“The city of dreams. I’d gladly kick the balls off the idiot who thought that one up.”
Εδώ και ώρα έχω αφήσει τον κέρσορα να αναβοσβήνει στο word, ψάχνοντας τρόπο να ξεκινήσω αυτό το κείμενο. Γράφω για παιχνίδια τα τελευταία 14 χρόνια και η παρούσα είναι η πιο περίεργη παρουσίαση που έχω αναλάβει να διεκπεραιώσω. Ξέρετε, μπορεί να έχετε δει εμένα και το μέσο το οποίο εκπροσωπώ να «μεγαλώνει» και να «σοβαρεύει» ως προς το σύνολο, αλλά δεν έχω σταματήσει και -το ξεκαθαρίζω- δε θα σταματήσω να βλέπω τα παιχνίδια πάντα από τη σκοπιά του gamer και όχι του «δημοσιογράφου» ή του «επαγγελματία κριτικού». Gamer είμαι, όπως εσύ που διαβάζεις τώρα τούτες τις γραμμές. Gamer με τα κολλήματά μου, με τα κόμπλεξ μου, με τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές μου, με τα ελαττώματά μου. Έχω αδικήσει, έχω υπερενθουσιαστεί, αλλά να ξέρετε πάντα πως θα διαβάζετε και θα ακούτε έναν gamer και ποτέ έναν δημοσιογράφο.
Cyberpunk 2077, λοιπόν! Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο αναμενόμενα παιχνίδια των τελευταίων χρόνων, με δυσθεώρητα επίπεδα hype και ενθουσιασμού από τους gamers, οι οποίοι μέχρι και απειλές για τις ζωές των developers έστελναν κάθε φορά που ο τίτλος «έτρωγε» κάποια νέα καθυστέρηση. Ξέρετε η CD Project RED δεν είναι ένα τυχαίο στούντιο. Μπορεί να ξεκίνησε από χαμηλά, όντας πολωνική εταιρία, κατάφερε να μεγαλώσει τόσο που «πίνουν νερό» εκατομμύρια gamers -και όχι μόνο- στο όνομά της. Αν μην τι άλλο είναι η ομάδα που μας έδωσε το The Witcher 3: Wild Hunt, ένα από τα καλύτερα βιντεοπαιχνίδια όλων των εποχών, που μεγάλωσε τόσο που μέχρι και δημοφιλέστατη σειρά στο Netflix γνώρισε. Οι μετοχές των πολωνών έχουν ανέβει τόσο τα τελευταία χρόνια που θαρρώ πως ούτε και οι ίδιοι δεν το πίστευαν. Το Cyberpunk 2077 έγινε τόσο μεγάλο που μεταξύ άλλων, στο κεντρικό cast του έχει τον Keanu Reeves, έναν από τους πιο αγαπητούς και δημοφιλείς ηθοποιούς του Χόλυγουντ.
Όλα κυλούσαν ομαλά και με διθυραμβικό τρόπο για τον τίτλο, μέχρι που ξεκίνησαν τα delays. Παρά τα γεμάτα marketing μηνύματα της CD Project RED για το ποιόν του τίτλου -που μεταξύ μας, είναι αναμενόμενο- κάτι φαινόταν ότι δεν πάει καλά εκεί πίσω, ειδικότερα όταν την ακούγαμε να λέει πως «δεν είναι έτοιμο» ή «δεν είμαστε ικανοποιημένοι από το τάδε κομμάτι του παιχνιδιού». Επιπροσθέτως, όποιος παρακολουθεί στενά την ανάπτυξη του παιχνιδιού τα τελευταία 7-8 χρόνια θα -έπρεπε- να είχε συνειδητοποιήσει ότι κάθε φορά που μας το έδειχναν, βλέπαμε σχεδόν διαφορετικό παιχνίδι. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η παραγωγή είχε μεγάλα σκαμπανεβάσματα και πως το παιχνίδι έχει «αλλάξει» πολλές φορές μέχρι να δοθεί στην κυκλοφορία. Αυτό και μόνο, θα έπρεπε να μας κλείσει το μάτι πως κάτι «μυρίζει» εκεί πίσω.
Η «μυρωδιά», ωστόσο, καλυπτόταν από το hype που, τόσο η CD Project RED, όσο και όλοι εμείς, χτίζαμε και χτίζαμε τόσα χρόνια. Όχι άδικα όμως. Μιλάμε για το στούντιο που μας έδωσε το The Witcher 3, για το στούντιο που κατακεραύνωνε τα άχρηστα DLCs, τα εμετικά microtransactions και όλα αυτά τα «σύγχρονα» καρκινώματα του gaming. Αυτό το στούντιο ήταν από τα λίγα που οι gamers αισθανόντουσαν πιο «κοντά» τους, πιο «δικά» τους. Εν τέλει, όλα είναι…μπίζνα και αυτό καλά θα κάνουμε να το εμπεδώσουμε, πριν την ξαναπάθουμε. Παρά τους τίμιους, εργατικούς και γεμάτο όρεξη και μεράκι developers που δούλευαν κάτω από δυσμενείς συνθήκες, όταν τα οικονομικά γιγαντώνονται, κάποιοι χαρτογιακάδες θα είναι πάντα εκεί για να διαλύσουν κάθε ψήγμα ρομαντισμού.
Η CD Project RED, έκανε τεράστια λάθη στη διαχείριση του επικοινωνιακού κομματιού του Cyberpunk 2077. Το χειρότερο απ’ όλα και αυτό που και η ίδια της αναγνώρισε, δηλαδή η απόκρυψη των εκδόσεων των κονσολών. Ό,τι βλέπαμε μέχρι σήμερα -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- αφορούσε στην PC έκδοση. Ακόμη και εμείς, οι reviewers, παραλάβαμε την GOG.com έκδοση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω πως μέσα από μία τόσο μεγάλη παραγωγή, έγινε κάτι τόσο αστεία τραγικό; Με τι θράσος έδωσαν στην κυκλοφορία ένα παιχνίδι που «τρέχει» στα 15 fps στις βασικές κονσόλες (PS4 και Xbox One), με τεράστια προβλήματα σε βαθμό που τα καθιστούν μέχρι και unplayable. Συγνώμη, αλλά στα 34 μου χρόνια, δε μπορώ να πιστέψω αυτό το δράμα που επικρατεί με τα refunds, τις αφαιρέσεις του τίτλου από τα ψηφιακά ράφια των κονσολών και άλλα τέτοια ανέκδοτα.
Δε μπορώ να πιστέψω πως όλα αυτά συμβαίνουν για το πιο hyped και πιο αναμενόμενο παιχνίδι των τελευταίων 5 χρόνων. Δε μπορώ να πιστέψω με τίποτα το πως η CD Project RED, την οποία μέχρι πρότινος είχα σε τεράστια εκτίμηση, κατάφερε να γκρεμίσει ό,τι έχτισε όλα αυτά τα χρόνια, μέσα σε λίγες ώρες. Αν θέλετε την άποψή μου επί του θέματος, το παιχνίδι έπρεπε να είχε πάρει εκ νέου καθυστέρηση, για αρκετούς μήνες ακόμη. Μπορεί η έκδοση των βασικών κονσολών να είναι μία τραγωδία, αλλά καμία έκδοση δεν δείχνει «τελειωμένη» και «πλήρης». Και κάτι ακόμη: Ναι, πιστεύω πως το παιχνίδι τους επόμενους μήνες θα βελτιωθεί πολύ. Θα έρθουν patches και updates που θα το κάνουν καλύτερο σε όλους τους τομείς και φυσικά θα το κάνουν να «τρέχει» καλύτερα σε όλες τις πλατφόρμες. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί τη σχεδόν εγκληματική αντιμετώπιση των προ-παραγγελιών και πως η CD Project RED έχει αμαυρώσει το όνομά της.
Πριν ξεκινήσω να αναλύω τα του παιχνιδιού, θέλω να σημειώσω πως έπαιξα την PC έκδοση, σε ένα πολύ ικανό gaming rig, σε τηλεόραση και ηχοσύστημα υψηλών προδιαγραφών. Ωστόσο, δοκίμασα το παιχνίδι και στις διάφορες εκδόσεις των κονσολών, για τις οποίες γίνεται αναφορά παρακάτω.
Στο Cyberpunk 2077 ο παίκτης παίρνει το ρόλο του/ της V. Στην έναρξη του παιχνιδιού, μετά την πολύ λεπτομερή παραμετροποίηση της εμφάνισης του χαρακτήρα που μέχρι και το μέγεθος του…μορίου του επιτρέπει να «πειράξεις», καλούμαστε να επιλέξουμε ένα από τα τρία lifepaths (Nomad, Street Kid και Corpo). Τα lifepaths, πρακτικά αφορούν το ποια κοινωνική θέση θέλεις να έχει ο χαρακτήρας του στην Night City, την πόλη που διαδραματίζονται τα γεγονότα του τίτλου. Αν και πίστευα πως τα lifepaths χαρίζουν μία εντελώς διαφορετική διαδρομή και τροπή στο παιχνίδι, εν τέλει αυτό που κάνουν είναι να διαφέρουν στην εισαγωγή στον κόσμο και να προσφέρουν μερικές διαφορετικές σειρές διαλόγου. Ήθελα από την CDP να δώσει μεγαλύτερες και πιο γενναίες αλλαγές, ακόμη και σε επίπεδο σεναρίου, μεταξύ των τριών lifepaths, κάτι το οποίο τελικά δεν είδα. Για την ιστορία εγώ ξεκίνησα ως Nomad. Όντας αποκομμένος από την αφρόκρεμα και τους φρενήρεις ρυθμούς της Night City, ο V βρίσκεται εκτός πόλης, φυγαδευμένος και απροστάτευτος. Μέσα σε λίγη ώρα, η πόλη τον τράβηξε και πάλι στα δρώμενά της και πολύ σύντομα τον έχωσε σε μία σκοτεινή υπόθεση, από την οποία δύσκολα θα ξεμπλέξει.
Το ημερολόγιο γράφει 2077 και η κοινωνία είναι πιο διχασμένη από ποτέ. Οι πλούσιοι ελέγχουν τα πάντα και οι φτωχοί απλά επιβιώνουν. Υπάρχει ισχυρή αστυνόμευση και ο κόσμος μοιάζει περισσότερο με δυστοπία παρά με οτιδήποτε άλλο. Τα φώτα, η λάμψη και η ζωντάνια που πηγάζει από την Night City, είναι μόνο μία βιτρίνα. Το έγκλημα κυριαρχεί και η τεχνολογία λειτουργεί πλέον ως «ναρκωτικό» στις ζωές των ανθρώπων. Γενικότερα, το cyberpunk setting του παιχνιδιού είναι εξαιρετικά αποτυπωμένο και κατ’ εμέ, φανταστικά ενδιαφέρον, γι’ αυτό και παρακολουθώ τόσο έντονα την πορεία του τα τελευταία χρόνια. Ο τρόπος, δηλαδή, που οι πολωνοί «ζωγράφισαν» το μέλλον, είναι ιδιαίτερος, παρόλο που υπάρχουν πολλές επιρροές από γίγαντες του είδους όπως το Blade Runner.
Η ιστορία του Cyberpunk 2077 προσωπικά μου άρεσε πολύ. Έχει μία πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή, αρκετά φορτισμένα συναισθηματικά σημεία και γενικά κρατάει την προσοχή του παίκτη μέχρι τα credits. Να σημειώσω πως ασχολήθηκα με το παιχνίδι περίπου 55 ώρες. Το main questline μπορεί να ολοκληρωθεί ακόμη και σε 15 ώρες, κάτι το οποίο με βρίσκει αντίθετο. Θεωρώ πως η βασική ιστορία του παιχνιδιού «σήκωνε» και θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη. Την κατάσταση σώζουν ελαφρώς τα side missions, τα οποία είναι και πολλά και θα έλεγα πως πολλές φορές είναι καλύτερα από τις βασικές αποστολές. Δε μπορώ, όμως, να πω πως, είτε τα main, είτε τα side missions, έχουν κάτι αριστουργηματικό να πουν. Υπάρχει ανακύκλωση των ιδεών, τα περισσότερα δεν πρωτοτυπούν και γενικά είναι πράγματα που πάνω-κάτω τα έχουμε δει σε παιχνίδια της Rockstar, ουκ ολίγες φορές. Με απλά λόγια σε ολόκληρο το Cyberpunk, δεν είδα quest που έστω να πλησιάζει το Bloody Baron quest του The Witcher 3.
Αυτό που παραδέχομαι στην CDP είναι ότι ξέρει να παντρεύει τις βασικές με τις δευτερεύουσες αποστολές και το κάνει με τέτοιο τρόπο που η γραμμή που τις διαχωρίζει είναι θολή. Αυτό σημαίνει ότι για να έχει κάποιος μία ολοκληρωμένη άποψη για την ιστορία, τους χαρακτήρες και το lore του Cyberpunk 2077 θα πρέπει οπωσδήποτε να επενδύσει αρκετό χρόνο στα side missions. Αυτό που θεωρώ πως αδικεί πολύ τη γραφή των δημιουργών είναι πως δεν μπορείς να εκτιμήσεις και να δεθείς με τους χαρακτήρες παίζοντας απλά το main storyline. Με απλά λόγια αν κάποιος παίξει μόνο τις κύριες αποστολές, δε θα δει το ξεδίπλωμα των χαρακτήρων, όπως της Judy επί παραδείγματι και είναι κρίμα. Συνολικά, οι πολωνοί έχουν στα χέρια τους ένα φανταστικό lore, με ενδιαφέροντες χαρακτήρες, εκπληκτικό setting και έτοιμο καμβά για να ζωγραφίζεις για πολλά χρόνια πάνω του, είτε με expansions, είτε με sequels. Απλά νιώθω πως ήθελαν να πουν περισσότερα και δεν πρόλαβαν και αυτό, κατά την άποψή μου, είναι λυπηρό…
Από την πλευρά των ερμηνειών, οι απόψεις μου διίστανται. Αφενός, υπάρχουν μερικές στιγμές που τα voice overs είναι κινηματογραφικού επιπέδου, αφετέρου αρκετές φορές είναι αδύναμα. Πολλά περισσότερα περίμενα και από τον Keanu Reeves. Ο ρόλος του στο παιχνίδι είναι πρωταγωνιστικός, η θέση του στο lore σημαντική, ωστόσο δε δείχνει να ξεχωρίζει ερμηνειακά όπως συνέβη με τον Mads Mikkelsen στο Death Stranding για παράδειγμα. Για να φτάσει, λοιπόν, η πολωνική ομάδα τα επίπεδα The Last of Us: Part 2 ή του Red Dead Redemption 2, υπάρχει ακόμη πολλής δρόμος.
Αυτό που λάτρεψα στο Cyberpunk 2077 είναι η σκηνοθεσία και η όλη ατμόσφαιρά που αποδόθηκε μέσω αυτής. Εκεί ομολογώ πως έχει γίνει φανταστική δουλειά από τους πολωνούς. Παρόλο που τα trailers έδειχναν ένα λίγο «κάφρικο», «φρενήρες» και «τρελό» παιχνίδι, στην πραγματικότητα τα γεγονότα τα διέπει μία σοβαρότητα, με την ατμόσφαιρα να είναι διαρκώς ηλεκτρισμένη με ύφος που μοιάζει πολύ στο Blade Runner και στο Deus Ex.
Στα open-world παιχνίδια, ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι -και πρέπει να είναι- ο κόσμος στον οποίο διαδραματίζονται. Η CD Project RED είχε υποσχεθεί πολλά ως προς το open-world του πράγματος, αλλά στην πραγματικότητα ελάχιστα από αυτά θεωρώ πως υλοποίησε. Καταρχάς, έχουμε την Night City, μία γκρίζα μεγαλούπολη που τα μοναδικά της χρώματα τα παίρνει από τις νέον πινακίδες της. Η πόλη, αυτή καθ’αυτή έχει μεγάλη ποικιλία στη δομή της. Γέφυρες, πλατείες, μεγάλα εμπορικά και πολλά επίπεδα για να εξερευνήσεις. Στο θεαθήναι η πόλη είναι φανταστική. Στο PC (και το σημειώνω αυτό, γιατί στις κονσόλες δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα), υπάρχουν σημεία που πνίγονται από κόσμο και ζωντάνια. Μια βόλτα στα παζάρια της Japantown τη νύχτα, αρκεί για να σας πείσει. «Θόρυβος» οπτικά, φασαρία, πολυκοσμία σε κάνουν να νιώθεις πως αυτή είναι η πιο «ζωντανή» πόλη που έχεις επισκεφτεί ποτέ σε βιντεοπαιχνίδι. Τι σημαίνει, όμως, ζωντανή; Όταν ένας κόσμος σαν και αυτός της Night City απλά κάνει θόρυβο, αλλά δεν μπορείς να αλληλεπιδράσεις μαζί του, πόσο ζωντανός μπορεί να είναι;
Πέρα από τις αποστολές, δεν υπάρχουν άλλες συμπληρωματικές δραστηριότητες να κάνεις ώστε να γεμίσεις τις ώρες σου βολτάροντας στην πόλη. Ακόμη και το The Witcher 3, είχε ένα σκασμό από επιπλέον δραστηριότητες να κάνεις (πχ mini games). Νιώθω σαν κάποιος να έντυσε φανταστικά την πόλη, αλλά ξέχασε να τις δώσει το οξυγόνο. Δείτε το GTA V, παιχνίδι 7ετίας, πόσα «εκατομμύρια» πράγματα έχεις να κάνεις πέραν των αποστολών. Και στην τελική γιατί δεν κράτησε Deus Ex ύφος το παιχνίδι επικοινωνιακά, αλλά απεναντίας μάς πλάσαρε τον πιο ζωντανό και πλούσιο κόσμο που έχουμε δει; Δεν είμαι της άποψης ότι όλα τα παιχνίδια πρέπει να είναι χαώδη όπως το GTA και τα RDR, αλλά όταν αυτοπροσδιορίζεσαι ως «next-gen open-world» τότε να είναι έτοιμα να υποστούν τις συνέπειες.
Και τα προβλήματα με τη δομή του open world δεν τελειώνουν εδώ. Η αστυνόμευση έχει και αυτή τρομερά θέματα. Εξηγούμαι. Κάνεις ένα έγκλημα (πχ σκοτώνεις έναν πολίτη) οπότε αναμενόμενα γίνεται αναφορά του εγκλήματος και έρχεται η αστυνομία να σε συλλάβει. Πέραν του γεγονότος ότι δεν σε συλλαμβάνει ποτέ, μπορείς απλά να τρέξεις μερικά εκατοντάδες μέτρα και να σε χάσει σε δευτερόλεπτα σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Δε θα δεις ποτέ αστυνομικό να κατεβαίνει, για παράδειγμα, από το αυτοκίνητό του να σε κυνηγήσει αν έχεις κάνει έγκλημα, αλλά θα δεις αστυνομικούς να μπλέκονται σε scripted μάχες με κακοποιούς. Πολλές αντιφάσεις και πολλές ακαταλαβίστικες τακτικές από ένα στούντιο που μας χάρισε, επαναλαμβάνω, το The Witcher 3. Η κίνηση των αυτοκινήτων και των πεζών είναι επίσης αστεία. Τα αμάξια δε θα κάνουν ποτέ μανούβρα για να σε αποφύγουν αν τους κλείσεις το δρόμο, ενώ οι πεζοί αντιδρούν όπως αντιδρούσαν στο Vice City (ίσως και χειρότερα). Γενικότερα, παρατήρησα τρομερά προβλήματα με την AI της ρουτίνας της πόλης.
Η Night City δεν αποτελεί το μεγαλύτερο χάρτη που έχω δει σε open-world αλλά δε μπορώ να πω πως είναι μικρή, μιας και έχει αρκετές γυμνές και έρημες εκτάσεις που μπορείς να επισκεφτείς. Η μετακίνηση γίνεται, είτε μέσω αυτοκινήτων, είτε μέσω μηχανών. Fun fact, μηχανές υπάρχουν παντού, αλλά να τις οδηγεί, μπορεί μόνο ο V σε ολόκληρη την πόλη και δε θα δείτε ποτέ κανέναν -μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές- να οδηγεί δίκυκλο. Υπάρχει ένα σύστημα fast travel που λειτουργεί ικανοποιητικά και δίνει λύσεις την κατάλληλη στιγμή όταν νιώθεις πλήξη πριν τη μετακίνηση προς το επόμενο objective. Τέλος, να αναφέρω πως ένα μεγάλο μέρος του Cyberpunk 2077 αφορά στη λίστα των αυτοκινήτων που έχεις στην κατοχή του, τα οποία μπορείς να τα καλέσεις μέσω SMS και να έρθουν αυτόματα να σε βρουν (όπως πχ φωνάζεις το άλογο στο The Witcher 3). Αν και δεν ασχολήθηκα ακόμη εντατικά με το quest line των χαμένων αυτοκινήτων ή των αγοραπωλησιών τους, θαρρώ πως έχει ένα ενδιαφέρον για τους petrolheads. Η οδήγηση σε γενικές γραμμές με άφησε ικανοποιημένο. Τα αυτοκίνητα συμπεριφέρονται πιο βαριά και «ρεαλιστικά» απ’ ό,τι περίμενα και έβλεπα στα trailers. Και πάλι η AI της ρουτίνας της πόλης είναι αυτή που καταστρέφει και αυτήν την απόλαυση.
Περνάω στο RPG στοιχείο του Cyberpunk 2077, για το οποίο έχω επίσης πολλά παράπονα να αναφέρω. Αν κοιτάξεις επιφανειακά το σύνολο των RPG μηχανισμών, θα σου δοθεί η εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ πλούσιο παιχνίδι. Και πράγματι έτσι είναι. Από το crafting και το inventory μέχρι το “skill tree” και τα mods των όπλων και του ρουχισμού, ο τίτλος έχει μπόλικο υλικό να προσφέρει. Το πρόβλημα είναι ότι δεν εμβαθύνει ή τουλάχιστον δεν σε παροτρύνει να ασχοληθείς «εκ βαθέως». Για παράδειγμα το crafting σύστημα στις 50+ ώρες δε με απασχόλησε ούτε δευτερόλεπτο. Το skill tree από την άλλη έχει τρομερό βάθος, αλλά δεν το είδα να έχει επίπτωση σημαντική στον τρόπο που έπαιζα. Δε ξέρω αν σε μεγαλύτερα επίπεδα δυσκολίας, οι επιλογές σου ως προς το τι build θέλεις να ακολουθήσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο, αλλά στο μεσαίο επίπεδο, και τυφλά να βάζεις τα attributes, δε θα δεις τρομερές διαφορές.
Η δράση στο Cyberpunk 2077 διαδραματίζεται σε πρώτο πρόσωπο, με μοναδική την οδήγηση που δίνει την επιλογή του third-person. Το gameplay του με μια λέξη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως Deus Ex clone και, όχι, δεν το λέω με αρνητική χροιά, ίσα-ίσα βάζω θετικό πρόσημο. Οι αποστολές, όπως συμβαίνει και με τα παιχνίδια της Eidos Montreal, δίνουν διάφορες επιλογές ως προς την προσέγγιση και την διεκπεραίωσή τους. Υπάρχουν διάφορα μονοπάτια που μπορείς να διαλέξεις, κυρίως όταν κινείσαι stealth, ωστόσο το “run ‘n gun” είναι πάντα διαθέσιμο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το stealth κομμάτι και δεδομένου ότι υπάρχει ένα καλοστημένο σύστημα από hacking μηχανισμούς, λειτουργεί σωστά, όταν βοηθάει, όμως, και η AI. Η τεχνητή νοημοσύνη, είτε μιλάμε για stealth, είτε στις καθαρά shooting στιγμές, έχει έντονα σκαμπανεβάσματα. Πότε δηλαδή θα τη δεις να λειτουργεί σωστά και όμορφα και πότε θα τη δεις να καταρρέει και αυτό γκρεμίζει ότι χτίζει ο παίκτης στο skill tree του. Στο shooting μέρος, είδα πολλούς να γκρινιάζουν αλλά εγώ είμαι ικανοποιημένος και θεωρώ πως για τα δεδομένα του, τα πηγαίνει εξαιρετικά. Τα ragdolls των αντιπάλων δίνουν ένα κύρος και «βάρος» στα χτυπήματα, ενώ δε μπορώ να παραλείψω και το melee σύστημα μάχης, που είτε με σπαθιά, είτε με τα ίδια σου τα χέρια, χαρίζουν μερικές στιγμές απείρου κάλους.
Έφτασε η ώρα για να μιλήσω για το πιο επίμαχο κομμάτι του Cyberpunk 2077, τον τεχνικό του τομέα. Θα ξεκινήσω με τα θετικά. Εγώ, επαναλαμβάνω, «εγώ», στο «δικό μου» κτήνος gaming rig, είδα ένα απίστευτα όμορφο παιχνίδι. Ο τίτλος κάνει μία φανταστική και πρωτόγνωρη χρήση ray tracing τεχνολογίας, που ρίχνει σαγόνια και πηγαίνει το φωτορεαλισμό σε νέα επίπεδα. Έπαιζα σε 4K OLED TV και αυτά που αντίκρισαν τα μάτια μου, δεν έχουν προηγούμενο. Τα μοντέλα των χαρακτήρων, οι φωτισμοί, τα καιρικά φαινόμενα, οι αντανακλάσεις, είναι όλα χάρμα οφθαλμών. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν ατέλειες. Οι ατέλειες, ακόμη και στην έκδοση του PC είναι πολλές και σε σημεία καταστρέφουν το immersion. Θα ξεκινήσω από τα βασικά, το ότι υπάρχουν περιοχές στην πόλη που φαίνεται ότι τις παράτησαν στη μέση: είναι άδειες, είναι άψυχες και ακόμη και σε επίπεδο γραφικών, δεν έχουν να πουν τίποτα. Τα animations, πότε ικανοποιούν και πότε δίνουν τραγελαφικά θεάματα που έχουμε δει σε τίτλους όπως το Fallout 76.
Το παιχνίδι, αν και σε πολύ καλύτερη μοίρα στο PC, βασανίζεται από πολλά bugs και glitches. Μπορεί (στο PC) να μην υπάρχουν προβλήματα που να εμποδίζουν τη ροή (πχ crashes) αλλά χαλάνε πολύ την εμπειρία. Δεν είναι και ό,τι καλύτερο να μιλάς για ένα πολύ σοβαρό θέμα με ένα NPC και ξαφνικά να χάνονται τα μαλλιά του ή να βγαίνουν τα δόντια του έξω ή απλά να εξαφανίζεται από την κάμερα. Δεν είναι γοητευτικό για ένα παιχνίδι που αναπτύσσεται 8 χρόνια να βλέπεις όπλα να αιωρούνται, χαρακτήρες να πυροβολούν χωρίς να κρατάνε κάτι και NPCs να χοροπηδούν σε σκαλοπάτια. Ακόμη και στο PC, υπάρχει έντονο pop-up σε αυτοκίνητα, σε πεζούς και σε κτήρια. Η κατάσταση δηλαδή είναι πολύ κακή αν και έχουν ήδη μπει κάποια fixes. «Δυστυχώς» το δικό μου PC δεν είναι σε θέση για να θίξει το αν το παιχνίδι είναι optimized και σε άλλους Η/Υ, αλλά απ’ ότι διαβάζω και ακούω, πολλοί, ακόμη και με ένα αξιοπρεπές gaming rig, δυσκολεύονται να τρέξουν σε ικανοποιητικά fps τον τίτλο. Οι drivers της Nvidia ή κάποια fixes στους AMD επεξεργαστές, έχουν φέρει πολύ ευεργετικές εξελίξεις στην απόδοση, αλλά ακόμη θέλει δουλειά ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί optimized για όλους.
Η τραγωδία λαμβάνει χώρα στις κονσόλες. Στα PS5 και Xbox Series X και S ο τίτλος «τρέχει» πιο ομαλά, ενώ στα PS4 Pro και Xbox One X η κατάσταση είναι οριακά αποδεκτή. Εκεί που έχει γίνει έγκλημα είναι στις εκδόσεις των απλών PS4 και Xbox One, όπου οι παίκτες αντίκρισαν ένα παιχνίδι που πρακτικά δεν δουλεύει. Απίστευτα χαμηλά framerates, πολλά crashes, stuttering και κυρίως «απαίσια» ποιότητα στα γραφικά, με σκηνές που έχουν τροφοδοτήσει ολόκληρες σελίδες από memes. Εδώ το σφάλμα της CD Project RED να μην ενημερώσει εκ των προτέρων για την κατάσταση στις προαναφερθείσες εκδόσεις, είναι σχεδόν ασυγχώρητο, γι’ αυτό και η ίδια αναγκάζεται -και βάζει σε μπελάδες τις Sony και MS- να επιστρέψει τα χρήματα σε όσους προέβησαν σε αγορά. Μάλιστα, έχει ήδη κατεβάσει το παιχνίδι από τα ράφια του PS Store.
Πριν περάσω στην τελική μου ετυμηγορία, πρέπει να κάνω ιδιαίτερη μνεία στη μουσική και στον ήχο του Cyberpunk 2077 που αν δεν υφίστατο όλο αυτό το φιάσκο με τον τεχνικό τομέα, τώρα η βιομηχανία θα παραμιλούσε. Με βεβαιότητα μπορώ να πως το παιχνίδι των πολωνών έχει ένα από τα καλύτερα soundtracks που έχω ακούσει ποτέ, με τεράστια ποικιλία και φοβερή συνοχή. Τα ίδια καλά λόγια θέλω να πω και για τον ήχο, που πέρα από τα bugs στη μίξη του, η δουλειά που έχει γίνει από τους developers είναι απίστευτη. Το να ακούς το παιχνίδι να τρέχει σε πήρες ηχοσύστημα Atmos, είναι εμπειρία ζωής και δεν υπερβάλω.
Που βρισκόμαστε όμως τώρα; Τι θα γίνει με το παιχνίδι, εφόσον και η ίδια η εταιρία έχει ζητήσει από τον κόσμο να περιμένει και πως θα το φτιάξει έτσι όπως το έχουμε ονειρευτεί; Το damage control που πρέπει να κάνουν οι πολωνοί είναι μεγάλο και δύσκολο, ωστόσο υπόσχονται να βάλουν τα δυνατά τους για να διορθώσουν το χάλι. Βέβαια, το γυαλί τις εμπιστοσύνης αν ραγίζει, δεν κολλάει εύκολα. Αυτό ίσως μείνει για πάντα ραγισμένο. Το σίγουρο είναι ότι, σύμφωνα πάντα με τις υποσχέσεις του στούντιο, έρχονται μεγάλες αναβαθμίσεις για όλες τις πλατφόρμες. Αναβαθμίσεις που ξεκινούν τον Δεκέμβριο, συνεχίζονται τον Ιανουάριο και ολοκληρώνονται τον Φεβρουάριο. Εγώ το παιχνίδι για την ώρα το παρατάω. Τελείωσα ένα lifepath, έκανα ένα μεγάλο μέρος των side quests, αλλά θα περιμένω να δω αυτό που μας έχει τάξει μετά τα updates και τότε, ίσως τα ξαναπούμε με κάποιο re-review…