Godfall Review – Θεϊκή… πλήξη

0
50

Το launch μιας καινούργιας κονσόλας αποτελεί πάντα μια ευκαιρία για μικρότερα studios να αναδείξουν το παιχνίδι τους. Μπορεί η βάση χρηστών να είναι πολύ μικρή, ωστόσο, υπάρχει ακόμα η δίψα του “νέου”, με τους παίκτες να αναζητούν οποιαδήποτε εμπειρία είναι σε θέση να επιδείξει, έστω και λίγο, τις δυνατότητες της νέας τους κονσόλας. Το Godfall το ήξερε καλά αυτό. Εξάλλου ήταν ουσιαστικά το πρώτο παιχνίδι για το PS5 που είδαμε επίσημα. Βρήκε, λοιπόν, συνειδητά αυτό το παραθυράκι για να προσελκύσει πάνω του ένα ενδιαφέρον και μια προσοχή που αμφιβάλλω αν θα είχε σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση.

Παρ’ όλ’ αυτά, το παιχνίδι, δυστυχώς δεν είναι σε θέση να αδράξει αυτήν την ευκαιρία δημοσιότητας που έλαβε. Όχι επειδή είναι απαραίτητα κακό. Έχει τις αδυναμίες του βέβαια και μάλιστα, είναι αρκετές. Αλλά, το μεγαλύτερό του αμάρτημα, το οποίο παραμένει πάντα ασυγχώρητο σε αυτήν την φορτωμένη από τίτλους βιομηχανία, είναι ότι είναι αδιάφορο. Δεν έχει δηλαδή ένα στοιχείο που να το ξεχωρίζει από τον σωρό και να του δίνει ζωή.

Το Godfall είναι ένα hack ‘n’ slash, με έμφαση στο looting. Δε ξέρω αν είναι τυχαίο ή όχι το γεγονός ότι η Gearbox είναι ο publisher του, αλλά σαν φιλοσοφία μοιάζει αρκετά με τα Borderlands. Ο παίκτης εκπληρώνει αποστολές, είτε μόνος του είτε με φίλους του (μέχρι τρεις), σε κόσμους με ανοικτή δομή, για να κερδίσει καινούργια όπλα και συστατικά που θα τον βοηθήσουν να τα αναβαθμίσει. Ήδη από την πρώτη ώρα παιχνιδιού θα έχετε καμιά δεκαριά όπλα για να διαλέξτε και συνολικά θα έχετε την ευκαιρία να φτιάξετε πολλά διαφορετικά builds. Όρεξη να υπάρχει. Κάθε αποστολή διαθέτει έναν βασικό στόχο, ο οποίος καταδεικνύεται συνεχώς από ένα σημάδι για να ακολουθήσει ο παίκτης, αλλά και ορισμένοι έξτρα για περαιτέρω -μικρότερου σκέλους- αμοιβές. Το ευχάριστο είναι πως στον βασικό κορμό του gameplay του, το σύστημα μάχης του δηλαδή, είναι αρκετά ικανοποιητικό.

Θυμίζοντας λίγο το God of War, πάει για μια πιο “βαριά” αίσθηση των μαχών. Ο παίκτης πρέπει να διαλέγει προσεκτικά το timing της κάθε του κίνησης, καθώς τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να τη διακόψει, οπότε το button mashing δεν είναι καθόλου αποτελεσματικό, ακόμα και στους πιο αδύναμους εχθρούς. Το παιχνίδι διαθέτει πέντε διαφορετικές κατηγορίες όπλων, με την καθεμία να είναι αρκετά διαφορετική και επαρκώς ισορροπημένη. Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές έξτρα επιλογές που δίνουν στο σύστημα μάχης έναν πλούτο. Με λίγα λόγια, αν είστε φαν του είδους, το παιχνίδι έχει να σας προσφέρει κάτι το ενδιαφέρον, ακόμα και αν δεν επανεφευρίσκει τον τροχό. Το μοναδικό παράπονο που έχω, αφορά την αίσθηση των takedowns, η οποία είναι εντελώς “κούφια”, τη στιγμή που αποτελούν την ισχυρότερη επίθεση του παιχνιδιού, αλλά και κάποια ελαφρώς χοντροκομμένα στοιχεία στον έλεγχό του.

Το παιχνίδι προσπαθεί να στήσει σαν μια δευτερεύουσα αλλά σημαντική επιλογή, την εξερεύνηση του κόσμου για συλλογή διάφορων αντικειμένων (κομμάτια lore, υλικά αναβάθμισης) αλλά δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά. Και αυτό διότι, από τη μία δε νιώθεις ποτέ ότι ανακαλύπτεις κάτι σημαντικό και από την άλλη, το level design είναι τετριμμένο, έχοντας απλά σκορπίσει τα αντικείμενα σε σημεία που απαιτούν λίγη παραπάνω παρατηρητικότητα από τον παίκτη για να τα εντοπίσει. Γενικότερα, ο κόσμος του αποδεικνύεται μονοδιάστατος από νωρίς και δυστυχώς, δεν εμπλουτίζεται σε κανένα σημείο της πορείας του. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως τα -μόλις- τρία βασίλεια στα οποία διαδραματίζεται η δράση (earth, water και air realm) δεν είναι παρά μια επιφανειακή αλλαγή σκηνικού και τίποτε άλλο. Το ίδιο, πάνω κάτω, ισχύει για την ομορφιά του.

Σαν εικόνα, φαίνεται σίγουρα εντυπωσιακό, με την κρυστάλλινη υψηλή ανάλυσή του και τα πληθωρικά περιβάλλοντα. Ωστόσο, ούτε τεχνικά, ούτε αισθητικά διεκδικεί δάφνες ποιότητας. Όσο περισσότερο εξερευνείς τον κόσμο, τόσο ανακαλύπτεις ότι αυτή η ομορφιά δεν είναι παρά ένα άψυχο φόντο. Η αλληλεπίδραση του παίκτη με το περιβάλλον του είναι ελάχιστη, το clipping είναι πολύ συχνό, ενώ αρκετά τακτικά έκαναν την εμφάνισή τους και κολλήματα στο framerate, ακόμα στο performance mode.

Αυτή η “παγωμένη” ομορφιά του, όπως και η ίδια η αισθητική του, μου θύμισε παιχνίδια της δεκαετίας του 90. Φαίνεται σε κάθε του βήμα, ότι το Godfall θέλει να σε εντυπωσιάσει, αλλά όπως και στα υπόλοιπα στοιχεία του, δε μπορεί να ξεφύγει από τα τετριμμένα. Μπερδεύει το ωραίο με το “γυαλιστερό”, την καλαισθησία με μια, μάλλον παιδιάστικη, αντίληψη εντυπωσιασμού, με αποτέλεσμα πολλές φορές αυτό που βλέπουμε να είναι ένα υπερφορτωμένο και υπερτονισμένο αποτέλεσμα.

Τέλος, και η αφήγηση του τίτλου δε ξεφεύγει δυστυχώς από τη μετριότητα. Φαίνεται πως η ομάδα έχει καταβάλει μια τίμια προσπάθεια να χτίσει το σύμπαν του, ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει αυτήν την προσπάθεια. Η ίδια η πλοκή, εκτός από γεμάτη σε κλισέ, είναι πολύ φτωχά δοσμένη, στηριζόμενη σε απρόσωπους χαρακτήρες, με τους οποίους είναι αδύνατον να συνδεθείς και να συναισθανθείς, ενώ το μοναδικό του εργαλείο για να προχωρήσει την ιστορία είναι οι στημένοι και τρανταχτά κακογραμμένοι διάλογοι.

Η ίδια η ιστορία είναι χιλιοειπωμένη: αδερφός προδίδει αδερφό για μεγαλομανείς φιλοδοξίες εξουσίες, αδερφός επιστρέφει για εκδίκηση. Ωστόσο, ξαναλέω, δεν είναι τόσο οι ίδιες οι ιδέες, όσο η εκτέλεση. Εδώ, γίνεται φανερό περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, ότι ο τίτλος δεν έχει τους πόρους μιας μεγάλης παραγωγής, ωστόσο, αρνούμαι να το δεχτώ ως πειστική δικαιολογία, από τη στιγμή που τόσα παιχνίδια τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα με πολύ λιγότερα. Το πρόβλημα του Godfall είναι πρωτίστως θέμα ταυτότητας και έμπνευσης και όχι παραγωγής και χρημάτων.               

Πηγή