Call of the Sea Review – Μια Lovecraftιανή ιστορία αγάπης

0
62

Γεμάτη ακατανόητους γρίφους και έντονο εκνευρισμό

Το Call of the Sea δεν είναι ένα παιχνίδι τρόμου. Μοιάζει κάπως με αντίστοιχα παιχνίδια τρόμου όπως το πρόσφατο Amnesia Rebirth ή το Conarium τα οποία αντλούν έμπνευση από τα έργα του διάσημου συγγραφέα τρόμου Lovecraft, όμως το συγκεκριμένο παιχνίδι δεν έχει πρόθεση ούτε να τρομάξει ούτε να σε κάνει να πανικοβληθείς. Το βασικό του θέμα είναι η αγάπη. Το που μπορεί να φτάσει κάποιος γι’ αυτή, τι προτίθεται να κάνει, αλλά κι αν έχει το σθένος να τη θυσιάσει για έναν ανώτερο σκοπό. Το Call of the Sea αποτελεί την πρώτη δουλειά του ανεξάρτητου Ισπανικού στούντιο των 12 ανθρώπων Out of the Blue. Πρόκειται για μια story-driven περιπέτεια με αρκετά δύσκολα puzzles που στους παλιούς θα θυμίσει έντονα εποχές Myst και Riven. Το παιχνίδι όπως έχουν αναφέρει και οι δημιουργοί του αντλεί έμπνευση από τα έργα του H.P. Lovecraft, όμως επικεντρώνεται στο  σουρεαλιστικό και «ονειρικό» μέρος τους, παρά εκείνο της παράνοιας. Η πρόθεσή τους είναι κατά κύριο λόγο μια πιο παραμυθένια προσέγγιση που στοχεύει στο συναίσθημα. Τα κατάφερε άραγε;

Η ιστορία του παιχνιδιού τοποθετείται στη δεκαετία του 1930. Οι παίκτες έχοντας στον έλεγχό τους την Norah, σαλπάρουν για ένα μυστήριο νησί στον Νότιο Ειρηνικό με σκοπό να βρουν τα ίχνη του αγνοούμενου συζύγου της Harry, ο οποίος είχε πάει εκεί προκειμένου να βρει θεραπεία για μια αρρώστια που ταλαιπωρεί την ίδια και έχει οδηγήσει σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειάς της στο θάνατο.

Με μοναδικά στοιχεία ένα παράξενο πακέτο που έλαβε, το οποίο μέσα περιείχε ένα τελετουργικό μαχαίρι, μια φωτογραφία του άντρα της, τις συντεταγμένες του νησιού και με οδηγό τα οράματα της ίδιας που μοιάζουν εξαιρετικά με την τοποθεσία που πρόκειται να μεταβεί, θα πρέπει να βρει την άκρη του νήματος γύρω από το μυστήριο, αλλά και να εντοπίσει την χαμένη της αγάπη. Αν σου ακούγεται λίγο μελό, μάλλον ορθός σου ακούγεται γιατί όντος είναι. Στηρίζεται αρκετά στη σχέση αυτή και πραγματικά ένιωσα αρκετές φορές cringe στους μονολόγους της πρωταγωνίστριας που αναφέρονται στον Harry, περνώντας μου την αίσθηση ότι μπήκαν εκεί για να σπάσουν λίγο την μονοτονία των γρίφων και να κάνουν τους παίκτες να μπουν στη ψυχοσύνθεση της Norah. Προσωπικά μου θύμισαν λίγο μονόλογους Ελληνικής ταινίας με πρωταγωνίστρια τη Μάρθας Βούρτση. Κατάλαβες, μια ανυπόφορη κλαψο-κατάσταση να το πω ευγενικά, που ούτε με έκαναν να τη συμπαθήσω αλλά ούτε και να μπω στη ψυχολογία της που υποτίθεται θα με δυσκόλευε να επιλέξω ένα από δυο φινάλε. Αυτό, ωστόσο, που παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον είναι το ίδιο το μυστήριο γύρω από το νησί, τη σχέση της πρωταγωνίστριας με αυτό και φυσικά το τι έχει προηγηθεί με τον Harry και την ομάδα της ανασκαφής.

Κάτι που σιχαίνομαι στα παιχνίδια είναι το να με βάζουν να διαβάζω κείμενα προκειμένου να καταλάβω τι γίνεται στο lore τους. Εννοείται πως κι εδώ υπάρχουν γράμματα και σημειώσεις που πρέπει να διαβάσεις, ειδικά για να λύσεις γρίφους, όμως το περιβάλλον και τα απομεινάρια των ενεργειών που έχει αφήσει η ομάδα ανασκαφής, εξηγεί ικανοποιητικά το τι έχει συμβεί κι αυτό προσωπικά το εκτίμησα, κάνοντάς με να θέλω όντος να ξετυλίξω το κουβάρι του μυστηρίου. Εκτός αυτού όμως, εκεί που γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον το σενάριο, είναι στη σχέση που έχει η Norah με το ίδιο το νησί. Μη φανταστείς ότι στα δίνει όλα στο πιάτο ή ότι δεν υπάρχουν τρύπες και ερωτηματικά. Απλά σου ξεδιπλώνει με ωραίο τρόπο ένα μυστήριο μέσα στο μυστήριο που μαγνητίζει.

To Call of the Sea στον πυρήνα του είναι ένα puzzle παιχνίδι. Η κύρια διαφορά που ξεχωρίζει ένα καλό puzzle game από τα υπόλοιπα, είναι το πόσο καλά σέβεται τον χρόνο σου. Τα πιο επιτυχημένα έχουν ξεκάθαρους μηχανισμούς και σε αφήνουν να σκεφτείς, προσφέροντας την απαιτούμενη πρόκληση χωρίς να σε τρέχουν από δω κι από κει άσκοπα για να βρεις τη λύση. Τα λιγότερο διασκεδαστικά, είναι εκείνα που οι μηχανισμοί τους είναι ασαφείς, παρουσιάζοντας ως μέθοδο πρόκλησης την όσο δυνατόν λιγότερη βοήθεια και σήμανση.

Το παιχνίδι ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Το setting του και όλο το δελεαστικό του μυστήριο, θεωρώ ότι παραπαίει, αφού αντί να σου δίνει στοιχεία και να σε αφήσει να αφοσιωθείς για να λύσεις τον εκάστοτε γρίφο, σου δίνει τόσα λίγα στοιχεία και πολλές φορές άσχετα μεταξύ τους, που περισσότερο σε μπερδεύουν παρά σε οδηγούν σε κάποια πραγματική λύση. Συνεπώς, περισσότερο αρχίζεις να κάνει τυχαία πράγματα μέχρι να βρεις το σωστό, παρά να μπεις στη λογική τους, γιατί; Γιατί πολύ απλά τουλάχιστον στα περισσότερα puzzles που διαθέτει δεν υπάρχει! Αυτό που επίσης με εκνεύρισε ήταν ότι μπορεί να υπήρχε ένα σημαντικό στοιχείo για να καταλάβεις τι στο καλό πρέπει να κάνεις στον γρίφο που σε ταλαιπωρεί τόση ώρα, το οποίο μπορεί να ήταν «σφηνωμένο» πίσω από μια πόρτα που δε φαίνεται ή σε ένα άλλο σημείο αρκετά πιο πίσω, που μπορείς εύκολα να προσπεράσεις χωρίς να το πάρεις χαμπάρι ή να σου πάει το μυαλό ότι έχει κάποια σχέση με τον γρίφο παρακάτω.

Υπάρχουν βέβαια κάποιες αναλαμπές με ορισμένες οπτικές λογικές ακολουθίες, αλλά η έλλειψη σαφήνειας στην πλειονότητα των στοιχείων που ο παίκτης ανακαλύπτει και χαρακτηρίζει ολόκληρο το παιχνίδι, επισκιάζει όλο το υπόλοιπο υποσχόμενο μέρος του. Σου δίνει για παράδειγμα κάποια παράξενα σύμβολα (που οι περισσότεροι εδώ που τα λέμε γρίφοι είναι έτσι στο παιχνίδι), όμως αποτυγχάνει στο να σε βάλει στη λογική του. Αντ’ αυτού, τις περισσότερες φορές σε αφήνει ξεκρέμαστο, χωρίς να έχεις ιδέα τι πρέπει να κάνεις με τα στοιχεία αυτά ή αν όντος έχουν κάποια ουσιαστική σχέση με τη λύση.

Το πόνημα των Ισπανών ακροβατεί στη λεπτή γραμμή μεταξύ ενός story-driven walking simulator και σε ένα αμιγώς puzzle παιχνίδι. Από την πλευρά του πρώτου σκέλους δεν κάνει κάτι παραπάνω ή διαφορετικό από άλλα παιχνίδια του είδους. Ως προς την αφήγηση, υπάρχει ενδιαφέρον και ο τρόπος που ξετυλίγεται η πλοκή από κεφάλαιο σε κεφάλαιο έχει πράγματα να σου πει και να σε κολλήσει μέχρι το φινάλε, επιβραβεύοντας τον παίκτη που θα δώσει σημασία σε κρυμμένες λεπτομέρειες. Τα περιβάλλοντα δίνουν επίσης μια όμορφη και στιλιστικά διαφορετική, πιο παραμυθένια υπόσταση από αντίστοιχα παιχνίδια του είδους, προσφέροντας διαφορετικά κάθε τόσο μέρη και σκηνικά που θέλεις να ανακαλύψεις.

Ωστόσο είναι μεγάλο κρίμα που οι γρίφοι δεν συμβαδίζουν πάντα με τη μορφολογία του ίδιου του περιβάλλοντος. Κάποιοι πράγματι ταιριάζουν με το περιβάλλον και τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί και κάποιοι άλλοι μοιάζουν ότι απλά μπήκαν απλά για να μπουν, χωρίς να βγάζουν νόημα με τα τεκταινόμενα ή το ίδιο το περιβάλλον με το οποίο εμπλέκονται. Το υπερφυσικό ωστόσο στοιχείο αποδίδεται μπορώ να πω αρκετά ικανοποιητικά, κάνοντας σαφείς τις επιρροές του παιχνιδιού.

Μπορεί ουδεμία σχέση να έχει με τον τρόμο, όμως μερικές από τις καλύτερες στιγμές του, είναι όταν γίνονται αντιληπτές τόσο στο περιβάλλον, όσο και στον τρόπο που επιτρέπουν στη Norah να γίνει συναισθηματικά λίγο πιο σύνθετη. Κάτι που μου άρεσε πολύ, είναι όταν το παιχνίδι διακόπτει τη ροή, τοποθετώντας την πρωταγωνίστρια μέσω ενός ονειρικού κόσμου σε μια «απόκοσμη» κατάσταση, ελεύθερο από γρίφους, στον οποίο ο μόνος στόχος είναι να βγει από αυτόν, προσφέροντας έτσι εκτός από ποικιλία, μια πιο εκτενή ματιά στην πραγματική της ψυχοσύνθεση, που η κύρια ιστορία είναι η αλήθεια, αδυνατεί να σου περιγράψει. 

Αυτό που χαρακτηρίζει από την άλλη τα puzzles, είναι η ασυνέπεια. Τα περισσότερα από αυτά, απαιτούν κάποια βήματα ώστε να φτάσεις στην γενικότερη λύση του κύριου προβλήματος, τα οποία συνήθως έχουν να κάνουν με το να δώσεις ενέργεια με κάποιο τρόπο (συνήθως γεννήτριες) σε κάποιες κατασκηνώσεις ή να εντοπίσεις κάποια ιερογλυφικά-διαγράμματα γύρω στο περιβάλλον και να μπεις στη λογική του ώστε να σου αποκαλύψουν κάτι ή να ξεκλειδώσουν την επόμενη περιοχή. Ουσιαστικά αυτό που πρέπει να κάνεις, είναι να ακολουθήσεις τα βήματα της ομάδας που ήταν εκεί πριν από εσένα και να καταλάβεις τι πέρασαν και τι προηγήθηκε. Σαφώς και έχει μια γοητεία όλη αυτή η διαδικασία, ωστόσο με τους ασαφείς γρίφους που σε ωθούν περισσότερο στο να μαντέψεις, απ’ ότι να μπεις στη διαδικασία να τους καταλάβεις, μου δυσκόλεψαν τόσο πολύ τη ζωή σε αυτές τις 6 περίπου ώρες μου διαρκεί, που περισσότερο ένιωσα εκνευρισμένος παρά γοητευμένος.

Υπεύθυνη για τα γραφικά του παιχνιδιού είναι η Unreal Engine 4. Έχουν αυτό το «καρτουνίστικο» στιλ του Firewatch, που το κάνουν ναι μεν όμορφο, αλλά σε καμιά περίπτωση εντυπωσιακό. Η έκδοση στο Xbox Series X που έπαιξα προσφέρει κρυστάλλινη 4Κ ποιότητα στην ανάλυση και απροβλημάτιστο frame rate, ωστόσο δεν είναι αναμενόμενα ένα παιχνίδι που θα αναδείξει τα «καλούδια» της νέας γενιάς.

Επίσης, η έλλειψη HDR αλλά και η μη υποστήριξη του παιχνιδιού από την Auto HDR δυνατότητα της κονσόλας, θεωρώ πως είναι μια χαμένη ευκαιρία καθώς θα πρόσφερε αρκετά στο ιδιαίτερο στιλ του. Ο ηχητικός του τομέας δεν προσφέρει κάτι τι αξιομνημόνευτο, ωστόσο κάνει καλά τη δουλειά του εκεί που πρέπει. Εκείνη πάντως σίγουρα που κάνει καλά τη δουλειά της είναι η Cissy Jones η οποία προσφέρει τη φωνή της στην Norah και έχει ενσαρκώσει στο παρελθόν την Delilah του Firewatch. Εμπλουτίζει υπέροχα με συναίσθημα την κάθε στιγμή, ωστόσο η γραφή με τους μελό μονόλογους, κλέβει δυστυχώς αρκετά από το τελικό αποτύπωμα που αφήνει στον παίκτη. Τεχνικά δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα παίζοντας.

Πηγή