Μια αναλυτική ματιά στο νέο πόνημα της IO Interactive
Το Hitman είναι ένα franchise που σίγουρα κουβαλάει αρκετή ιστορία στις πλάτες του. Και καμία ιστορία δεν κρατά κατά τύχη 21 ολόκληρα χρόνια, με οκτώ βασικά παιχνίδια, ταινίες -που βέβαια θα ήταν καλύτερο να ξεχάσουμε-, mobile spin-offs, άφθονο merchandise κ.ο.κ. Υπάρχει κάτι το ελκυστικό, κάτι το ιδιαίτερο, στο concept του να είσαι ο τέλειος πράκτορας, αθόρυβος, τελειομανής, αντιμέτωπος με αξεπέραστα εμπόδια, αλλά ικανός για τα πάντα. Είναι μια δόση αδρεναλίνης που έχουμε πάρει μέσα από το σινεμά, με το διασημότερο παράδειγμα να είναι μάλλον τα James Bond, καθώς και μέσα από θρυλικές stealth σειρές, όπως τα Metal Gear και Splinter Cell, τα οποία προσέφεραν μια αντίστοιχη φαντασίωση. Δυστυχώς, στη gaming πλευρά, το Hitman είναι ένα από τα ελάχιστα καθαρόαιμα stealth παιχνίδια που παραμένουν στην ενεργό δράση και δεν έχουν μπει στον πάγο. Καταφέρνει, όμως, το Hitman 3 να σηκώσει αυτό το βάρος;
Σίγουρα, μέχρι να φτάσουμε στο 2021 και στο πιο πρόσφατο πόνημα της IO Interactive υπήρχαν και σκαμπανεβάσματα. Η κοινότητα μάλλον θα παραμείνει για πάντα διχασμένη όσον αφορά το Hitman Absolution, ενώ και η αρχική απόφαση για επεισοδιακή δομή με τον τίτλο του 2016 είχε προκαλέσει αντιδράσεις. Πάντως, τουλάχιστον για εμένα, επιβεβαιώνεται ξανά και χωρίς καμία αμφιβολία πως η World of Assassination τριλογία είναι -όσο πιο συνοπτικά γίνεται- εξαιρετική. Είναι ένας θρίαμβος του sandbox gameplay και καλύπτει τέλεια αυτή την περιζήτητη πλέον δόση stealth αδρεναλίνης.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το Hitman 3 συνεχίζει ακριβώς από το σημείο που μας άφησε το τελευταίο επεισόδιο του expansion του Hitman 2. Αυτό σημαίνει πως φυσικά αναλαμβάνουμε ξανά το ρόλο του Agent 47, ενώ όλοι οι σημαντικοί χαρακτήρες που γνωρίσαμε στα προηγούμενα επεισόδια δηλώνουν και εδώ το παρών για το μεγάλο φινάλε. Πριν την πρώτη αποστολή που θα στείλει τον 47 στον ψηλότερο ουρανοξύστη του Ντουμπάι, υπάρχει το tutorial επίπεδο που συνόδευε και τα δύο προηγούμενα παιχνίδια, καθώς και ένα εισαγωγικό βίντεο που μας υπενθυμίζει τι συνέβη σε αυτά. Αν και μπορεί να σας φανεί παράξενο, μιας και το Hitman 3 είναι ο επίλογος της τριλογίας, αποτελεί ταυτόχρονα και ιδανικό σημείο και για να ξεκινήσει κάποιος. Από τη μία η ιστορία είναι σχετικά απλή και επιτρέπει εύκολα σε κάποιον να την ακολουθήσει ακόμα και από αυτό το σημείο. Από την άλλη βέβαια το Hitman 3 είναι κάτι σαν κεντρικό hub και περιλαμβάνει και όλα τα υπόλοιπα επεισόδια. Περισσότερα γι’ αυτό όμως όταν έρθει η ώρα να μιλήσουμε για το περιεχόμενο.
Επιστρέφοντας στα της ιστορίας, και παρόλο που ομολογουμένως δεν έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο παιχνίδι, μιας και η ουσία των Hitman εντοπίζεται κατά βάση στο gameplay, δεν έμεινα απογοητευμένος από την αφήγηση. Κανένα νήμα δε μένει ξεκρέμαστο και ειδικά το φινάλε με άφησε με ένα μεγάλο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό μου, όντας άκρως ικανοποιητικό. Ναι, οι ανατροπές ήταν προβλέψιμες, ειδικά αν κάποιος ακολουθεί χρόνια τη σειρά, ενώ δεν έλειπαν και κάποια κλισέ, όπως για παράδειγμα ο hacker-φίλος που σου λύνει τα χέρια και νικάει εύκολα τα προηγμένα συστήματα τεράστιων οργανισμών. Ωστόσο, υπάρχουν και μηνύματα για την χειραγώγηση της εξουσίας, συνωμοσίες περί κρυφών κοινωνιών που ελέγχουν τον κόσμο (είναι και της μόδας τελευταία), μέχρι και φιλοσοφικές αναζητήσεις για την πραγματική ταυτότητα του ανθρώπου. Κάπως έτσι προκύπτει ένα σύνολο που σίγουρα περνά τη βάση.
Με αφορμή, λοιπόν, το κυνήγι των τελευταίων κομματιών του πάζλ της μυστικής οργάνωσης ‘Providence’, ο επιβλητικός Agent 47 ταξιδεύει για άλλη μια φορά σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Υπάρχουν συνολικά έξι επίπεδα, εκ των οποίων τα πέντε είναι τα τεράστια ανοικτά sandbox που έχουμε συνηθίσει. Βρέθηκα, λοιπόν, από ένα πάρτι στον ψηλότερο ουρανοξύστη του Ντουμπάι με τα προηγμένα συστήματα ασφαλείας, σε μια κηδεία στο αρχοντικό σπίτι μιας πολυμελής οικογένειας στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε διάφορες ακόμη ενδιαφέρουσες τοποθεσίες που δε θέλω να αποκαλύψω.
Η IO Interactive ξεπέρασε τον εαυτό της και πιστεύω πως δημιούργησε μερικά από τα αγαπημένα μου επίπεδα όσον αφορά τη νέα τριλογία. Όλα είναι πρότυπα, διαφορετικά τόσο οπτικά, όσο και στο concept, αλλά και στις επιλογές που σου δίνουν. Ειδικά η δεύτερη πίστα στη Βρετανία είναι φανταστική, αφού για λίγο αφήνεις τις δολοφονίες στην άκρη και καλείσαι να πάρεις τον ρόλο του detective. Οι παρομοιώσεις από πολλούς με το Knives Out δε θα μπορούσαν να είναι πιο εύστοχες και μιλάμε ίσως για το highlight του τίτλου. Εξίσου μου άρεσαν και τα υπόλοιπα επίπεδα που φρόντιζαν αυτή τη φορά να έχουν κάποιες ενδιαφέρουσες ανατροπές και να μην είναι απλά τεράστιοι παιδότοποι με ένα-δύο στόχους. Σε ένα επίπεδο για παράδειγμα έπρεπε να ανακαλύψω εξερευνώντας ποιοι είναι οι πολλαπλοί μου στόχοι και σε ένα άλλο να προστατεύσω ένα σημαντικό πρόσωπο, όσο συγχρόνως πρέπει να βγάλεις άλλους παράγοντες από την εξίσωση.
Το level design είναι απλά φανταστικό. Είναι πολυεπίπεδο με verticality που σου επιτρέπει να προσεγγίσεις το κάθε σημείο και στόχο με πάρα πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Όλα ενώνονται και είναι χειρουργικά σχεδιασμένα, ενώ η εξερεύνηση και η παρατηρητικότητα πάντα σε ανταμείβουν. Μπορεί για παράδειγμα να ακούσεις ένα διάλογο που να φανερώνει που βρίσκεται ένα σημαντικό αντικείμενο, όπως ένα κλειδί που θα ανοίξει μια σημαντική πόρτα που θα οδηγεί σε άλλες τόσες επιλογές και διακλαδώσεις. Αν δεν ακούσεις και δεν βρεις το κλειδί μπορείς να ανοίξεις την πόρτα με κάποιο από τα πολλαπλά gadgets που βρήκες/έχεις ή μπορεί να μη θες καν να χρησιμοποιήσεις τη ρημαδιασμένη πόρτα και να κάνεις τον κύκλο να βρεις ένα σωλήνα, να πιαστείς στο μπαλκόνι και να σκαρφαλώσεις από κει. Τρομερή ελευθερία, καλοσχεδιασμένα επίπεδα, άφθονα εργαλεία και καλοζυγισμένες επιλογές στα χέρια του παίκτη που προωθούν τη δημιουργικότητα, το Hitman 3 έχει ό,τι χρειάζεται ένα sandbox για να θριαμβεύσει.
Η παραπάνω περιγραφή βέβαια ταιριάζει ως ένα βαθμό και με τα προηγούμενα δύο παιχνίδια. Ναι, δεν έχουμε να κάνουμε με επανάσταση. Το Hitman 3 δεν επανεφευρίσκει τον τροχό, αλλά αντιθέτως πατάει στα γερά θεμέλια που έχτισαν οι Δανοί από το 2016. Αν και ενδέχεται να πειράξει κάποιους που περίμεναν κάτι διαφορετικό ή πιο εξελιγμένο, προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα γιατί δήλωνα ήδη λάτρης της συνταγής. Έχω γράψει αναλυτικά για τους μηχανισμούς στο review για το πρώτο και το δεύτερο παιχνίδι της τριλογίας, οπότε δε νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω κάτι περισσότερο, οι αμφιέσεις και ότι άλλο θα περίμενε κανείς είναι εκεί και όπως τα γνωρίζετε. Ωστόσο, να αναφέρω εν τάχει πως υπάρχουν και μερικές νέες πινελιές που έρχονται να εμπλουτίσουν ελαφρώς την εμπειρία, όπως το νέο gadget του 47, η κάμερα. Με αυτή μπορείς να κάνεις απομακρυσμένα hack συστήματα όπως παράθυρα και ανοίγονται μερικές νέες επιλογές στο ήδη πλούσιο gameplay.
Η δεύτερη προσθήκη έχει να κάνει με το replayability. Πλέον πέρα από τα starting locations που μπορείτε να επιλέξετε αφού ολοκληρώσετε μια φορά ένα επίπεδο, υπάρχουν και τα persistent shortcuts. Με απλά λόγια, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα Souls παιχνίδια, υπάρχουν ορισμένες πόρτες και σκάλες που ανοίγουν μόνο από τη μία πλευρά και μετά μένουν για πάντα ανοικτά, δημιουργώντας όπως ακριβώς προδίδει και το όνομα τους, shortcuts. Αυτό σημαίνει ότι την επόμενη φορά που θα παίξετε το επίπεδο θα μπορείτε να πάτε ευκολότερα σε ορισμένα σημεία και να δοκιμάσετε με λιγότερο κόπο νέες στρατηγικές. Μου άρεσε πολύ η επιλογή αυτή, αφού δεν γίνεται υπερβολική χρήση, καθώς τα shortcuts είναι ελάχιστα και ούτε κάνουν το παιχνίδι υπερβολικά εύκολο, αλλά αντιθέτως σου δίνουν ένα ακόμη κίνητρο να ξαναπαίξεις την κάθε πίστα και να πειραματιστείς.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο περιεχόμενο. Οι έξι πίστες -που στην πραγματικότητα είναι πέντε sandboxes και μια γραμμική- μοιάζουν πράγματι κάπως λίγες. Θα ήθελα λίγα παραπάνω επίπεδα, μιας και μιλάμε για το φινάλε της τριλογίας ή έστω μια καινούργια Sniper Assassin πίστα, αλλά θα πρέπει να αρκεστούμε σε αυτά. Κάθε επίπεδο χρειάζεται το λιγότερο μια ώρα με μέτρια εξερεύνηση, αλλά πραγματικά σε παρακαλά να το ξαναπαίξεις! Η τρομερή ελευθερία που προσφέρει το gameplay και όλος ο τρόπος που έχει δομηθεί το παιχνίδι χαρίζει άφθονο replayability και μπορεί να διπλασιάσει ή μέχρι και να τριπλασιάσει τη συνολική διάρκεια. Προσωπικά χρειάστηκα κάπου στις 8 ώρες για να τερματίσω το παιχνίδι, αλλά σίγουρα δεν τέλειωσα μαζί του αφού υπάρχουν πολλά που θέλω να δω και να δοκιμάσω. Από την άλλη, για τους νέους παίκτες που σκέφτονται να ξεκινήσουν τώρα το ταξίδι στο World of Assassination, το Hitman 3 είναι η τέλεια επιλογή. Αν έχετε τους προηγούμενους τίτλους από κάποιάς συνδρομή ή φτηνή προσφορά, ξεκλειδώνετε δωρεάν τα επίπεδα μέσα από το Hitman 3. Ειδάλλως μπορείτε να τα αγοράσετε και να τα απολαύσετε όλα μέσα από το νέο παιχνίδι, με όλες τις βελτιώσεις της μηχανής γραφικών και το gameplay. Έτσι, αν κάποιος θέλει να παίξει όλη την τριλογία μπορεί να το κάνει και να απολαύσει σχεδόν 30 ώρες περιεχόμενου, με το ανάλογο κόστος φυσικά.
Μιλώντας για αναβαθμίσεις στη μηχανή γραφικών, το Hitman 3 παρόλο που είναι cross-gen κυκλοφορία και όχι καθαρόαιμος next-gen τίτλος είναι πραγματικά πανέμορφο. Η ομάδα κάνει για άλλη μια φορά χρήση της δική της Glacier Engine, η οποία καταφέρνει να λάμψει στα συστήματα νέας γενιάς. Προσωπικά έπαιξα το παιχνίδι στο Xbox Series X και έμεινα τρομερά ευχαριστημένος, χάρη στα σχεδόν αψεγάδιαστα 60FPS που κάνουν ομαλή και ευχάριστη την εμπειρία, τους αστραπιαίους χρόνους φόρτωσης που δεν ξεπερνούν τα 10 δευτερόλεπτα, την κοφτερή Native 4K ανάλυση και τα πολύ υψηλής ποιότητας textures. Σε συνδυασμό με τις αξιοσημείωτα βελτιωμένες αντανακλάσεις και το πολύ καθαρό και “readable” εικαστικό του παιχνιδιού, το τρίτο κεφάλαιο είναι απλά πανέμορφο. Και όλες αυτές οι βελτιώσεις και οι next-gen αναβαθμίσεις είναι διαθέσιμες και για τα επίπεδα των Hitman και Hitman 2.
Βέβαια, έχω μερικά παράπονα, όπως το γεγονός ότι μου έτυχε μια φορά οι αντανακλάσεις να μη δουλεύουν και να χρειαστεί να κάνω reload, ενώ παρατήρησα και μερικά αντικείμενα να κάνουν pop-up στο περιβάλλον μεταξύ άλλων bugs. Το μεγαλύτερο είναι ωστόσο πως το παιχνίδι παραμένει ακόμη πρακτικά always online, αφού δε μπορείς ούτε save να κάνεις αν πέσουν οι servers. Αυτό είναι κάτι απλά απαράδεκτο για single-player τίτλο και ειδικά με το φόρτο των πρώτων ημερών, σε στιγμές που ήθελα δε μπορούσα να παίξω, γιατί πολύ απλά οι servers είχαν άλλη γνώμη. Όπως αντιλαμβάνεστε επίσης, αυτό σημαίνει πως σε λίγα χρόνια, αν κλείσουν εντελώς οι servers δε θα μπορούμε να απολαύσουμε σωστά την εμπειρία. Αδικαιολόγητο φάουλ για μένα. Αν τα προσπεράσω αυτά, σε γενικές γραμμές, η δουλειά της IO Interactive στον τεχνικό τομέα είναι αξιέπαινη.
Τις μουσικές νότες του παιχνιδιού επιμελήθηκε για άλλη μια φορά ο Niels Bye Nielsen, με τα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα που αγαπήσαμε στα δύο προηγούμενα παιχνίδια να επιστρέφουν. Δεν θεωρώ τη μουσική ισάξια με τα αριστουργήματα που έχουμε ακούσει στο παρελθόν του franchise από τον Jesper Kyd, αλλά σίγουρα η δράση συνοδεύεται κατάλληλα. Η μίξη του ήχου και τα voice-overs είναι υψηλής ποιότητας, με όλα τα εφέ να είναι χαρακτηριστικά και με σωστή απόδοση της κατεύθυνσης.