Την τύχη του στο εξωτερικό αναζητά ένας στους τρεις Έλληνες με το brain drain να παραμένει η κυρίαρχη τάση από την έναρξη της κρίσης το 2010 έως που επικράτησε στην χώρα μας στα χρόνια της κρίσης.
Η ανοδική τάση που παρουσιάζει η εργασιακή μετανάστευση φαίνεται να συνεχίζεται σταθερά,καθώς το σχετικό ποσοστό ανήλθε σε 11% των 2015, έφτασε το 28% το 2016 και άγγιξε φέτος, το 2017, το 33%.
Σύμφωνα με έρευνα της Adecco Ελλάδας με τίτλο «Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα 2017 », εκτός της ανοδικής αυτής τάσης, εντοπίζονται και διαφορές ως προς τα αίτια της αναζήτησης εργασίας στο εξωτερικό μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, το 2017 και το 2016 οι «ευκαιρίες εξέλιξης» φάνηκε να αποτελούν τον κύριο λόγο που ωθεί τους εργαζόμενους σε αναζήτηση εργασίας εκτός Ελλάδας, ενώ οι «καλύτερες αποδοχές» λειτούργησαν ως το βασικό κίνητρο το 2015.
Σταθερά ως σημαντικούς λόγους αξιολογούν οι συμμετέχοντες τις περισσότερες διαθέσιμες θέσεις εργασίας και τις πολλαπλάσιες ευκαιρίες απασχόλησης που προσφέρονται στο εξωτερικό, καθώς και το γεγονός ότι, κατά την άποψή τους, στο εξωτερικό επικρατούν καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Η έρευνα, η οποία διενεργήθηκε με τη χρήση online ερωτηματολογίου σε τυχαίο δείγμα 903 ατόμων, διαπίστωσε πως 1 στους 4 (28%) δήλωσε ότι ήταν εκτός αγοράς εργασίας. Παράλληλα πάνω από τους μισούς ερωτώμενους (το 58%) ανέφερε ότι έχει βρεθεί έστω και μία φορά εκτός αγοράς εργασίας, ποσοστό το οποίο εμφανίζει άνοδο σε σχέση με τα προηγούμενα 2 χρόνια (το αντίστοιχο ποσοστό για τα έτη 2016 και 2015 ανήλθε στο 54%).
Όσο για την ανεύρεση νέας θέσης εργασίας για τους ανέργους, γίνεται όλο και δυσκολότερη, καθώς το 2017, ο χρόνος που αναφέρεται πως μεσολάβησε μέχρι την εύρεση νέας δουλειάς για εκείνους που βρέθηκαν εκτός αγοράς είναι αυξημένος σε σχέση με το 2016.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 37% όσων δηλώνουν άνεργοι είναι εκτός αγοράς εργασίας εδώ και τουλάχιστον 12 μήνες, στοιχείο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι άνεργοι, τη δεδομένη περίοδο, χρειάζονται περισσότερο χρόνο για την επανατοποθέτησή τους στην αγορά εργασίας σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν (το αντίστοιχο ποσοστό το 2016 ήταν 34%).
Η έρευνα εξέτασε ακόμα τη γνώμη των ερωτώμενων για το κατά πόσο ανταποκρίνονται οι δεξιότητές τους στις ανάγκες των εταιρειών και της αγοράς εργασίας, καθώς και το πώς κρίνουν το περιβάλλον των εταιρειών, στις οποίες απασχολούνται σήμερα.
Αξιολογώντας τα προσόντα τους, η συντριπτική πλειοψηφία θεωρεί ότι διαθέτει σε πολύ ή αρκετά ικανοποιητικό βαθμό το σύνολο των ικανοτήτων και δεξιοτήτων που χρειάζονται οι επιχειρήσεις, ενώ τα προσόντα που παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά στην έρευνα σύμφωνα με τη γνώμη των ίδιων των υποψηφίων και εργαζομένων αφορούν απαραίτητα “soft skills”, όπως επικοινωνιακές και οργανωτικές ικανότητες, ευελιξία και προσαρμοστικότητα, ικανότητα εργασίας σε ομάδα και εργασιακό ήθος.
Αναφορικά με τα κριτήρια που αξιολογούν οι ερωτώμενοι ως σημαντικά για την επιλογή μίας εταιρείας-εργοδότη, το καλό εργασιακό κλίμα (ποσοστό 43%), καθώς και η ηθική και δίκαιη αντιμετώπιση εργαζομένων και συνεργατών (ποσοστό 40%) αποτελούν τα κύρια στοιχεία που αναζητούν οι υποψήφιοι από τους εργοδότες.
Ακολουθούν οι πρωτοβουλίες και ευκαιρίες εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των στελεχών (ποσοστό 39%), οι ισχυρές προοπτικές για μελλοντική ανάπτυξη και εξέλιξη (ποσοστό 39%), η ικανή διοίκηση (ποσοστό 22%) και η τήρηση του ωραρίου εργασίας (ποσοστό 21%). Για 1 στους 7 κριτήριο επιλογής αποτελεί η φήμη της εταιρείας, καθώς και η ύπαρξη ευέλικτου ωραρίου (ποσοστό 13%). Ωστόσο, η κατάταξη των κριτηρίων για την επιλογή μίας εταιρείας παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε εργαζόμενους και ανέργους, αντανακλώντας τις διαφορετικές προτεραιότητες των εν λόγω κοινών.
Για τους εργαζόμενους βασικότερο κριτήριο φαίνεται να αποτελεί η προσφορά ευκαιριών για διαρκή εκπαίδευση και ανάπτυξη του προσωπικού, ενώ για τους ανέργους προτεραιότητα φαίνεται να έχει η ηθική και δίκαιη συμπεριφορά της εταιρείας.
Αξιολογώντας τις εταιρείες στις οποίες απασχολούνται σήμερα, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι εργαζόμενοι θεωρούν πως οι εταιρείες πρέπει να βελτιωθούν αρκετά προκειμένου να καταστούν ελκυστικότερες στα ταλέντα.
Πολλά από τα χαρακτηριστικά που θεωρούν απαραίτητα για να είναι μία εταιρεία «ελκυστική» φαίνεται πως, κατά τη γνώμη των εργαζομένων, δεν πληρούνται από τις εταιρείες στις οποίες εργάζονται. Ενδεικτικά, αναφέρονται η τήρηση του ωραρίου εργασίας, η διαρκής εκπαίδευση του προσωπικού και η αξιοκρατία εντός της εταιρείας.
Τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι υποψήφιοι δείχνουν να έχουν επίγνωση της ανάγκης για διαρκή εκπαίδευση και στην πλειοψηφία τους λαμβάνουν επιπρόσθετη επαγγελματική κατάρτιση. Το συγκεκριμένο στοιχείο δεν παρουσιάζει μεταβολές σε σχέση με τα προηγούμενα έτη διεξαγωγής της έρευνας. 7 στους 10 αναγνωρίζοντας τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες στην αγορά εργασίας, έχουν λάβει επιπλέον εκπαίδευση προκειμένου να ασκήσουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τα καθήκοντά τους.
Κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες αναφέρουν πως έχουν λάβει περισσότερες από δύο διαφορετικές μορφές επαγγελματικής κατάρτισης, με πιο δημοφιλείς να αναδεικνύονται οι ημερίδες και τα συνέδρια (72%), τα εκπαιδευτικά σεμινάρια που έχει σχεδιάσει η ίδια η εταιρεία τους (62%) και τα διαδικτυακά σεμινάρια (on line courses) (47%).
«Οι επαγγελματικές εναλλαγές γίνονται ο κανόνας και οι εργαζόμενοι πρέπει να ενισχύσουν την απασχολησιμότητά τους για να μπορέσουν να παραμείνουν ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας. Είναι σαφές πως πρέπει να εξασφαλιστούν οι σωστές τεχνικές και προσωπικές δεξιότητες, καθώς και η δυνατότητα προσαρμογής στις αλλαγές», τονίζει ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, Διευθύνων Σύμβουλος της Adecco Ελλάδας.