Biomutant Review – Η ξεχασμένη μεσαία κατηγορία

0
80

Με την γερή δόση νοσταλγίας του Mass Effect Legendary Edition ακόμη στο μυαλό μου, το Biomutant ήρθε να επιβεβαιώσει έναν προβληματισμό που με απασχολεί περιστασιακά. Το gaming έχει αλλάξει. Πλέον στο προσκήνιο βρίσκονται τα free-to-play παιχνίδια, τίτλοι με microtransactions που προσπαθούν να σε κρατήσουν απασχολημένο όσο περισσότερο γίνεται, mobile games και άλλες κατηγορίες που αν τις έλεγες σε κάποιον στα μέσα του 2000 που ξεκινούσε η γενιά των PS3/Xbox 360 μάλλον θα σε περνούσε για τρελό.

Αυτό το κύμα αλλαγής παρέσυρε δυστυχώς και τις AA παραγωγές. Τα παιχνίδια της ξεχασμένης μεσαίας κατηγορίας. Και όχι, το ‘μεσαίας’ δεν παραπέμπει σε κάτι κακής ποιότητας. Αντιθέτως, έχει να κάνει απλά με το budget του εκάστοτε project και όπως είναι φυσικό, το μικρότερο κόστος παραγωγής συνδέεται και με μειωμένο ρίσκο, δίνοντας πολλές φορές στους δημιουργούς παραπάνω περιθώρια ελεύθερου πειραματισμού. Σε αυτά τα μεσαίας κατηγορίας παιχνίδια, λοιπόν, απολαμβάναμε πολλές φορές φρέσκες ιδέες που μετά εκκολάπτονταν και υιοθετούνταν και από τα μεγάλα blockbusters.

Το Biomutant, όπως έχει ξεκαθαρίσει και η ίδια η THQ Nordic που έχει αναλάβει το publishing, ανήκει ακριβώς σε αυτή την ξεχασμένη κατηγορία, αφού δεν είναι AAA και αναπτύσσεται από μια ομάδα μόλις 20 ατόμων στην Expiriment 101. Δυστυχώς παρά τη φιλοδοξία των δημιουργών του, το Biomutant δεν καταφέρνει με επιτυχία όλα όσα μας έκαναν να αγαπάμε αυτά τα παιχνίδια.

Πρόκειται για ένα open-world, post-apocalyptic Kung-Fu fable RPG, όπως το χαρακτηρίζουν οι δημιουργοί του, το οποίο μας μεταφέρει σε έναν κόσμο που έχει καταστραφεί από μια γιγαντιαία εταιρία, η οποία με στόχο το καθαρό κέρδος μόλυνε ανενόχλητη το περιβάλλον, με ολέθριες συνέπειες. Πλέον τριχωτά ανθρωπόμορφα πλάσματα που μοιάζουν με ρακούν ζουν στον πλανήτη, με τις διάφορες φυλές να βρίσκονται σε πόλεμο για την επικράτηση, την ώρα που το δέντρο της ζωής αργοπεθαίνει, αφού τέσσερα μεταλλαγμένα πλάσματα κατασπαράζουν τις ρίζες του.

Αυτός ο πολύχρωμος μεταλλαγμένος κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται το Biomutant είναι μια από τις πτυχές του που μου άρεσαν περισσότερο. Έχει ποικιλία με αρκετά διαφορετικά biomes, όπως δάση, πυκνές ζούγκλες, άγονα βουνά και χιονισμένες πεδιάδες, όμως πέρα από αυτά που είναι πάνω κάτω συνηθισμένα, έχει και περιοχές που απαιτούν ειδικό εξοπλισμό, υψηλά resistances ή γρήγορο timing για να είναι προσβάσιμες. Αυτές οι περιοχές είναι για παράδειγμα ραδιενεργές, υπερβολικά ζεστές ή υπερβολικά παγωμένες, με τις αντίστοιχες εικαστικές πινελιές. Πολύ μου άρεσε επίσης που οι ρίζες του ‘Tree of Life’ έχουν τεράστιο μέγεθος και βρίσκονται πάνω από την επιφάνεια, οριοθετώντας τις βασικές περιοχές του χάρτη, συνιστώντας συγχρόνως σημεία αναφοράς για τον προσανατολισμό.

Επίσης μου άρεσε που ο χάρτης του παιχνιδιού δεν είναι τρομερά μεγάλος, ούτε απίστευτα πνιγμένος με εικονίδια. Υπάρχουν πράγματα να κάνεις σε κάθε γωνιά, τα οποία κυρίως συνδέονται με την αναβάθμιση του χαρακτήρα σου, αλλά το βρήκα ανακουφιστικό που δεν ένιωθα αυτή τη σχεδόν ασφυκτική υπερφόρτωση περιεχομένου που βλέπουμε συνήθως σε open-world παιχνίδια της Ubisoft. Για την ακρίβεια χρειάστηκα περίπου 15 ώρες για να ολοκληρώσω το παιχνίδι, κάνοντας αρκετά side-quests, αλλά εστιάζοντας περισσότερο στην κεντρική ιστορία. Σίγουρα υπάρχει παράπλευρο περιεχόμενο για άλλες τόσες ώρες, ενώ αν κάποιος θέλει να τερματίσει τα στατιστικά του χαρακτήρα του μπορεί να ασχοληθεί και με το New Game Plus που ξεκλειδώνει μετά τον τερματισμό.

Μιλώντας για αναβάθμιση του χαρακτήρα, το looting, το crafting και οι upgrade μηχανισμοί θεωρώ πως είναι λαμπρό σημείο του παιχνιδιού. Υπάρχει ένας πανέξυπνος μηχανισμός που σου επιτρέπει να δημιουργήσεις τα δικά σου όπλα, συνδυάζοντας το loot που βρίσκεις. Για παράδειγμα, μπορείς να βρεις μια τρομερή λαβή με υψηλά στατιστικά και έπειτα να βάλεις τη λεπίδα που θέλεις ή αντιθέτως να το κάνεις σφυρί αν δε σου αρέσει η ‘slash’ κατηγορία όπλων και πάει λέγοντας. Αντίστοιχα υπάρχει ένας μηχανισμός αναβάθμισης όλων των αντικειμένων με add-ons. Μπορείς δηλαδή στο πανωφόρι του χαρακτήρα σου να προσθέσεις επιπλέον μέταλλα για να ανεβάσεις τα στατιστικά. Τα διάφορα δομικά συστατικά αυτών των μηχανισμών δένουν πολύ ωραία μεταξύ τους, δημιουργώντας μια συνεχής και άκρως εθιστική αναβάθμιση του χαρακτήρα σου. Αξίζει εδώ να αναφέρω πως βάθος έχει και το character creator σύστημα.

Βέβαια, το παιχνίδι δυστυχώς δεν τα καταφέρνει τόσο καλά και με όλες τις υπόλοιπες πτυχές του. Συνολικά, το Biomutant δανείζεται στοιχεία από αμέτρητους άλλους τίτλους και franchises, από το σύστημα μάχης του που συνδυάζει σπαθιά και πυροβόλα όπλα με combos, θυμίζοντας Devil May Cry, στη δομή του κόσμου (τέσσερα τέρατα στις τέσσερις γωνίες του χάρτη) και το paraglider που θυμίζουν το Zelda Breath of the Wild, στο Quick Reload των Gears of War και στις βάσεις της Ubisoft … μπορώ να μεγαλώνω τη λίστα για πολλή ώρα. Εν τέλει όλα αυτά τα στοιχεία δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα γευστικό κοκτέιλ από επίλεκτα υλικά, αλλά αντιθέτως ένα σύνολο από φιλόδοξες ιδέες που δεν αναπτύχθηκαν επαρκώς.

Για παράδειγμα, ουδέτερος προς αρνητικός είμαι με το combat του παιχνιδιού που στις πρώτες στιγμές μου φάνηκε ως ένα από τα δυνατά σημεία της εμπειρίας. Ενώ οι μηχανισμοί του είναι άρτιοι, η επανάληψη των εχθρών κάνει όλες τις μάχες να είναι σχεδόν ολόιδιες, οι δυνάμεις καταντούν άχρηστες από τη μέση του παιχνιδιού και μετά, ενώ τα διαθέσιμα combos είναι απελπιστικά λίγα, σε σημείο που αμφισβητώ αν το UI του skill tree μου είχε χαλάσει και δε μου έδειχνε όλες τις επιλογές.

Τρομερά απογοητευμένος δηλώνω και από την αφήγηση και τους RPG μηχανισμούς που σχετίζονται με τις αποφάσεις. Το παιχνίδι υπερπροσπαθεί να χαρακτηριστεί ‘παραμύθι’ και παρουσιάζει μια εντελώς ασπρόμαυρη εκδοχή του καλού και του κακού, αφού έχει μέχρι και τις κλισέ καρικατούρες διαβολάκι-αγγελάκι πάνω από τον ώμο που μαλώνουν και πετάγονται διαρκώς. Όλες οι αποφάσεις είναι ολοφάνερα καλές ή ολοφάνερα κακές και τουλάχιστον στη δική μου εμπειρία δε βρήκα πουθενά το μέσο έδαφος.

Μάλιστα, οι διάλογοι κατάντησαν εκνευριστικοί μέχρι το τέλος του παιχνιδιού, γιατί όλοι αναφέρονται στο επικό ταξίδι που βιώνεις, στον ήρωα και στις αποφάσεις μου που θα αλλάξουν τον κόσμο. Όλοι! Δεν υπερβάλω. Βρίσκεις έναν άγνωστο και ξεκινά να σου λέει από το πουθενά για το τη μοίρα σου και τις μεγάλες αποφάσεις που βλέπει πως έχεις πάρει. Ευτυχώς το χιούμορ, αν και παιδικό με αρκετά αστεία τύπου ‘fart-jokes’ (για παράδειγμα όταν βρίσκεις πινακίδα fast travel ο χαρακτήρα σου την οριοθετεί ουρώντας) καταφέρνει να κάνει το κλίμα κάπως πιο υποφερτό.

Παράλληλα, το παιχνίδι δεν έχει voice overs για τους χαρακτήρες και όλα στα μεταφέρει ο εκφωνητής. Όλοι οι χαρακτήρες, λοιπόν, πετούν ακαταλαβίστικα για αρκετή ώρα και μετά ο εκφωνητής σού λέει με το αργό ‘epic voice’ του τι ειπώθηκε μόλις τώρα από τον κάθε χαρακτήρα που έχεις απέναντί σου. Όλο αυτό γίνεται τόσο αργά που καταλήγει να μοιάζει με αγγαρεία η κάθε φορά που βρίσκεις NPC.

Να προσθέσω πως ο εκφωνήτης δε σταματά ωστόσο να μιλά ποτέ. Για παράδειγμα, ενώ ταξίδευα στον ανοιχτό κόσμο συνεχώς άκουγα και ένα ξεκάρφωτο motivation του τύπου «Είσαι ο ήρωας του δικού σου έπους».

Ευτυχώς η συχνότητα που λέει random σχόλια μπορεί να μειωθεί από τις ρυθμίσεις του παιχνιδιού, αφού μάλλον και οι ίδιοι οι developers κατάλαβαν πόσο εκνευριστικός άρχισε να γίνεται μετά από ένα σημείο. Επαναλαμβάνω πως συνολικά το παιχνίδι μου έδωσε την αίσθηση πως υπερπροσπαθεί με τα συναισθήματα σε σημείο που φτάνει να σου ανακοινώνει πως πρέπει να νιώσεις. Μάλιστα, σε αρκετά σημεία αναφέρει πως “ζεις μια ασυνήθιστη ιστορία με ασυνήθιστο τέλος”. Βέβαια, το παιχνίδι δεν είχε και πολύ ιστορία, πέρα από ένα κλισέ, συνηθισμένο τραγικό backstory. Ούτε ανατροπές βρήκα, ούτε ασυνήθιστη πρωτότυπη ιστορία, ούτε ασυνήθιστο τέλος. Το μόνο κράτησα από το σενάριο και την ιστορία είναι το ευπρόσδεκτο οικολογικό μήνυμα, αφού το Biomutant σού θυμίζει σε αρκετά του σημεία πως ο πλανήτης μας είναι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που έχουμε και αξίζει να τον σκεφτόμαστε λίγο παραπάνω.

Το τελευταίο μου βασικό παράπονο έχει να κάνει με την δομή των quests. Πέρα από τα φαντασμαγορικά bosses που σπάνε ευχάριστα τη ρουτίνα, καθώς και τα διαθέσιμα mounts και οχήματα που κάνουν διασκεδαστική την περιήγηση στον κόσμο, η συντριπτική πλειοψηφία των αποστολών είναι απλά πήγαινε φέρε το τάδε αντικείμενο και επαναλαμβάνονται δυστυχώς υπερβολικά.

Όσον αφορά τώρα τον τεχνικό τομέα, δε νομίζω πως πρέπει να είμαι τρομερά αυστηρός, μιας και έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια μόλις 20 ατόμων. Προφανώς το χαμηλό budget της παραγωγής φαίνεται στα γραφικά που σε σημεία εντυπωσιάζουν και σε σημεία θυμίζουν την περασμένη εποχή του PS3 και του Xbox 360. Η έκδοση που είχα τη δυνατότητα να δοκιμάσω ήταν αυτή των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το μεγάλο αγκάθι της υπόθεσης είναι το optimazition, αφού το παιχνίδι έτυχε σε μεγάλες μάχες να τρέχει ομαλότατα με 60FPS, ενώ σε άκυρα σημεία, για παράδειγμα σε ένα μικρό τούνελ, το framerate έπεφτε κάτω από τα 30FPS. Τα έντονα αυτά σκαμπανεβάσματα δε σταμάτησαν καθ’ όλη την εμπειρία μου με το παιχνίδι, κάνοντας την εμπειρία οπτικά και παικτικά κουραστική. Συνολικά, η μεγάλη κλίμακα του κόσμου, τα τριχώματα των χαρακτήρων και η πολύ πυκνή βλάστηση είναι που σώζουν κάπως το οπτικό αποτέλεσμα.

Ηχητικά η δουλειά που έχει γίνει στα εφέ είναι αξιοπρεπής, ενώ μου άρεσαν αρκετά και τα μουσικά κομμάτια που απαρτίζουν το soundtrack του παιχνιδιού, αφού συνήθως δένουν με έναν ήρεμο και χαλαρωτικό τρόπο την εξερεύνηση του ανοιχτού κόσμου. Τα voice-overs ή μάλλον το voice-over αφού πρακτικά ο χαρακτήρας που μιλά είναι ένας, δε με συγκίνησε ιδιαίτερα ούτε σαν ιδέα, ούτε σαν υλοποίηση.

Πηγή