Το δημοφιλές ιαπωνικό manga Ghost in the Shell μεταφέρεται από τον Ρούπερτ Σάντερς (Η Χιονάτη και ο Κυνηγός) στον κινηματογράφο, όπου μεταξύ τεχνολογίας και κυβερνοχώρου, η Ταγματάρχης, που της έχουν γνωστοποιήσει ότι την έσωσαν από βέβαιο θάνατο σε ατύχημα προκειμένου να σώζει, καθώς είναι πλέον άτρωτη, άλλους ανθρώπους, προσπαθεί να ανακαλύψει το παρελθόν της, και το λόγο που την μετέτρεψαν σε ένα ρομπότ με ανθρώπινη μορφή, αλλά χωρίς αισθήματα.
Σε ένα άκρως εντυπωσιακό σκηνικό με υψηλή αισθητική εικαστικότητα, η Johansson θα αντιμετωπίσει τους κακούς, που δεν είναι τελικά και τόσο μοχθηροί, ενώ θα ανακαλύψει τις ρίζες της, αλλά κι ένα μεγάλο μυστικό για την ρομποτική εταιρεία που την παρήγαγε, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα: ότι η τεχνολογία μπορεί να λειτουργήσει τελικά καταστροφικά για τον άνθρωπο. Βέβαια, κάτι τέτοιο μοιάζει αντιφατικό σε μια ταινία που το τεχνολογικό της στοιχείο είναι το πιο δυνατό της χαρτί, καθώς τόσο η ιστορία όσο και οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων θυσιάζονται για χάρη της εικόνας.
Κάπου ανάμεσα στην cyberpunk φαντασία του William Gibson, που μας χάρισε το “Neuromancer” και στην virtual φανατασμαγορία των αδελφών Wachowski, που επηρρέασαν ανεπιστρεπτί την pop κουλτούρα με το “Matrix”, βρίσκει χώρο να αναπνέυσει η anime ιστορία του Mamoru Oshii. Ένα αγωνιώδες κυνηγητό ανάμεσα σε cyborgs και αστυνόμους, αποτελούσε τη ραχοκοκκαλιά του αυθεντικού Ghost in the Shell. Εμφυτευμένα ανθρώπινα μέλη σε μηχανικούς σκελετούς, ψευδαισθήσεις από glitch, μυστικά από cyborg αποστάτες και μια συνομωσία από εκμεταλλευτές ανθρώπινης μνήμης, μπλέκονται σε ένα κουβάρι μιας πλοκής, όπου μια cyborg αστυνομικός αναζητά τον υπεύθυνο μιας σειράς δολοφονιών στελεχών από την εταιρεία που την κατασκεύασε.
Η manga δυναμική του έργου, ο animated υπαρξισμός ως προς το χτίσιμο των ηρώων, η στυλιζαρισμένη δράση και η δυστοπική ματιά σε μια απειλητική μητρόπολη, μεταφέρονται επαρκώς σε αυτή τη Χολυγουντιανή live-action διασκευή, η οποία μπορεί να ήταν αποτέλεσμα παραγγελιάςαπό τους executive των studio και όχι προιόν πάθους, αλλά τουλάχιστον είναι φτιαγμένη με αξιοπρέπεια και νεύρο.
Τη σάρκα και τα οστά σε αυτή την cyberpunk περιπέτεια δεν δίνει ούτε το ποτισμένο με neon σκηνικό, ούτε η σκοτεινή, urban παρακμή που μνημονεύει το Blade Runner, αλλά η ερμηνεία της Scarlett Johansson , η οποία αξιοποιεί πλήρως την ικανότητά της να παίζει υπαινικτικά και να χρησιμοποιεί σωστά το σώμα της. Η Johansson τα κατεφέρνει άριστα σε χαρακτήρες που δεν νιώθουν άνετα μέσα στο ίδιο το σώμα τους, από την αινιγματική ύπαρξη στο Under the Skin του Jonathan Glazer, την smartphone φαντασίωση στο Her του Spike Jonze, ή ακόμα και στον κόμικ παροξυσμό της Lucy του Luc Besson. Από την γέννηση της Major και την αμφισβήτηση της cyborg φύσης της, μέχρι την αποκάλυψη του παρελθόντος της και το αιματηρό ξεκαθάρισμα του φινάλε, η Scarlett παίζει με την αμφιβολία στα μάτια και την πίεση του καθήκοντος, σαν ένα paranoid android που ξεμένει από ενέργεια.
Όλες οι φιγούρες της ταινίας συμπεριφέρονται σαν ολογράμματα, ντυμένα με Kabuki αμφιέσεις. Από το αδιαπραγμάτευτο sexyness της Scarlett Johansson μέχρι το απόλυτο coolness του Τακέσι Κιτάνο, και από το περιπετειώδες score του Clint Mansell μέχρι την εικονογραφική παράδοση των manga, τα πάντα δίνουν έναν αέρα φρεσκάδας στο Ghost In The Shell. Είναι χαζευτική η αρχιτεκτονική αυτού του φουτουριστικού cosmopolis, με την σκηνοθεσία να είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι, με γρήγορο ρυθμό και κοφτά πλάνα να υπερτονίζουν τη δράση που λαμβάνει χώρα.
Από πλευράς οπτικοακουστικής μία παραγωγή όπως το Ghost in the Shell, η αλήθεια είναι πως προσφέρεται για… grande σεκάνς, εφέ και άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα μεγάλα blockbusters.
Η εικόνα του Blu-ray είναι ολοφάνερα φροντισμένη έτσι ώστε ν’ αναδεικνύει τις μακρινές λήψεις, τις εντυπωσιακές σεκάνς και την ατμοσφαιρική φωτογραφία. Το επίπεδο λεπτομέρειας, το “βάθος”, τα πειστικά χρώματα – εκτυφλωτικά λαμπερά εκεί που πρέπει και ρεαλιστικά φυσικά εκεί που οφείλουν να είναι αληθοφανή – συνθέτουν οπτικό τομέα αξιοζήλευτο.
Κι αν αυτό ισχύει μία φορά για την εικόνα, τότε ισχύει… δέκα φορές για τον ήχο. Το Dolby Atmos σε διάταξη 7.1.2, είναι, χωρίς υπερβολή, ένα από τα πλέον εντυπωσιακά ηχητικά σύνολα που έχουμε συναντήσει τελευταία. Οι διάλογοι αποδίδονται με διαύγεια και σαφήνεια, το ηχητικό πεδίο που “πλέκει” μπροστά, γύρω και πάνω από τον θεατή είναι ευρύ, “ζωντανό” και πάντοτε παρόν, τα εφέ χαρακτηρίζονται από κατευθυντικότητα και διακριτότητα, ενώ η μουσική συνοδεύει άλλοτε διακριτικά, άλλοτε με εξάρσεις, πάντοτε όμως ταιριαστά.
Τολμηρή, ευφάνταστη, εύκολη στην παρακολούθηση και γεμάτη καταιγιστική δράση, θα ικανοποιήσει όχι μόνο τους φανς του γνωστού anime, αλλά και το υπόλοιπο κοινό που διψά για μια αξιοπρεπή ταινία επιστημονικής φαντασίας. Μόνο που δεν είναι απλά αξιοπρεπής, αλλά κάτι πολύ παραπάνω.