Από την αρχή της πανδημίας COVID-19 έγινε γρήγορα σαφές ότι ο ιός SARS-CoV-2 μπορεί να προξενήσει βλάβες στο καρδιαγγειακό σύστημα. Από τη θρομβογένεση, τη δυσλειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων, τη φλεγμονώδη ενεργοποίηση, μέχρι και την άμεση προσβολή της καρδιάς.
Όπως επισημαίνει μιλώντας στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής καρδιολογίας Γεώργιος Κοχιαδάκης και μελλοντικός πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, πέρα απ;o όλα αυτά «Θα μπορούσαμε πράγματι να ισχυριστούμε ότι η πανδημία, κυρίως στα 3 πρώτα κύματά της, άσκησε τη δυσμενέστερη επίδρασή της στη συνολική καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα του πληθυσμού στη χώρα μας, κυρίως μέσω τριών καθοριστικών παραγόντων».
Με 3 τρόπους η πανδημία αύξησε νοσηρότητα και θνητότητα στους καρδιοπαθείς
Ο κος Κοχιαδάκης αναφέρει πως η υιοθέτηση συμπεριφοράς αποφυγής επαφής με το σύστημα υγείας από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού -λόγω του φόβου μόλυνσης από τον ιό- είχε ως αποτέλεσμα «την αύξηση της επίπτωσης σοβαρών επιπλοκών του εμφράγματος του μυοκαρδίου λόγω μη έγκαιρης προσέλευσης, ή ακόμη και των αιφνιδίων θανάτων στο σπίτι».
Επίσης η πανδημία συνέβαλε -όπως τονίζει- στην εξάντληση των διαθέσιμων υποδομών του συστήματος υγείας για τη φροντίδα των καρδιαγγειακών νοσημάτων, «τόσο ως προς την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών όσο και στον τομέα της πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης».
Τέλος λόγω των περιοριστικών μέτρων που χρειάστηκε να επιβληθούν για την επιβράδυνση της διασποράς του ιού, «δεν έμεινε ανεπηρέαστο το ίδιο το σύστημα υγείας (παροδική διακοπή λειτουργίας εξωτερικών ιατρείων, αναβολή μη επειγουσών θεραπευτικών παρεμβάσεων, δυσχερής διαχείριση ασθενών με οξέα καρδιαγγειακά νοσήματα που παράλληλα ήταν προσβεβλημένοι από τον ιό).
Με εξαίρεση την επίδραση των πρώτων κυμάτων της πανδημίας COVID-19 στη σοβαρότητα των οξέων καρδιαγγειακών συμβάντων λόγω των δυσχερειών στην έγκαιρη και βέλτιστη αντιμετώπισή τους, «η έκβασή τους είναι σαφές ότι με την πάροδο των ετών είναι ολοένα και καλύτερη. Η κύρια αλλαγή στο προφίλ των ατόμων που νοσηλεύονται με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο σχετίζεται με την αύξηση του προσδοκίμου επιβίωσης και τη σταδιακή γήρανση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουμε προοδευτικά περισσότερους ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας με πολλαπλές συννοσηρότητες», επισημαίνει ο κος Κοχιαδάκης, μιλώντας στον Μιχάλη Κεφαλογιάννη.
Νέα «καρδιακά επεισόδια» σε νεότερους ανθρώπους
Ωστόσο, όπως τονίζει, η πρόοδος των διαγνωστικών τεχνικών τα τελευταία λίγα έτη «έχει φέρει στο προσκήνιο και νέες οντότητες που θα μπορούσαν να ενταχθούν στον όρο «καρδιακό επεισόδιο» και αφορούν συνήθως νεότερους ανθρώπους, οι οποίες προηγουμένως δεν διαγιγνώσκονταν, με τον αυτόματο διαχωρισμό των στεφανιαίων αρτηριών να αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα».
Πάντως ξεκαθαρίζει πως ο κατεξοχήν ευάλωτος πληθυσμός στα οξέα καρδιακά επεισόδια είναι άνθρωποι με πολλαπλούς καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, δηλαδή:
- ηλικία (άνδρες: >55 έτη, γυναίκες: >65 έτη),
- σακχαρώδη διαβήτη,
- υπερχοληστερολαιμία,
- κάπνισμα,
- αρτηριακή υπέρταση,
- παχυσαρκία και
- κληρονομικό ιστορικό πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου ή αιφνιδίου καρδιακού θανάτου σε νέα άτομα.
«Επιπρόσθετα, δεν θα πρέπει να παραληφθεί η επισήμανση των ανθρώπων με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό status ως ομάδα ευάλωτη στα οξέα καρδιαγγειακά επεισόδια», αναφέρει.
Το κάπνισμα παραμένει ψηλά στη λίστα των παραγόντων εμφράγματος
Όπως λέει ο μελλοντικός πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας «δεν επιδέχεται καμίας αμφισβήτησης ότι το κάπνισμα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους -και, ειδικότερα σε άτομα νεότερα των 50 ετών, τον κυριότερο- τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για σοβαρά καρδιαγγειακά επεισόδια».
Όμως εξηγεί ότι για να δούμε τις θετικές επιδράσεις της διακοπής του καπνίσματος – η οποία παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας – θα πρέπει να περάσει καιρός.
Συγκεκριμένα, τονίζεται: «Αν συνεκτιμήσουμε, ότι οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν μόνο το κάπνισμα ως παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου είναι κατεξοχήν οι νεότεροι των 50 ετών και όχι οι μεγαλύτεροι στους οποίους τα επεισόδια είναι πιο συχνά, κατανοούμε πως για παράδειγμα, αν σε ένα έτος μειωνόταν κατά το ήμισυ ο αριθμός των καπνιστών στη χώρα μας, θα ήταν επιστημονικά μη ορθό να περιμένουμε μείωση της ετήσιας επίπτωσης του εμφράγματος του μυοκαρδίου κατά 50%, ακόμα και σε 5 έτη».
Πόσο μεγάλος είναι τελικά ο ρόλος του στρες στα καρδιαγγειακά;
Ο κος Κοχιαδάκης ρωτήθηκε από το ΑΠΕ-ΜΠΕ γιατί οι άνθρωποι παρότι έχουν την πληροφόρηση γύρω από τα καρδιαγγειακά, φαίνεται ότι δεν τροποποιούν τον τρόπο ζωής τους και αδυνατούν να ελέγξουν το οξύ και το χρόνιο στρες.
Σ’ αυτό, ο ίδιος απάντησε: «Θεωρώ, πιθανό να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο η δυσκολία που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι μέσου μορφωτικού επιπέδου στη διάκριση ανάμεσα στην έγκυρη και τη μη έγκυρη πηγή ιατρικής πληροφόρησης, δεδομένου μάλιστα της δυσανάλογα μεγάλης διαθεσιμότητας πληροφορίας σήμερα. Το οξύ στρες πράγματι μπορεί να αποτελέσει εκλυτικό παράγοντα -δηλαδή αφορμή- καρδιαγγειακών επεισοδίων, όμως η -επίσης υπαρκτή- σχέση του χρόνιου στρες με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο είναι ασθενέστερη σε σχέση με ό,τι ισχύει στους καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και ενδέχεται να είναι, σε κάποιο βαθμό, έμμεση. Για παράδειγμα, στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό των ταχύτατων ρυθμών, το εργασιακό ή οικογενειακό στρες μπορεί να αφήνει στον άνθρωπο λιγότερα περιθώρια για οργανωμένη ενασχόληση με την υγεία του και την τροποποίηση παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου όπως το κάπνισμα».
Η επανάσταση στην αντιμετώπιση του εμφράγματος συνεχίζεται
Είναι σαφές ότι η διαθεσιμότητα διαγνωστικών και θεραπευτικών μεθόδων με ολοένα και ευνοϊκότερη σχέση οφέλους – ανεπιθύμητων ενεργειών, αποτελεί εξαιρετικό νέο στον τομέα της καρδιαγγειακής ιατρικής, αναφέρει τέλος ο κος Κοχιαδάκης, τονίζοντας πως «η βέλτιστη και έγκαιρη αντιμετώπιση των οξέων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου συμβάλει στο να ελαχιστοποιούνται οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειές τους».
Και συμπληρώνει: «Ολοένα και περισσότεροι ασθενείς έχουν διατηρημένη καρδιακή λειτουργία μετά το επεισόδιο. Όμως, ένας άνθρωπος που έχει υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου είναι εξαιρετικά σημαντικό να υιοθετήσει το συνιστώμενο τρόπο ζωής -διακοπή καπνίσματος, αυστηρός έλεγχος των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, φυσική δραστηριότητα- και να συμμορφώνεται με τη φαρμακευτική του αγωγή, και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει στο προβλέψιμο μέλλον».
Τέλος, καταλήγει: «Ο όρος “σαν να μην έχει συμβεί τίποτα”, είναι δόκιμος μόνο αν χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει, στην περίπτωση αυτή, τις συνέπειες ενός έγκαιρα αντιμετωπισθέντος καρδιακού επεισοδίου στην καρδιακή λειτουργία».