Assassin’s Creed Valhalla: Wrath of the Druids Review – Τι θα πάρετε; Το γνωστό!

0
54

Επιστροφή στο Valhalla για το πρώτο του μεγάλο expansion

Ομολογώ πως έψαχνα καιρό μία ευκαιρία για να επιστρέψω στον κόσμο του Assassin’s Creed Valhalla. Λίγο κάποια quests που δεν είχα ολοκληρώσει, λίγο η περιέργεια να δω τις αλλαγές των πρόσφατων patches, φλέρταρα καιρό με την ιδέα. Το Wrath of the Druids, λοιπόν, αποτέλεσε ιδανική ευκαιρία. Πρόκειται για το πρώτο μεγάλο πακέτο επέκτασης που κυκλοφορεί η Ubisoft για τον open world τίτλο της, το οποίο κοστίζει €24,99, ενώ περιλαμβάνεται φυσικά και στις ειδικές εκδόσεις του παιχνιδιού, καθώς και ως μέρος του Season Pass.

Ο όρος ‘επιστροφή’ ωστόσο δεν είναι και απόλυτα εύστοχος, αφού το εν λόγω πακέτο επέκτασης δε διαδραματίζεται στον ίδιο χάρτη με το κεντρικό παιχνίδι. Αντιθέτως, η περιπέτεια του ή της Eivor (ανάλογα με την επιλογή του καθενός) επεκτείνεται αυτήν τη φορά στην Ιρλανδία. Το πρώτο παράπονό μου βέβαια είναι πως η μετάβαση αυτή γίνεται κάπως απότομα και χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη σύνδεση με την κεντρική πλοκή του παιχνιδιού. Συγκεκριμένα, μία έμπορος καταφθάνει στο Ravensthorpe, ενημερώνοντάς μας πως ο βασιλιάς του Δουβλίνου έχει ένα μήνυμα για μας. Αφού συνειδητοποιήσουμε πως συσχετιζόμαστε άμεσα μαζί του, ξεκινάμε για την Ιρλανδία.

Από τους νέους χαρακτήρες που μου σύστησε το expansion προσωπικά ξεχώρισα μόνο την Ciara, γύρω από την οποία υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις, ενώ μου άρεσε και η εξέλιξή της ως χαρακτήρα. Συνολικά, η ιστορία που αφηγείται το expansion, αν και έχει τις διακυμάνσεις της, κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα και καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα όταν αρχίσει να αποκτά μια ροή μετά τις πρώτες αποστολές. Δεν είναι όμως κάτι το συνταρακτικό που δεν πρέπει να χάσετε σε καμία περίπτωση ή που θα σας αναστατώσει συναισθηματικά, αποτελώντας απλά μια τίμια παράπλευρη ιστορία.

Τροχοπέδη στην αφήγηση, βέβαια, έρχεται να αποτελέσει η συνηθισμένη πλέον υπερφόρτωση που κάνει Ubisoft στα παιχνίδια της.  Για παράδειγμα, όπως το Order of the Ancients του κεντρικού παιχνιδιού, εδώ υπάρχει το αντίστοιχο κυνήγι των Children of Danu. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση το κυνήγι των στόχων που απαιτεί να βρεις τα απαραίτητα ‘αντικειμενάκια’ από κάθε γωνία του χάρτη της Ιρλανδίας είναι αναγκαστικό και όχι συμπληρωματικό της εμπειρίας. Έρχεται, λοιπόν, ως ένα απότομο φρένο που χαλά τη ροή. Όσον αφορά τις υπόλοιπες πτυχές του gameplay, όπως για παράδειγμα το comβατ, μπορείτε να διαβάσετε το αναλυτικό μου review για το Assassin’s Creed Valhalla, αφού δεν έχουν γίνει ριζοσπαστικές αλλαγές παρά μόνο κάποιες ευπρόσδεκτες προσθήκες.

Πέρα από τα νέα abilities, τα νέα όπλα και τα αντικείμενα που θα περίμενε κανείς από οποιοδήποτε DLC, στις νέες προσθήκες συγκαταλέγονται τα river raids, τα royal demands και τα trade outposts. Αναφορικά με τα πρώτα, αποτελούν επέκταση των raids με περισσότερα… raids. Τι εννοώ; Το raid δεν ολοκληρώνεται απλά μόλις συλλεχθούν τα πολύτιμα μίας περιοχής, αλλά μπορεί να συνεχιστεί ως μια μεγαλύτερη εκστρατεία. Πιο συγκεκριμένα, η δυσκολία κλιμακώνεται έπειτα από κάθε χωριουδάκι ή μοναστήρι που λεηλατείται από εμάς, αφού οι φωτιές που αφήνουμε πίσω μας προειδοποιούν τις γύρω περιοχές. Μαζί με τη δυσκολία κλιμακώνονται και οι ανταμοιβές οπότε δημιουργείται μία ενδιαφέρουσα δυναμική που δίνει μία νέα πνοή στο μηχανισμό των raids, τα οποία ομολογουμένως είχαν αρχίσει να επαναλαμβάνονται προς το τέλος του Assassin’s Creed Valhalla.

Περνώντας δε στα royal demands, πολύ συνοπτικά, πρόκειται για δευτερεύουσες αποστολές που έχουν ειδικούς modifiers, αλλάζοντας κάθε φορά τη ροή του gameplay με συνθήκες όπως είναι το απόλυτο stealth ή η αποφυγή περιττών δολοφονιών πέραν των βασικών στόχων. Η συγκεκριμένη προσθήκη μου άρεσε πολύ, θυμίζοντας μου τα objectives για μεγαλύτερο Synchronization των παλιότερων τίτλων της σειράς.

Τέλος, τα Trade Outposts είναι βάσεις στις οποίες μπορούμε να χτίσουμε. Αρκεί να τις καθαρίσουμε από κάθε εχθρό και να ολοκληρώσουμε ένα (δυστυχώς) τυπικό fetch quest. Με κάθε νέο outpost φτάνουν στο σεντούκι μας στο Δουβλίνο περισσότεροι πόροι, αφού επεκτείνουμε το εμπόριο του Δουβλίνου. Στη συνέχεια οι πόροι αυτοί μπορούν να μεταφραστούν σε ανταμοιβές, όπως αντικείμενα ή χρήματα. Το εκνευριστικό της υπόθεσης είναι ότι για να μη γεμίζει το σεντούκι πρέπει τακτικά να γυρνάμε ξανά στην κεντρική πόλη για να αντιστοιχίζουμε τους πόρους που συλλέχθηκαν στις ανταμοιβές που θέλουμε. Η διαδικασία θα μπορούσε να ήταν πιο user friendly με μια επιλογή μέσα από το μενού ή από τους πολλαπλούς περιστερώνες που υπάρχουν και τα royal demands.

Συνολικά, οι νέες αυτές προσθήκες δεν αλλάζουν ριζικά τη δομή. Έχουμε να κάνουμε με τη φόρμουλα που γνωρίζουμε πάνω κάτω από το Origins. Το Wrath of the Druids δεν είναι κάποιο τεστ νέων ιδεών, αλλά λίγο περισσότερο απ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει να αγαπάμε (ή να μισούμε;) από τα πρόσφατα κεφάλαια της σειράς.

Στα του τεχνικού τομέα, όπως είναι αναμενόμενο, τα πράγματα δε διαφοροποιούνται πολύ σε σχέση με το Assassin’s Creed Valhalla. Είναι η ίδια απολαυστική εμπειρία που έχει τα οπτικά της σκαμπανεβάσματα και πλέον τρέχει ομαλότατα με 60FPS στο Xbox Series X, με την εξαίρεση ενός συχνού bug το οποίο πραγματικά με εξόργισε. Τουλάχιστον έξι φορές -χωρίς να υπερβάλω- το παιχνίδι κατέστρεφε από μόνο του όλα τα βασικά μου αντικείμενα ή τα upgrades αυτόν, αφήνοντας τον παίκτη μου στην οθόνη γυμνό, κυριολεκτικά! Συνήθως αυτό λυνόταν με ένα απλό load του save, αλλά υπήρξε και μια φορά που τα αντικείμενα είχαν καταστραφεί σε όλα τα πρόσφατα saves μου! Αυτό με ανάγκασε να κάνω load σε αρκετά προηγούμενο save κάτι που μου στοίχισε δύο ώρες από τη ζωή μου.

Αντιλαμβάνομαι πως είναι ένα πρόβλημα που ίσως να μη συναντήσετε ποτέ, ωστόσο δε γίνεται να μην το αναφέρω από τη στιγμή που αλλοίωσε τόσο την εμπειρία μου. Μου κάνει εντύπωση, μάλιστα, πως το πρόβλημα αυτό δεν το είχα συναντήσει ποτέ στις 80 ώρες που πέρασα αρχικά στην Αγγλία.

Μιλώντας για ώρες, η κεντρική ιστορία του Wrath of the Druids Expansion μού πήρε περίπου 15 μέχρι να ολοκληρωθεί, ενώ σίγουρα υπάρχει δυνατότητα κάποιος να αφιερώσει τουλάχιστον άλλες 10, αν θέλει να εξαντλήσει το περιεχόμενο της μαγευτικής Ιρλανδίας. Και ναι, είναι πράγματι μαγευτική και εκτίμησα ιδιαίτερα κάποιες πιο ‘σκοτεινές’ πινελιές της. Όσο κλισέ και βαρετό και αν ακούγεται πλέον, η Ubisoft ξέρει να φτιάχνει πανέμορφους κόσμους και για πολλούς αυτό και μόνο αρκεί για να δικαιολογήσει την ενασχόληση με έναν τίτλο. Δε θα αναλωθώ, λοιπόν, σε περιγραφές των τοπίων που συνάντησα στην ψηφιακή Ιρλανδία του Assassin’s Creed Valhalla, αφού πιστεύω πως οι εικόνες που συνοδεύουν το άρθρο μιλούν από μόνες τους.

Πηγή