Το Genesis Noir είναι από αυτά τα δημιουργήματα που καθ΄όλη τη διάρκειά του, σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς στο καλό γεννήθηκε σαν ιδέα και κυρίως, πώς στο καλό κατάφεραν να μετουσιώσουν αυτήν την “τρελή” ιδέα σε ένα πραγματικό, ολοκληρωμένο έργο. Είναι πρωτότυπο με έναν, σχεδόν, εξωφρενικό τρόπο. Νομίζετε υπερβάλλω; “Ακούστε” λοιπόν περί τίνος πρόκειται. Θα προσπαθήσω να το περιγράψω με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια μπορώ. Το Geneis Noir είναι ένα πάντρεμα noir αισθητικής και θεματολογίας με ένα κοσμικό ταξίδι μυστηρίου στον χρόνο, από το Big Bang, μέχρι το -πιθανό- τέλος του κόσμου. Είναι ένα μυστήριο που σε καλεί να το διαβάσεις τόσο κυριολεκτικά, σαν ένα “καταραμένο” ρομάντζο, όσο και μεταφορικά, εξερευνώντας κοσμολογικά ερωτήματα.
Η ιστορία θέλει τον πρωταγωνιστή, τον χαρακτήρα που ελέγχει ο παίκτης, να παγώνει τον χρόνο τη στιγμή που εκπυρσοκροτεί το όπλο που θα σκοτώσει την αγαπημένη του. Σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή θα ξεκινήσει μια έρευνα για το πώς θα καταφέρει να τη σώσει από την διαγραφόμενη μοίρα της. Femme fatale, ερωτικό τρίγωνο, δολοφονία πάθους, τζαζ μουσικοί και μουσική, τα συστατικά που συνθέτουν ένα τυπικό film noir είναι παρόντα. Αλλά αυτή δεν είναι μια τυπική έρευνα. Οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες (γυναίκα, δολοφόνος, πρωταγωνιστής) ενσαρκώνουν αντίστοιχα τη μάζα (η γυναίκα, μια τραγουδίστρια που λέγεται Miss Mass και… έλκει τους πάντες), την ενέργεια (ο δολοφόνος, ένας νάρκισσος τζαζίστας με το όνομα Golden Boy που… δημιουργεί και καταστρέφει) και τον χρόνο (ο πρωταγωνιστής, ένας ρολογάς με το άκρως περιγραφικό όνομα “No Man” που… ελέγχει τον χρόνο), τρία θεμελιώδη στοιχεία του σύμπαντος, που εδώ παρουσιάζονται σαν θεότητες.
Το όπλο που εκπυρσοκροτεί αντιπροσωπεύει τον Big Bang και εντός αυτής της έκρηξης, εντός δηλαδή του διαστελλομένου σύμπαντος, ο πρωταγωνιστής μας θα προσπαθήσει να ανακαλύψει πώς να αντιστρέψει τον επικείμενο θάνατο και άρα, κατ΄ επέκταση να αναιρέσει την αρχή της ζωής (big bang) όπως την ξέρουμε. Το παιχνίδι λοιπόν, είναι ένα ταξίδι στο χρονικό του κόσμου, από την διαμόρφωση των πλανητών και του ηλιακού μας συστήματος, στην εμφάνιση των πρώτων μονοκύτταρων ζωντανών οργανισμών, στην απαρχή του ανθρώπινου πολιτισμού και ξεπερνώντας το παρόν φτάνοντας μέχρι και στο μακρινό μέλλον. Με αυτήν την τρομερή σύλληψη, οι δημιουργοί φαντάζονται με έναν ποιητικό τρόπο το σύμπαν και τη ζωή σαν τα “παιδιά” ενός ακραίου, ναρκισσιστικού πάθους και την αγάπη ως μια σταθερά που ανάβει και σβήνει μέσα στον χρόνο.
Σαν σπίρτο που φωτίζει για λίγο μέσα στο σκοτάδι. Ανάβει, σβήνει και πάλι από την αρχή. Η σταθερά λοιπόν είναι η αγάπη σαν αχώριστο ζευγάρι με την απώλεια, τον χρόνο. Αυτός ο χορός της σύνδεσης και της απώλειας, της αγάπης και του χρόνου, είναι που δίνει χρώμα στην ζωή όχι μόνο σε αυτό το σύμπαν. Αλλά σε όλα. Το τέλος έχει τραγικές αποχρώσεις, ζητώντας από τον παίκτη να πάρει μια απόφαση που δεν μπορεί να προσφέρει ανακούφιση σε όλους. Παρά την κοσμική κλίμακα, είναι τελικά μια πολύ ιδιαίτερα δοσμένη προσωπική ιστορία.
Το πώς αναπαριστά όλο αυτό το ταξίδι όμως, είναι και το σπουδαιότερο επίτευγμά του. Διαβάζοντας την παραπάνω περιγραφή, ενδεχομένως να περιμένετε ατελείωτες πληροφορίες, πολύπλοκο exposition και εξηγήσεις. Ωστόσο, το παιχνίδι, με μεγάλο θάρρος, στηρίζεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στον οπτικό σχεδιασμό του. Πέρα από ένα μικρό κείμενο στην αρχή κάθε κεφαλαίου, που δίνει μια θεματική κατεύθυνση για το τι θα ακολουθήσει, όλα τα υπόλοιπα επικοινωνούνται μέσα από τις εικόνες του. Οι γραμμές του είναι απλές, ένας συνδυασμός comic αισθητικής και αφηρημένης τέχνης. Γιατί, πώς αλλιώς θα μπορούσες να αναπαραστήσεις τέτοιες έννοιες;
Έχοντας ως αφετηρία την αισθητική των noir ιστοριών, είναι, κατά κύριο λόγο, ασπρόμαυρο. Αυτό του επιτρέπει, εκτός από το να χτίσει μια αναγνωρίσιμη ατμόσφαιρα, να χρησιμοποιεί το χρώμα με ουσία, εμποτίζοντάς το με νόημα όταν εμφανίζεται. Η δουλειά που έχει γίνει στο εικαστικό κομμάτι είναι συγκλονιστική. Θα έλεγα πως σε αυτή βρίσκεται η ουσία, η “καρδιά” του έργου. Είναι ένα ταξίδι αισθητικής υπερδιέγερσης, άλλοτε ψυχεδελικό και άλλοτε μυσταγωγικό πάνω σε θέματα που μεταπηδούν με άνεση ανάμεσα στην προσωπική και την συμπαντική κλίμακα. Η αλληλεπίδραση που προσφέρει βρίσκεται εξ’ ολοκλήρου στην υπηρεσία της αισθητικής και όχι το ανάποδο. Κάτι που σημαίνει πως είναι απλή, με ελάχιστους γρίφους να κάνουν την εμφάνισή τους σποραδικά και εστιασμένη στο να προσφέρει μια υποτυπώδης εξερεύνηση και μικρές στιγμές αισθητηριακής απόλαυσης που να δημιουργούν μια σύνδεση με τον κόσμο της οθόνης.
Δυστυχώς, το παιχνίδι δεν καταφέρνει να είναι στο κομμάτι αυτό τόσο ευρηματικό όσο στο υπόλοιπό σύνολό του, με συνέπεια, όσο περνάει η ώρα, το gameplay να περνάει από ένα επίπεδο ενδιαφέρουσας εμπλοκής, στην αδιαφορία και τελικά να καταλήγει στο τελευταίο κεφάλαιο να αποτελεί σχεδόν μια αγγαρεία που πρέπει να υπομείνει ο παίκτης για να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας. Νομίζω πως έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι απλοϊκές αλληλεπιδράσεις που εκτελεί ο παίκτης καθ΄όλη τη διάρκεια, επαναλαμβάνονται στο τέλος και παρότι έχουν μια ξεκάθαρη θεματική σύνδεση η απλοϊκότητά τους δεν τους δίνει την δυνατότητα να υποστηρίξουν αυτήν την επανάληψη.
Από τη στιγμή που στερούνται ουσιαστικού ενδιαφέροντος, ίσως αν το παιχνίδι τις μείωνε σε ορισμένα κομμάτια, αυτό να λειτουργούσε υπέρ του. Σκέφτομαι, ας πούμε, πόσο λιτά αλλά ουσιαστικά χρησιμοποιούσε την αλληλεπίδραση το Kentucky Route Zero. Ωστόσο, είναι φανερό πως το Genesis Noir έχει άλλες βλέψεις, φιλοδοξώντας όπως λένε οι δημιουργοί του, να προσφέρει κάτι αντίστοιχο μιας αλληλεπιδραστικής generative art. Προσωπικά, ενώ μπορώ να ανιχνεύσω τις προθέσεις πίσω από τις επιλογές στο gameplay, το αποτέλεσμα, όπως καταλάβατε, δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα.
Θα έλεγα λοιπόν πως το παιχνίδι αξιοποιεί εξαιρετικά στην έκφρασή του την δομή ενός βιντεοπαιχνιδιού αλλά όχι τόσο το στοιχείο της αλληλεπίδρασης, το οποίο χειρίζεται με μια έκδηλη αμηχανία, σαν να “αγκομαχά” να την εντάξει στο σύνολο και να την φορτίσει με ουσία. Δηλαδή, από τη μία, δεν μπορώ να το φανταστώ να λειτουργεί τόσο καλά ως έργο κάποιου άλλου μέσου, διότι αυτή η επεισοδιακή ραχοκοκαλιά του σε συνδυασμό με το ερευνητικό στοιχείο είναι κάτι που μόνο τα βιντεοπαιχνίδια μπορούν να υποστηρίξουν με αυτήν την άνεση. Από την άλλη, μάλλον εξαντλεί την έμπνευσή του στον τρομερό αισθητικό τομέα του και στην δομή του.