Έχω εκφράσει πολλές φορές στο παρελθόν την αγάπη μου για τα Soulsborne παιχνίδια της FromSoftware, τα οποία και ακολουθώ σχεδόν από την αρχή τους, με το Demon’s Souls στο PlayStation 3. Προσωπικά, το Dark Souls, καθώς και το Bloodborne τα θεωρώ από τα καλύτερα videogames όλων των εποχών και έχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, έχουμε δει πολλά στούντιο να διαβαίνουν το δρόμο που χάραξε η FromSoftware και να θέλουν ένα κομμάτι από την πίτα. Μάλιστα, μέσα στο 2020 είχαμε αρκετές τέτοιες κυκλοφορίες, όπως το The Surge 2, το Nioh 2, το Mortal Shell, το Hellpoint που παρεμπιπτόντως είχα κάνει και review, ενώ μέσα στον Δεκέμβριο κυκλοφόρησε και το Chronos: Before the Ashes από την Gunfire Games και publisher την THQ Nordic. Γι’ αυτό γράφω αυτές τις γραμμές σήμερα. Για να σας μιλήσω για το τελευταίο souls-like παιχνίδι της χρονιάς που υποσχόταν πολλά από τα trailers που έβλεπα. Καταφέρνει, όμως, να σταθεί επάξια στις προσδοκίες των παικτών που θέλουν ένα ποιοτικό παιχνίδι; Και, τελικά, πόσα souls-like παιχνίδια αντέχουμε;
Καταρχάς, αν έχετε VR headset, ίσως να σας θυμίζει κάτι ο τίτλος του παιχνιδιού. Το Chronos (σκέτο) κυκλοφόρησε πριν χρόνια σε VR και πρόκειται για τον πρώτο μεγάλο τίτλο του στούντιο. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, όμως, η ομάδα ανάπτυξης αποφάσισε να κυκλοφορήσει το πόνημά της στις κονσόλες και στο PC, για να το απολαύσει περισσότερες κόσμος, φυσικά με εξτρά περιεχόμενο και ως μια standalone κυκλοφορία. Επίσης, σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, πρόκειται για έναν prequel τίτλο του πολύ επιτυχημένου Remnant: From the Ashes που κατέφθασε πέρυσι.
Η ιστορία του “Before the Ashes” είναι ξεκάθαρη από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς πολλές φανφάρες. Από το πρώτο κιόλας cutscene γνωρίζεις τι πρέπει να κάνεις και δυστυχώς δεν συμβαίνει τίποτα περισσότερο ώστε να σε κρατήσει σε μια αγωνία και να προσθέσει στη συνολική ποιότητα του παιχνιδιού. Βέβαια, από την άλλη καταλαβαίνω ότι μιλάμε στην ουσία για ένα “port” ενός πρωτότυπου VR τίτλου, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια που ασχολήθηκα μαζί του έψαχνα το κάτι παραπάνω. Να μάθω περισσότερα πράγματα για όλη την πλοκή, για την οποία εκτός από μερικά in-game cutscenes μάθαινα ελάχιστα μέσα από σκόρπιους πάπυρους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, ένα μεγάλο κακό έχει βρει τον κόσμο και η μόνη σωτηρία για να σωθεί είμαστε εμείς. Ένας μικρός ήρωας (ή ηρωίδα αν επιλέξετε female χαρακτήρα) είναι ο πρωταγωνιστής και καλείται να σκοτώσει έναν δράκο που έχει φέρει το απόλυτο κακό στην πατρίδα του. Για να το καταφέρει, όμως, πρέπει πρώτα να περάσει από κάποιες διαδικασίες και να φανεί ικανός. Αυτή είναι όλη η ιστορία ουσιαστικά του παιχνιδιού και όπως προ είπα, για να μάθει κανείς περισσότερα για τον κόσμο και το lore, θα πρέπει να διαβάζει συνεχώς κάποιους πάπυρους (και βιβλία) που θα βρει μέσα στο παιχνίδι. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν είναι και το δυνατότερο χαρτί του Chronos και προσωπικά για εμένα έχει από τα πιο αδιάφορα lore που έχω συναντήσει σε souls-like τίτλο. Μέχρι και το Hellpoint που έπαιξα πρόσφατα το βρήκα αρκετά πιο ενδιαφέρον όσον αφορά τον κόσμο και τον σκοπό του παίκτη.
Πριν το πρώτο cutscene καλούμαστε να φτιάξουμε τον παίκτη μας μέσα από ένα αρκετά χλιαρό customization χωρίς πολλά-πολλά, μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε άντρα ή γυναίκα. Κάποιος θα περίμενε από ένα τέτοιο παιχνίδι να μπορεί να διαλέξει class. Ε λοιπόν, ούτε αυτό υπάρχει στο Chronos και είναι κάτι που με χάλασε πολύ. Δεν υπάρχουν classes, δεν υπάρχουν ικανότητες. Το παιχνίδι βασίζεται μόνο σε καθαρό melee damage και όταν έφτιαξα τον παίκτη μου, μπορούσα απλά να διαλέξω είτε να ξεκινήσω με σπαθί είτε με ένα τσεκούρι. Σε αυτό το παιχνίδι είδα και κάτι που δεν είχα ξανά δει σε άλλους souls-like τίτλους και αυτό ήταν τα επίπεδα δυσκολίας. Ναι, καλά διαβάσατε, μπορούσα να επιλέξω σε τι δυσκολία να παίξω.
Υπήρχαν τρία επίπεδα, τα easy, normal, hard και αυτό βέβαια συμβαίνει απ ‘ότι κατάλαβα για να είναι πιο προσβάσιμος σε εκείνους που έπαιζαν σε VR ώστε να μην τα βρουν σκούρα. Εφόσον μιλάμε για ένα port θα ήθελα να μην υπήρχαν αυτές οι επιλογές και να ήταν από την αρχή όσο πιο δύσκολο γινόταν, αλλά εντάξει, μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, το προσπέρασα γρήγορα. Αξίζει όμως να αναφέρω, ότι εγώ έπαιξα στην κανονική δυσκολία και δεν ασχολήθηκα με τα παραπάνω επίπεδα ακόμη.
Ας περάσουμε όμως τώρα στο πιο σημαντικό στοιχείο αυτών των παιχνιδιών κατά την άποψή μου και δεν είναι άλλο από το gameplay. Δυστυχώς και εδώ είναι πολύ μέτρια τα πράγματα. Σε αυτό το παιχνίδι δεν υπάρχουν μαγείες, αφού βασίζεται καθαρά σε χτυπήματα από κοντινές αποστάσεις. Επίσης, ο καθένας θα περίμενε από ένα action-rpg παιχνίδι να βρίσκει συνέχεια loot με πολλά διαφορετικά όπλα, για να αναβαθμίζεται συνεχώς, αλλά και αυτό το στοιχείο είναι άφαντο στο Chronos, αφού τα loot είναι καλά κρυμμένα και υπάρχουν περίπου 4 με 5 συνολικά όπλα, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
Εγώ προσωπικά βρήκα τέσσερα όπλα, ένα spear, ένα axe, το αρχικό sword, και το προσωπικό και αγαπημένο hammer. Τα όπλα ανεβαίνουν level με κάποια shards που πέφτουν από τους εχθρούς, με το κάθε level να ανεβάζει το συνολικό τους damage. Επίσης, ο χαρακτήρας όταν παίρνει level έχει στη διάθεσή του πόντους και μπορεί να ανεβάσει τη ζωή του, τη δύναμή του, την ταχύτητα και το stamina.
Η μόνη μαγεία που υπάρχει στο παιχνίδι είναι κάποιες elemental πέτρες. Παραδείγματος χάρη, η πρώτη είναι η fire elemental που μπορεί να ντύσει το όπλο με φωτιά για fire damage. Επίσης, ένα ωραίο χαρακτηριστικό που βρήκα στο Chronos: Before the Ashes είναι ότι δίπλα από τα level γράφει και την ηλικία του χαρακτήρα, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο. Ο χαρακτήρας μας ξεκινάει νέος και όσο πεθαίνει μεγαλώνει η ηλικία του κατά ένα χρόνο. Όταν συμβαίνει αυτό, κάθε χρόνος που περνάει δηλαδή, γερνάει και από γρήγορος, ευκίνητος και πιο δυνατός, καταλήγει γερασμένος και πιο «σοφός» πάνω στη μαγεία. Δυστυχώς ή μάλλον ευτυχώς, έχασα πολύ λίγες φορές και δεν το είδα να «εξελίσσεται», ούτε πρόσεξα κάτι διαφορετικό.
Το combat αυτό καθ’ αυτό είναι αρκετά χλιαρό, επαναλαμβανόμενο χωρίς καθόλου φαντασία και πρόκληση. Το hitbox είναι από τα χειρότερα που έχω δει σε τέτοιου είδους παιχνίδια χωρίς ακρίβεια στις κινήσεις και ένιωθα συνεχώς ότι πολλά από τα χτυπήματα που έκανα δεν είχαν καμία επίδραση στον εχθρό. Μάλιστα, όλο το παιχνίδι είναι λες και τρέχει σε 90% ταχύτητα και ένιωθα από την αρχή έως το τέλος ότι κάτι γίνεται με το δικό μου σύστημα, όμως όχι, το παιχνίδι στο σύνολό του είναι αργό και μπορώ να καταλάβω το λόγο. Σε όλο αυτό φταίει η VR αισθητική του, ίσως για να είναι πιο προσβάσιμο χωρίς να ζαλίζει τον παίκτη όταν φοράει το VR headset. Γενικά θα ήθελα πολλές αλλαγές σε αυτό το port, τις οποίες δεν είδα καθόλου.
Επίσης, δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος από τις μάχες, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι χωρίς ουσία με τους περισσότερους εχθρούς να «πέφτουν» πάντα μετά από 3-4 hits και όλα αυτά συνοδευόμενα από κάκιστης ποιότητας animations με τον χαρακτήρα να νιώθεις πολλές φορές ότι «πατινάρει». Φυσικά, ο χαρακτήρας μπορεί να αμυνθεί είτε με μία ασπίδα, η οποία κάνει και parry τα χτυπήματα των εχθρών, καθώς και από τα γρήγορα dodge για να αποφύγετε την επόμενη επίθεση. Θα μπορούσα να μιλάω για ώρες για όλα αυτά που με πείραξαν στο gameplay του, αλλά το θεωρώ ανούσιο, να ασχοληθώ, καθώς ο τίτλος στη ραχοκοκαλιά του είναι ένα port χωρίς να έχει δουλευτεί όσο θα ήθελα -και όπως θα έπρεπε- για τις κονσόλες και το PC.
Τέλος, θέλω να αναφερθώ στο τεχνικό και οπτικοακουστικό κομμάτι του παιχνιδιού, που επίσης δεν έμεινα πολύ ευχαριστημένος από τη συνολική ποιότητά του. Ναι, τα γραφικά του στο PC σε Epic Settings και 2Κ ανάλυση ήταν αρκετά όμορφα, όμως το περιβάλλον δεν ήταν καθόλου ζωντανό, ήταν «παγωμένο» χωρίς καθόλου «να κουνιέται φύλλο» που λέει ο λόγος. Φανταστείτε έβρισκα πολλά «βάζα» ή κουτιά, τα οποία χτυπούσα και ήταν σα να βαράω αέρα, λες και δεν υπήρχαν καθόλου physics. Παρόλο που μετά τη μέση είδα αρκετά ωραία set-pieces χαλιόμουν πολύ που έβλεπα ένα πολύ απλό περιβάλλον χωρίς να «κουνιέται» τίποτα γύρω μου (που είσαι ρε Dark Souls;!). Καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού -και όπως μας έχουν συνηθίσει τα Soulsborne παιχνίδια- ακούς μόνο τα χτυπήματα του όπλου, τα βήματα του παίκτη και τις κραυγές των εχθρών.
Υπάρχουν κάποιες ασήμαντες μουσικές που παίζουν κατά τη διάρκεια των bosses, αλλά μέχρι εκεί. Θα έλεγα συνολικά ότι έγιναν πολλά βήματα πίσω στο συνολικό οπτικοακουστικό αποτέλεσμα καθώς μιλάμε για έναν πρωτότυπο VR τίτλο που απλά έγινε ένα port και στις κονσόλες. Από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξεις, έχει τη «στάμπα» του VR. Δυστυχώς, θα ήθελα να είχε γίνει πολύ καλύτερη δουλειά. Δυστυχώς το Chronos: Before the Ashes είναι ένα στην καλύτερη μέτριο παιχνίδι που δεν μπορεί να σταθεί επάξια στο 2020, ειδικά με τόσα soulsborne παιχνίδια εκεί έξω, ήθελε ένα κομμάτι από την πίτα, αλλά το έχασε με την κακή υλοποίησή του.