Παράλληλα, η Apple αποδέχτηκε όρους όπως το να επιτρέπει στους χρήστες να ορίζουν ως βασική εφαρμογή τους ψηφιακά πορτοφόλια δημιουργημένα από τρίτες εταιρίες. “Ανοίγει ο ανταγωνισμός σε αυτό τον καίριο τομέα, εμποδίζοντας την Apple να αποκλείει άλλες εφαρμογές από το οικοσύστημα του iPhone”, αναφέρει σε δήλωση που δόθηκε στη δημοσιότητα η Μαργκέτε Βεστάγκερ, επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμόδια για ζητήματα ανταγωνισμού. “Στο εξής, άλλες εταιρίες θα μπορούν να ανταγωνίζονται αποτελεσματικά με την υπηρεσία Apple Pay για πληρωμές μέσω κινητών. Έτσι, οι καταναλωτές θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν από ένα ευρύτερο φάσμα ασφαλών και καινοτόμων ψηφιακών πορτοφολιών”. Η συμφωνία θα παραμείνει δεσμευτική για διάστημα δέκα ετών, ενώ ανεξάρτητος επόπτης θα διασφαλίζει ότι η Apple τηρεί τους όρους, σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).
Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν εκκίνησε την έρευνά της ως προς τις πρακτικές της Apple το 2020, υποστηρίζοντας ότι ο τεχνολογικός κολοσσός περιόριζε τους δημιουργούς ανταγωνιστικών εφαρμογών ψηφιακών πληρωμών από το να έχουν πρόσβαση σε απαραίτητη τεχνολογία. Δύο χρόνια αργότερα, οι ρυθμιστικές αρχές της Ε.Ε. εξέδωσαν προκαταρκτική γνωμοδότηση, στην οποία ανέφεραν ότι η Apple “καταχρώταν της κυρίαρχης θέσης της”.
Τελικά, στις αρχές του 2024, η Apple πρότεινε να ανοίξει την τεχνολογία NFC και να λογοδοτεί σε ανεξάρτητο επόπτη. Η Κομισιόν δημοσιοποίησε τους όρους της συμφωνίας αυτής, ενθαρρύνοντας τους ανταγωνιστές της Apple και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να καταθέσουν τις απόψεις τους. Η τελική συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Apple προέκυψε μέσα από αυτή τη διαδικασία.
Εντωμεταξύ, ο τεχνολογικός κολοσσός εξακολουθεί να απειλείται με την επιβολή προστίμου ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης, καθώς η Κομισιόν δημοσιοποίησε προκαταρκτική γνωμοδότησή της όπου υποστηρίζει ότι η Apple παραβίασε το πλαίσιο της Πράξης Ψηφιακών Αγορών (DMA). Ο νέος νόμος τέθηκε σε ισχύ το Μάρτιο και λίγο αργότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκκίνησε διαδικασία έρευνας σχετικά με το κατά πόσο η Apple εμπόδιζε τους δημιουργούς εφαρμογών να ενημερώνουν τους χρήστες ότι είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν λιγότερο για τις υπηρεσίες που λάμβαναν μέσω άλλων καναλιών. Επί του παρόντος, η Apple εισπράττει προμήθεια της τάξης του 30% για κάθε αγορά που πραγματοποιείται μέσω του App Store. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει περιθώριο μέχρι το Μάρτιο του 2025 προκειμένου να καταθέσει την οριστική απόφασή της σχετικά με την υπόθεση αυτή.