72 χρόνια πέρασαν από την ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945 από τους Αμερικανούς , με την Ιστορία να καταγράφει ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα του 20ου αιώνα , ενώ η εν λόγω επίθεση αναφέρεται συχνά ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας .
Σύμφωνα με τους Αμερικανούς , η χρήση αυτού του όπλου θεωρήθηκε απαραίτητη από τις ΗΠΑ για την αποφυγή μεγάλης στρατιωτικής απόβασης με πολλούς νεκρούς καθώς και ο μόνος ικανός δρόμος να πεισθεί ο αντίπαλος σε άνευ όρων παράδοση.
Ωστόσο , αξιοσημείωτη είναι η άποψη , ότι δεν επρόκειτο για ένα όπλο, που, όπως υποκριτικά ισχυρίζονταν οι Αμερικανοί, αποσκοπούσε να επιταχύνει το τέλος του παγκόσμιου πολέμου, αλλά για ένα όπλο που στόχευε στη μεταπολεμική εποχή, γεγονός που το επιβεβαιώνει και ο Τσόρτσιλ ο οποίος γράφει στα απομνημονεύματά του : «Θα ήταν λάθος να πιστέψωμε ότι η τύχη της Ιαπωνίας ερυθμίσθη από την ατομική βόμβα. Η ήττα της ήταν βεβαία πριν ριφθή η πρώτη βόμβα».
72 χρόνια μετά , όταν το “Ένολα Γκαίυ” , το αμερικανικό αεροπλάνο τύπου Β29 της Αεροπορίας Στρατού , το όνομα του οποίου ανήκει στην μητέρα του κυβερνήτη του Πολ Τίμπετς και δόθηκε από τον ίδιον , έριχνε στις 6 Αυγούστου 1945 πάνω από την Χιροσίμα , την βόμβα τύπου ουρανίου 235, η οποία είχε λάβει το προσωνύμιο “Little Boy” (αγοράκι).
Η ρίψη – ο Όλεθρος
Ήταν πρωί της 6ης Αυγούστου του 1945 όταν απογειωνόταν το «Enola Gay» από τη νήσο Tinian, στον Ειρηνικό Ωκεανό, με σκοπό να βομβαρδίσει την ιαπωνική πόλη της Χιροσίμα – και έτσι να προκαλέσει το παγκόσμιο δέος για τη δύναμη των ΗΠΑ. Στις 8.15 τοπική ώρα, η πρώτη ατομική βόμβα που χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πόλεμο έπληξε την πόλη των 300.000 ανθρώπων, σπέρνοντας τον όλεθρο.
Ο βομβαρδισμός της Χιροσίμα από τις ΗΠΑ ήταν η πρώτη πολεμική πυρηνική επίθεση της Ιστορίας .
«Θεέ μου! Τι κάναμε;».
Τα αποτελέσματα της έκρηξης δεν ήταν γνωστά εκ των προτέρων, μιας και τέτοιου τύπου βόμβα δεν είχε δοκιμαστεί, όπως η βόμβα πλουτωνίου, που ακολούθησε.
«Ένα εκτυφλωτικό φως γέμισε το αεροσκάφος. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε τη Χιροσίμα. Η πόλη ήταν σκεπασμένη από ένα τρομερό σύννεφο… που ανέβαινε σαν μανιτάρι. Κανείς δεν μιλούσε. Αίφνης, όλοι άρχισαν να φωνάζουν. Κοιτάξτε, κοιτάξτε, κοιτάξτε!». Ο συγκυβερνήτης του Enola Gay Λιούις έγραψε στο ημερολόγιό του: «Θεέ μου! Τι κάναμε;».
Όσοι βρίσκονταν κοντά στο σημείο της έκρηξης πέθαναν αμέσως ενώ τα πτώματα τους μετατράπηκαν σε κάρβουνα. Σχεδόν όλα τα κτίρια σε ακτίνα 1 μιλίου από το σημείο μηδέν της έκρηξης ισοπεδώθηκαν ενώ όλα τα εύφλεκτα υλικά, όπως το χαρτί, άρπαξαν φωτιά σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων. Οι επιζήσαντες περιγράφουν ένα κυριολεκτικά εκτυφλωτικό φως και ένα ξαφνικό και σαρωτικό κύμα θερμότητας.
Οι πολλαπλές μικρές πυρκαγιές που ξεπήδησαν στην πόλη, σύντομα ενώθηκαν σε ένα τεράστιο πύρινο μέτωπο, προκαλώντας δυνατά ρεύματα αέρα προς το κέντρο της φωτιάς. Η πυρκαγιά κάλυψε 4,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα της πόλης, σκοτώνοντας όσους δεν πέθαναν από την έκρηξη.
Περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι βρήκαν ακαριαίο θάνατο. Η πυρηνική ακτινοβολία ωστόσο προκάλεσε το θάνατο άλλων 100.000-200.000 ανθρώπων, από εκείνη τη μέρα και για δεκαετίες αργότερα.
Πολύ περισσότεροι πέθαναν αργότερα ή έπαθαν σημαντικές βλάβες στην υγεία τους λόγω της ραδιενέργειας. Από την πόλη διασώθηκε μόνον ο θόλος (από μπετόν) και ο σκελετός του κτιρίου που τον στήριζε. Πριν την έκρηξη αυτό ήταν το κτίριο που στέγαζε την “Εμπορική Έκθεση της Περιφέρειας της Χιροσίμα”. Ο θόλος υπάρχει και σήμερα, όπως ακριβώς απέμεινε μετά την έκρηξη, και έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.
Ο Ρεμόν Καρτιέ δίνει την εικόνα της φρίκης: «Η πόλη άρχιζε την εργάσιμη ημέρα της. Σύμφωνα με τον κανόνα, δεν είχε δοθεί το σύνθημα του συναγερμού για αεροπλάνα μεμονωμένα που πετούν από πάνω της. Μια τρομακτική αστραπή την κατάπιε, αφήνοντας πίσω της μια κολοσσιαία πυρκαγιά, που άναψε και διαδόθηκε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο. Τα τροχιοδρομικά οχήματα έμειναν γεμάτα με τους απανθρακωμένους επιβάτες, τους στριμωγμένους στα καθίσματα ή στοιβαγμένους όρθιους στους εξώστες. Ένας άνεμος ταχύτητος 1.200 χλμ. την ώρα σηκώθηκε και γκρέμισε τους τοίχους σε μια ακτίνα 1.500 μ., θρυμματίζοντας τα τζάμια των παραθύρων ακόμα και σε απόσταση 12 χλμ. από το σημείο Μηδέν. Ένας πύρινος κυκλώνας, όμοιος με αυτούς που άναψαν οι εκατοντάδες βομβαρδιστικών στη Δρέσδη, στο Αμβούργο ή στο Τόκιο, στροβιλιζόταν επί έξι ώρες. Έπειτα διαπιστώθηκαν στους επιζώντες παράξενα φαινόμενα: Εμετοί, διάρροιες εξαιρετικής εντάσεως, πλήθος μικρών αιμορραγιών στο στόμα και στο λαιμό. Πολλά από τα θύματα που παρουσίασαν τέτοια συμπτώματα ψυχορραγούν.
Ο απολογισμός που θα καταρτισθεί αργότερα θα εμφανίσει 78.150 νεκρούς, 9.284 βαριά τραυματισμένους και 13.938 εξαφανισθέντες. Δεν υπολογίζονται μέσα σ’ αυτούς οι στρατιωτικοί, 40.000 περίπου, από τους οποίους οι μισοί υπήρξαν θύματα της εκρήξεως. Το γενικό στρατηγείο της 2ης στρατιάς, ή έδρα της περιφερειακής διοικήσεως της Δύσεως, η στρατιωτική σχολή και το στρατιωτικό νοσοκομείο εκμηδενίσθησαν».
Η βόμβα στο Ναγκασάκι
Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1945, οι Αμερικανικές δυνάμεις έριξαν τη δεύτερη (και τελευταία μέχρι σήμερα πυρηνική βόμβα εναντίον ανθρώπων) στο Ναγκασάκι. Εδώ η βόμβα ήταν άλλου τύπου και χρησιμοποιούσε ως γόμωση το πλουτώνιο. Αυτή είχε λάβει το προσωνύμιο “Fat Man” (χοντρός) στο εργαστήριο κατασκευής της.
Αρχικός στόχος ήταν η ιαπωνική πόλη Κοκούρα (Kokura), επειδή όμως το νησί Κιουσού, στο οποίο βρίσκεται, ήταν καλυμμένο από πυκνή ομίχλη, ο επικεφαλής της αποστολής ταγματάρχης Σουέινι, ακολουθώντας το σχέδιο, υποχρεώθηκε να στραφεί στον “αναπληρωματικό” στόχο, την πόλη του Ναγκασάκι.
Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία “αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές”.
Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του Υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του Υπουργού Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο στο θέατρο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου.
Υπάρχουν απόψεις όμως , όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.
«Εχρησιμοποιήσαμεν την ατομικήν βόμβαν εναντίον εκείνων, οι οποίοι μας επετέθησαν προδοτικώς στο Περλ Χάρμπορ, οι οποίοι εβασάνισαν τους Αμερικανούς αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι παρεβίασαν όλους τους νόμους του διεθνούς δικαίου… Εχρησιμοποιήσαμεν την ατομικήν βόμβαν διά να συντομεύσωμεν τον πόλεμον… Θα τη χρησιμοιήσωμεν και πάλιν. Μόνο η συνθηκολόγησις της Ιαπωνίας θα μας σταματήση. Τους ώμους μας βαραίνει τεραστία ευθύνη. Ευχαριστούμεν τον θεόν, διότι είμεθα εμείς, και όχι ο εχθρός, που τη φέρομεν. Και παρακαλούμεν τον θεόν, να μας φωτίση εις τη χρήσιν του οργάνου αυτού συμφώνως προς τας βουλήσεις του» , είναι τα λόγια του Αμερικανού προέδρου Χάρυ Τρούμαν στις 10 Αυγούστου του 1945, στις 2 το πρωί , από το ραδιόφωνο .
Ο αρχικός αριθμός των θυμάτων που πέθαναν ακαριαία από τη ρίψη των βομβών υπολογίζεται σε περίπου 70.000 στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι. Όμως οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας τους επόμενους τέσσερις μήνες αύξησαν τον αριθμό των νεκρών σε 90.000-166.000 στη Χιροσίμα και 80.000 στο Ναγκασάκι. Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τα 200.000 θύματα.
Οι δυο βόμβες είχαν κατασκευαστεί στα πλαίσια του Σχεδίου Μανχάταν, του αμερικανικού προγράμματος για την κατασκευή ατομικής βόμβας. Το πρόγραμμα ήταν σε λειτουργία, όταν έπεσαν οι βόμβες, και είχε και άλλες σχεδόν έτοιμες, στα τελευταία στάδια συναρμολόγησης. Υπήρξε η πρόταση από Αμερικανούς επιτελείς να εκτελεστούν κι άλλοι ατομικοί βομβαρδισμοί της Ιαπωνίας, είναι άγνωστο όμως αν κάτι τέτοιο τελικά θα συνέβαινε, καθώς η Ιαπωνία παραδόθηκε στους συμμάχους στις 15 Αυγούστου 1945, δυο μέρες πριν την ολοκλήρωση της κατασκευής της επόμενης βόμβας.
72 χρόνια μετά η ανθρωπότητα θυμάται και δεν ξεχνά το εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας .
Η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι θα μας υπενθυμίζουν την φονική ισχύ που εμπερικλείουν τα πυρηνικά όπλα και κυρίως τον αγώνα που επιβάλλεται να κάνουν οι Λαοί πιέζοντας τις κυβερνήσεις για την κατάργηση των όπλων μαζικής καταστροφής .