέχεια κλήθηκα να επιλέξω το φύλλο του πρωταγωνιστή. Πέρα από την επιλογή μεταξύ αρσενικού και του θηλυκού, υπάρχει και η επιλογή να αλλάζει αυτόματα το φύλλο του πρωταγωνιστή ανάλογα με την αποστολή. Προσωπικά προτίμησα την πρώτη επιλογή, αλλά δοκίμασα και την γυναίκα Eivor, με τα voice overs της να ξεχωρίζουν, με περισσότερη ζωντάνια και ένταση.

Μεταφερόμαστε, λοιπόν, στον 9ο αιώνα μ.Χ. και μετά την εισαγωγή που μας συστήνει στο βασικό καστ των χαρακτήρων, φεύγουμε από τη Νορβηγία, έπειτα από μια περίοδο με ατελείωτους πολέμους και τους πόρους μας να εξαντλούνται. Ο λόγος βέβαια είναι άλλος, ωστόσο θα σας αφήσω να τον ανακαλύψετε μόνοι σας. Τα καλά νέα για τους φανατικούς της σειράς είναι πως οι Assassins ή καλύτερα οι “Hidden Ones” -όπως είναι ακόμη η ονομασία τους- κάνουν την εμφάνισή τους από νωρίς.

Φτάνοντας στα κατεστραμμένα βασίλεια της Αγγλίας, θα κληθούμε να ξεκινήσουμε την αποικία μας. Και εγέννετο το Ravensthorpe. Πρόκειται για το κεντρικό hub του παιχνιδιού που αλλάζει ελαφρώς τη δομή της εξερεύνησης. Η κεντρική ιστορία απαρτίζεται πρακτικά από μικρότερες που όλες δένουν σταδιακά προς το φινάλε. Με αφορμή την καθιέρωση του Ravensthorpe και τη δημιουργία συμμαχιών, ταξιδεύουμε κάθε φορά σε ένα διαφορετικό βασίλειο της Αγγλίας. Κάθε περιοχή έχει το δικό της main quest, με τους δικούς της χαρακτήρες. Αυτή είναι μια πτυχή του παιχνιδιού που μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά συγχρόνως μου άφησε και με μερικά παράπονα.

Το γεγονός πως κάθε περιοχή έχει το δικό της μοναδικό main quest έδωσε έναν αέρα περίσσιας ελευθερίας στους δημιουργούς να αφηγηθούν διαφορετικές ιστορίες κάθε φορά. Στη μια περιοχή θα πρέπει να εκθρονίσουμε με τη βία ένα βασιλιά, στην άλλη να ξεσκεπάσουμε μια πλεκτάνη πίσω από το θάνατο του τοπικού ηγέτη, στην άλλη θα συμμετάσχουμε στα τοπικά ήθη και έθιμα και στην άλλη θα ξεριζώσουμε τους Templars από μια μεγάλη πόλη. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία και μπορώ να πω πως κατάφερα να δεθώ αρκετά με τους περισσότερους χαρακτήρες. Με αυτόν τον τρόπο το παιχνίδι καταφέρνει να παρουσιάσει πολλές διαφορετικές πτυχές της τότε ζωής, το περίεργο πολιτικό κλίμα, τις τεράστιες μάχες, τα συμπόσια, το ιδιαίτερο σύστημα αρχών και τα πιστεύω των Βίκινγκς, μπροστά μου είδα να ξεδιπλώνεται όλη η εποχή και ήταν απολαυστικό.

Από την άλλη το αρνητικό είναι πως πάσχει λίγο το pacing από αυτή την επιλογή. Η ιστορία κάποιων περιοχών μου άρεσε πολύ περισσότερο από άλλες, ενώ κάποιες από αυτές τις υπό-ιστορίες συνδέονται πολύ έντονα με το main quest και τον αιώνιο πόλεμο Assassin’s Templars, ενώ μερικές άλλες σχεδόν καθόλου. Το καλό είναι πως υπάρχει ελευθερία να προσεγγίσεις την ιστορία με τη σειρά που θέλεις εσύ και συνολικά δεν ένιωσα πως με εμπόδισαν ποτέ τα levels. Υπάρχει μια και μοναδική εξαίρεση που μετά τον τερματισμό ανοίγει μια τελευταία ιστορία που απαιτεί πολύ μεγαλύτερο level και με ενόχλησε που έπρεπε να “farmάρω” για να είμαι έτοιμος να την αντιμετωπίσω.

Ο Eivor είναι αρκετά καλογραμμένος χαρακτήρας σε γενικές γραμμές. Αποφασιστικός, βίαιος, αλλά συγχρόνως έξυπνος και ετοιμόλογος. Δεν είναι ο αγαπημένος μου πρωταγωνιστής της σειράς, αλλά σίγουρα εξυπηρετεί επαρκώς το σκοπό του. Βέβαια, το πως αντιδρά ο Eivor είναι στο χέρι μας, αφού για άλλη μια φορά υπάρχουν επιλογές στους διαλόγους. Δυστυχώς νομίζω πως έχει γίνει ένα βήμα πίσω αυτή τη φορά και τα περισσότερα δέντρα επιλογών έμοιαζε να καταλήγουν στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα. Υπάρχουν μεγάλες αποφάσεις που διαμορφώνουν το τέλος και την εξέλιξη της ιστορίας, ωστόσο.

Δε θα ήταν φυσικά Assassin’s Creed, αν στην πορεία αυτού του ταξιδιού δε συναντούσες και ιστορικές φυσιογνωμίες, όπως ο Βασιλιάς Αλφρέδος του Ουέσσεξ. Για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι τόσο εξοικειωμένος με τα ιστορικά πρόσωπα εκείνης της εποχής, οπότε αυτή η μοναδική αίγλη που είχε το αρχαιοελληνικό Odyssey για εμάς του Έλληνες, σαφώς και έχει χαθεί. Ωστόσο, αν έχετε δει τη γνωστή σειρά Vikings σίγουρα πολλά ονόματα θα σας χτυπήσουν το καμπανάκι, όπως για παράδειγμα οι θρυλικοί Βίκινγκ, οι γιοι του Ragnar Lothbrok, ο πολεμοχαρής, θεότρελος Ivar the Boneless ή ο βαρύς Halfdan, ηγέτης του Great Heathen Army. Το Valhalla, λοιπόν, είχε κυρίως διδακτικό χαρακτήρα για εμένα , αφού με σύστησε με χαρακτήρες της ιστορίας και με έβαλε για άλλη μια φορά στο τρυπάκι να ψάξω περισσότερα για αυτούς στη συνέχεια στο Google και στο Wikipedia. Αυτό το είχα λατρέψει και στα παλιότερα παιχνίδια της σειράς και είναι ένας λόγος που την κάνει τόσο αγαπητή, παρά τα όποια λάθη.

Το ίδιο συνέβη και με τη σκανδιναβική μυθολογία. Να’ναι καλά το God of War και το Hellblade που με είχαν εξοικειώσει από παλιότερα, είδα από την οθόνη μου να περνάνε σκηνικά που πραγματικά ρίχνουν σαγόνια. Θέλω να σας αφήσω να τα ανακαλύψετε μόνοι σας, αλλά εμπιστευτείτε με. Όταν έρθει στο χωριό σας η Seer Valka, κάντε αμέσως τα quests της. Θα με θυμηθείτε!

Ομοίως, δεν θα ήταν φυσικά Assassin’s Creed αν δεν υπήρχε και η ακαταλαβίστικη ιστορία του ‘τώρα’. Νομίζω πως η Ubisoft έχει χάσει λίγο το μπαλάκι με τα γεγονότα που διαδραματίζονται εκτός του Animus, με τις σημαντικότερες εξελίξεις να μην λαμβάνουν καν χώρα στα ίδια τα παιχνίδια, αλλά σε κόμικς. Ευτυχώς αυτή τη φορά γίνονται κάποια ακόμη πιο ουσιαστικά βήματα στο ‘τώρα’ και μου δόθηκε η εντύπωση πως πλέον ένα κεφάλαιο έκλεισε, όπως είχε συμβεί αντίστοιχα με το Assassin’s Creed 3. Νομίζω είναι η κατάλληλη στιγμή η Ubisoft να μας συστήσει ξανά το σύμπαν και τους χαρακτήρες του ‘τώρα’ με το επόμενο κεφάλαιο, γιατί προσωπικά πλέον αδυνατώ να παρακολουθήσω τις εξελίξεις και ας έχω παίξει όλα τα παιχνίδια της σειράς.

Με τον κίνδυνο να γίνω γραφικός θα πω ξανά πως ο “πρωταγωνιστής” του Valhalla δεν είναι κάποιος χαρακτήρας, αλλά ο ίδιος ο κόσμος και η εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Όπως ανέφερα, μέσα από την πιο ελεύθερη δομή του σεναρίου με τις υπό-ιστορίες της κάθε περιοχής, η εποχή παρουσιάζεται πολύ ολοκληρωμένα. Το ίδιο συμβαίνει και οπτικά και σχεδιαστικά. Και αυτή τη φορά η Ubisoft δίνει ρέστα. Προφανώς έχει καταλάβει ποιο είναι το δυνατό της σημείο και δίνει έμφαση σε αυτό, κάτι που φυσικά οφείλει και στους τρομερά ταλαντούχους καλλιτέχνες που πλαισιώνουν τις ομάδες της.

Γραφικά χιονισμένα χωριουδάκια με αγάλματα του Odin και longhouses στην παγωμένη Νορβηγία, τεράστια πολύχρωμα πεδία στην Αγγλία, βαλτοί, ορεινά απότομα βουνά, ιστορικά μνημεία όπως το Στόουνχετζ, απομεινάρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι απαρχές του σκοτεινού και γεμάτου υγρασία Λονδίνου…τα περιβάλλοντα και ο κόσμος που έχει δημιουργήσει η ομάδα είναι μαγευτικά. Σε όλα αυτά συνεισφέρει και η πραγματικά γιγαντιαία κλίμακα του παιχνιδιού, το οποίο περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη την Αγγλία, μέρος της Νορβηγίας και μερικές ακόμη περιοχές που δε θέλω να αναφέρω, μιας και τα θεωρώ spoilers. Σε πιάνει δέος μόλις συνειδητοποιείς το πραγματικό μέγεθος του κόσμου που εξερευνάς. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, θα αφήσω τις φωτογραφίες που τράβηξα καθώς έπαιζα και οι οποίες συνοδεύουν το κείμενο, να μιλήσουν από μόνες τους.

Στα του gameplay τώρα, δηλώνω σε γενικές γραμμές ικανοποιημένος. Αρχικά μου αρέσει πολύ που επέστρεψαν λατρεμένα χαρακτηριστικά από το παρελθόν της σειράς, τα οποία την είχαν κάνει να ξεχωρίσει. Το hidden blade σε συνοδεύει σχεδόν από την πρώτη στιγμή, το κοινωνικό stealth που σου επιτρέπει να κρύβεσαι δίπλα σε κόσμο, το παραδοσιακό Eagle Vision και πολλά ακόμη έχουν επιστρέψει. Ομοίως, δε θα μπορούσα να είμαι πιο σύμφωνος που άλλες πτυχές της Origins/Odyssey φόρμουλας πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.

Αναφέρομαι στο σύστημα του random loot που έκανε φτερά. Αντιθέτως, πλέον υπάρχουν συγκεκριμένα armor sets και όπλα που μπορείς είτε να αγοράσεις είτε να ανακαλύψεις από συγκεκριμένα σημεία, εξερευνώντας. Αυτός ο πανικός από χρώματα και εικονίδια έχει εξαφανιστεί και η εξερεύνηση κερδίζει ξεκάθαρα από αυτή την επιλογή. Πλέον έχεις μια παραπάνω αφορμή να κυνηγήσεις τα chests, γιατί ξέρεις ότι θα βρεις κάτι ουσιαστικό συνήθως και όχι ένα απλά random κομμάτι εξοπλισμού. Το βάρος έχει δοθεί στις αναβαθμίσεις αυτή τη φορά. Ταξιδεύοντας πίσω στο χωριό σου και με τη βοήθεια του τοπικού Blacksmith αναβαθμίζεις τα όπλα σου και την πανοπλία σου και νιώθεις μια ευχάριστη αίσθηση εξέλιξης και προόδου.

Περνώντας στις μάχες, για άλλη μια φορά έχεις τη δυνατότητα να προσεγγίσεις με stealth ή να ορμήξεις σαν Βίκινγκ για κατά μέτωπο επίθεση. Μου άρεσε που το stealth έχει γίνει πιο γειωμένο. Πλέον δε μαρκάρεις με τον αετό, αλλά έχεις άλλα skills στη διάθεσή σου, τα οποία δίνουν περισσότερη έμφαση στον παίκτη. Το combat αυτό καθ΄αυτό αρχικά μου έδωσε μια πιο arcade αίσθηση και μου έμοιαζε κάπως ελαφρύ, αλλά σύντομα αντιλήφθηκα πως είναι για καλό. Οι μάχες κυλούν ομαλά και πιο γρήγορα, οι επιθέσεις σου νιώθεις πως έχουν αντίκτυπο αφού οι εχθροί-σφουγγάρια -σήμα κατατεθέν της Ubisoft- λάμπουν δια της απουσίας τους. Επιπλέον, οι ασπίδες σπάνε με λίγα χτυπήματα, οπότε και αυτή η κουραστική πτυχή των προηγούμενων δύο τίτλων επίσης έχει διορθωθεί.

Προφανώς και έχουμε να κάνουμε με εξέλιξη της συνταγής και όχι με κάποια ολική μεταμόρφωση, αλλά σχεδόν όλες οι αλλαγές που έχουν γίνει θεωρώ πως κλείνουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Η πιο ολόσωστη απόφαση όλων είναι η αφαίρεση των side quests. Η μεγάλη σε διάρκεια κεντρική ιστορία με έστειλε σε κάθε άκρη του χάρη, αλλά δεν ένιωσα πως αυτός είναι άδειος παρά την αφαίρεση των side quests. Πλέον συναντάς σε διάφορα σημεία world events, τα οποία είναι σημειωμένα με μπλε κουκίδες στην πυξίδα στο πάνω μέρος της οθόνης. Αυτά είναι μικροί περιβαλλοντικοί γρίφοι, mini games ή mini αποστολές που ολοκληρώνονται σε δύο-τρία λεπτά και χωρίς να ταξιδέψεις ή να κουραστείς πολύ. Τέρμα, λοιπόν, τα φέρε δέκα λουλουδάκια από την άλλη άκρη του χάρτη. Οι μικρές αυτές ανάπαυλες πολλές φορές είναι όντως fetch quests, αλλά το γεγονός πως ολοκληρώνονται γρήγορα και δε κουράζουν είναι προς τιμήν τους. Άλλες φορές είναι ξεκαρδιστικές ή ευχάριστες διακοπές, οπότε πάντα έκανα όποια έβρισκα, αφού ανταμείβεσαι και πλουσιοπάροχα με XP. Πολύ σωστή αλλαγή, αφού στα προηγούμενα παιχνίδια τα side quests είχαν καταντήσει βάσανο.

Ομοίως και το βάσανο των βάσεων έχει διορθωθεί πολύ. Υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ποικιλία σε αποστολές και objectives, πιο ευφάνταστος σχεδιασμός και κάποια μοναδικά set-pieces, μεγαλύτερη ποικιλία σε εχθρούς και σε συνδυασμό με το περιβάλλον που διαφέρει αρκετά οπτικά από περιοχή σε περιοχή, σχεδόν ποτέ δε θα νιώσεις πως κάνει τα ίδια και τα ίδια. Προφανώς και υπάρχει λίγη επανάληψη, αλλά όχι σε ενοχλητικό βαθμό για τα δικά μου πάντα γούστα.

Μου άρεσε πολύ και η αναβάθμιση της βάσης μου, αφού μετά από κάθε υπο-ιστορία που τελειώνεις σε μια περιοχή, επιστρέφεις εκεί. Η νέα προσθήκη των Raids, στα οποία με το πλήρωμα του longship σας θα κάνετε επιδρομή σε διάφορα χωριά ή εκκλησίες για να τα λεηλατήσετε, με άφησε με ανάμεικτα συναισθήματα, αφού γίνεται αρκετά επαναλαμβανόμενη παρά το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της. Συνολικά, η φόρμουλα έχει τελειοποιηθεί σχεδόν πλέον, αν και υπάρχουν ψεγάδια. Καμιά φορά ο ορίζοντας παραείναι γεμάτος με πράγματα να κάνεις, υπάρχουν δηλαδή ψήγματα της ‘Ubisoftοποίησης’, αλλά η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη από άλλα παιχνίδι της γαλλικής εταιρίας. Εν τέλει, το παιχνίδι μου έδωσε την αίσθηση πως βγαίνει πιο οργανικά και αβίαστα. Όπως ανέφερα, ήδη έχω γράψει 73 ώρες και ακόμη θέλω να κάνω αρκετά, οπότε από άποψη περιεχομένου, σίγουρα βγάζετε την καραντίνα!

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ένας από τους λόγος που λάτρεψα τόσο την εξερεύνηση σε αυτό το Assassin’s Creed είναι και η μουσική. Ο πατέρας του Ezio’s Family και του Venice Rooftops έχει επιστρέψει. Ο λόγος γίνεται για τον Jesper Kyd, ο οποίος είχε στον πλευρό του τον Einar Selvik από την τηλεοπτική σειρά “Vikings” και την Sarah Schachner του Origins. Η μουσική είναι ένα από τα δυνατά σημεία του Valhalla και δε ντρέπεται καθόλου να στο υπενθυμίζει. Το παιχνίδι πολλές φορές συνοδεύει την είσοδο σε μια νέα περιοχή ή τη μοναχική εξερεύνηση με μουσική. Ομοίως πίσω από τις μάχες και τα Raids υπάρχει ένα εθιστικό μουσικό χαλί με έντονα τύμπανα που ανεβάζουν την αδρεναλίνη. Λείπει το μουσικό θέμα που θα κολλήσεις και θα σιγοτραγουδάς για μήνες, αλλά σίγουρα η δράση και τα γεγονότα στην οθόνη συνοδεύονται πολύ τεράστια. Η μουσική εξυψώνει το όλο σύνολο, ξεκάθαρα.

Σε αυτό το σημείο θα μπορούσα να γράψω ένα σεντόνι για τον τεχνικό τομέα του παιχνιδιού, αλλά δε νομίζω πως έχει νόημα. Συνοπτικά, θα σας πρότεινα να κάντε υπομονή για να βγουν μερικά updates, πριν πάρετε την απόφαση για να αφιερώσετε σχεδόν τριψήφιο αριθμό ωρών στον τίτλο. Προσωπικά είχα τη δυνατότητα να παίξω την έκδοση του Xbox Series X, η οποία δείχνει και τρέχει φανταστικά…περίπου. Τα 60FPS είναι πραγματικά ευλογία και μεταμορφώνουν το gameplay και την όλη αίσθηση. Είναι η πρώτη φορά που κάποιο παιχνίδι της σειράς τρέχει στα 60FPS στις κονσόλες και δε μπορούσα να είμαι πιο χαρούμενος. Ψέματα, θα μπορούσα να είμαι, αν δεν υπήρχε το πολύ έντονο tearing στις μεγάλες πόλεις και σε πολλά cutscenes/διαλόγους. Η απόδοση δεν είναι και η ομαλότερη και ελπίζω αυτό να διορθωθεί.

Οπτικά το παιχνίδι είναι και πανέμορφο…με σκαμπανεβάσματα. Υπάρχουν σημεία που μένεις με το σαγόνι στα χέρια, με απέραντο drawing distance, γεμάτες πόλεις, πλούσια βλάστηση, χιόνια που αλλάζουν δυναμικά και πολύ ρεαλιστικά νερά. Από την άλλη, οι cross-gen ρίζες του είναι ολοφάνερες, με τα μοντέλα πολλών χαρακτήρων και το σύστημα φωτισμού στα σκοτεινά σημεία να απογοητεύουν. Ειδικότερα το κομμάτι των animations μοιάζει απαρχαιωμένο πλέον και θέλει άμεσα ανανέωση. Μπορώ να διακρίνω animations από το Assassin’s Creed 3 όταν σκαρφαλώνεις κάποιο δέντρο και το παιχνίδι κυκλοφόρησε οκτώ χρόνια πριν! Περιμένω περισσότερα από τον επόμενο αμιγώς next-gen τίτλο της σειράς.

Το σημαντικότερο, όμως, που αφορά μάλιστα όλες τις πλατφόρμες, είναι τα bugs. Το παιχνίδι έχει περισσότερα θέματα απ’ όσα θα ήθελα. Από την AI που σκαλώνει πάμπολλες φορές σε εμπόδια, chests που δεν ανοίγουν στα Raids, κολλημένα animations, μέχρι και ενοχλητικά crashes. Δυστυχώς, υπάρχουν θέματα και μάλιστα συνάντησα ασυνήθιστα πολλά όσον αφορά τη μίξη του ήχου που με απογοήτευσε. Αρχικά, η ποιότητα του ήχου συνολικά φαίνεται ασυνήθιστα χαμηλή, λες και όλα έχουν συμπιεστεί σε πολύ μικρό bitrate κατά κάποιον τρόπο. Δοκίμασα ακουστικά, ακριβή ηχόμπαρα, τα ηχεία της τηλεόρασης…τζίφος. Σα να μην έφτανε αυτό, πολλές φορές τα ηχητικά εφέ δεν παίζουν, η μουσική κολλάει και επαναλαμβάνεται συνέχεια μέχρι και πάνω από διαλόγους, ο ένας χαρακτήρας μιλά πάνω από τον άλλο…η λίστα μπορεί να μεγαλώσει πολύ, αλλά νομίζω πως πιάσατε το νόημα.

Κατανοώ, ωστόσο, πως η ανάπτυξη λογισμικού στην εποχή της πανδημίας δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο, οπότε δίνω κάποια ελαφρυντικά. Σίγουρα η κατάσταση θα διορθωθεί, μιας και η Ubisoft σχεδιάζει post-launch υποστήριξη για αρκετούς ακόμη μήνες.

Πηγή