Βαθμολόγησε το άρθρο
Mε τις ταινίες της Marvel, τα μοτό: “Ποτέ μην πειράζεις κάτι που δουλεύει” και “Bigger (and wilder) is better”, κοντεύουν να γίνουν θεσμός. Όλοι οι ηρωές της ξεκινούν με ενα καλοστημένο origin story, με το δεύτερο μέρος να στήνει την σκακιέρα και το τρίτο μέρος απαλαγμένο πλέον απο περιορισμούς να γίνεται η πιο απερίσκεπτη και διασκεδαστική περιπέτεια, προσδίδοντας όμως την απαραίτητη λεπτομέρεια και βάθος. Έτσι έγινε με το Civil War, το οποίο και έγινε σημείο αναφοράς του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel, έτσι έγινε και με το Iron Man 3 του Shane Black, στο οποίο η Marvel βρήκε την πιο προσωπική και ανατρεπτική ιστορία του αλλαζονικού playboy. Ακόμα και έτσι όμως τίποτα δεν μπορούσε να μας προετοιμάσει, κάπου 5 χρόνια πρίν, για τον “Thor, τον Τρίτο” του Taika Waititi. Και φυσικά ούτε και τώρα, καθώς η Marvel με το 4ο κεφάλαιο του Thor (ο μοναδικός απο τους αρχικούς Avengers με τέσσερις περιπέτειες στο παλμαρέ του), αποδεικνύει οτι η τρέλα δεν πάει στα βουνά, αλλά κατοικεί μέσα στην φαντασία του μυαλού του θεόμουρλου Waititi (μαζί με δυο κατσίκες, που το “βέλασμα” τους, το θέλω άνετα για ring tone στο κινητό μου). Με εντελώς σπασμένα τα δημιουργικά δεσμά – απο πλευράς Feige – o Waititi επιστρέφει με την δεν νομίζω να υπάρξει πιο “τρελή” ταινία (εκτός και αν την κάνει ο ίδιος) του MCU … παραγωγής 2022, αλλά με αισθητική, comic ελαφρότητα και πολύ Guns N’ Roses, ολα αυτά βγαλμένα απο τα βάθη των cult ταινιών της δεκαετείας του 80.
Η πιο ανορθόδοξη πρόσληψη, για ταινία της Marvel (μέχρι σήμερα), του σκηνοθέτη των εξαιρετικών What We Do In The Shadows και Hunt For The Wilderpeople, δεν παραδίδει (ξανά για καλή μας τύχη) μια ακόμα τυπική ταινία με σούπερ-ήρωες, αλλά – και στον βαθμό που του έχει επιτραπεί – μια ταινία δράσης γεμάτη με αυτοπαρωδικό χιούμορ, και παράλληλα μια “κωμωδία” δράσης που χρησιμοποιεί εκπληκτικά ειδικά εφε ως σκηνικό για gags. Και αυτό είναι επιτυχία που την καρπώνεται 100% ο Taika Waititi. Για τον απλό λόγο οτι λύνει 2 μικρά “αγκάθια” των ταινιών του MCU.
Βλέπεται, οσο και αν είμαι φαν της Marvel, δεν μπορω να παραβλέψω το γεγονός οτι -ειδικά στην νεα Phase 4, εκτός εξαιρέσεων- παρακολουθώντας μια νέα “δόση” του ατελείωτου κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel, εχω ξεκινήσει να νιώθω οτι διαβάζω το «Πόλεμος και Ειρήνη» … σελίδα 473, ενω με 15 χρόνια στήν πλάτη του και 30+ ταινίες και σειρές, το franchise, πλέον, διαθέτει έναν κατάλογο χαρακτήρων μεγαλύτερο και από τον πληθυσμό μικρών πόλεων. Το άλλο βασικό “αγκάθι” με τις ταινίες του MCU είναι ότι φαίνονται πάντα περισσότερο εστιασμένες στη δημιουργία μελλοντικών ιστοριών παρά στην ταινία την οποία παρακολουθούμε.
Ευτυχώς , το Love and Thunder είναι μια από τις λίγες ταινίες του MCU που αποφεύγει και τα δύο αυτά προβλήματα. Ανοίγει με μια χρήσιμη ανακεφαλαίωση των πρόσφατων περιπετειών του ήρωά του, στην διαδρομή του, απο dead bot … σε God bot, και κρατά την πλοκή του στο ελάχιστο. Το σενάριο του Waititi δεν μοιάζει ποτέ σαν να θέτει απλώς τις βάσεις για μια ταινία που θα έρθει σε τρία χρόνια από τώρα, κρατώντας γερά την αυτόνομία της, με μια ιστορία που μέσα στήν “αβάσταχτη ελαφρότητά” της, βάζει τις βάσεις και γίνεται ένας γενναίος πρόλογος, με ανατροπές , συναίσθημα και αποφάσεις για την “νεα” ζωή του γενειοφόρου θεού του κεραυνού.
Η πλοκή είναι αναζωογονητικά απλή. Η ταινία θα ξεκινήσει δραματικά με τον Gorr του Bale να θυμώνει και να χάνει την πίστη του με τον Θεό του όταν πεθαίνει η κόρη του. Ανακαλύπτοντας ένα σπαθί που έχει τη δύναμη να σκοτώνει Θεούς, ο Gorr τα …
Διαβάστε όλο το άρθρο από την πηγή