Κριτική για την ταινία Three Thousand Years of Longing – Cineramen

Βαθμολόγησε το άρθρο

Αν και η σειρά ταινιών Mad Max έχουν καταλήξει να καθορίσουν την κινηματογραφική του κληρονομιά, ο βραβευμένος με Όσκαρ George Miller απέχει πολύ από το να είναι ένας σκηνοθέτης που επαναλαμβάνεται από ταινία σε ταινία , καθώς δοκιμάζει πάντα κάτι νέο. Είναι ένας εκπληκτικός εικαστικός καλλιτέχνης με ευφράδεια και ενα αναμφισβήτητα ατρόμητο σκηνοθετικό μυαλό πίσω από ταινίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους , όπως τα The Witches of Eastwick και Lorenzo’s Oil , το Happy Feet και το Babe: Pig in the City. Ένας σκηνοθέτης που κάθε φορά που μπαίνει πίσω από την κάμερα, μας κάνει να νιώθουμε πόσο πολύ από τον εαυτό του έχει βάλει στις ταινίες του, απο τα πρώτα καρέ.

Αυτό ισχύει και για το τελευταίο πόνημα της πληθωρικής φαντασίας του Miller, την αριστοτεχνικά κινηματογραφική και ενήλικη , στα όρια του ρομαντικού , φαντασία του Three Thousand Years of Longing. Αφήνοντας πίσω την σκονισμένη Αυστραλία , ο Miller φτιάχνει μία πρωτότυπη ταινία με στοιχεία δράσης , περιπέτειας και παραμυθιού , όπου στον πυρήνα της εξετάζει τι είναι αληθινό και τι φανταστικό. Άλλα πάνω απ’ όλα η ταινία μιλάει για την αγάπη… το μυστήριο της αγάπης. Μια δυναμική και μελοδραματική “ανάγνωση” στην αφήγηση, την απώλεια, τη γήρανση και την αγάπη, αναλύει το «να προσέχεις τι εύχεσαι» και την έννοια της ελευθερίας με παιχνιδιάρικες λεπτομέρειες, αλλά και με τρόπο που αναλύει επίσης την ειρωνεία της κατάστασης που βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας του.
Η ιστορία: Μια ιστορία που συνάντησε για πρώτη φορά όταν διάβασε το διήγημα τις βρετανίδας Αντόνια Σούζαν Μπάιατ με τίτλο The Djinn in the Nightingale’s Eye, στα τέλη των 1990s , κάνοντάς την παράλληλα ενα όνειρο ζωής για τον Miller και την μεταφορά της στήν μεγάλη οθόνη.
-Η Δρ. Αλήθεια Μπίνι (Τίλντα Σουίντον) είναι μία ακαδημαϊκός ικανοποιημένη από τη ζωή της, ένα πλάσμα ταγμένο στη λογική. Ενώ βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη για ένα συνέδριο, συναντά ένα Τζίνι (Ίντρις Έλμπα) που της προσφέρει τρεις ευχές με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Όμως, η πρόταση του πέφτει πάνω σε δύο εμπόδια. Πρώτον, εκείνη αμφιβάλλει ότι είναι αληθινός και δεύτερον, ούσα ακαδημαϊκός στον τομέα των μύθων και της ιστορίας, γνωρίζει καλά ότι όλες οι διηγήσεις με τις ευχές που εκπληρώνονται δεν έχουν καλό τέλος. Το Τζίνι υπερασπίζεται τη θέση του εξιστορούμενο φανταστικές ιστορίες από το παρελθόν του. Τελικά, την παρασύρει και εκείνη κάνει μια ευχή που εκπλήσσει και τους δύο.

O Miller μένει πιστός στους δύο βασικούς του χαρακτήρες, χωρίς ποτέ να τους μειώνει ή να τους υπονομεύει μόνο και μόνο για χάρη ενός φτηνού αστείου, μιας απροσδόκητης συγκίνησης ή μιας συναισθηματικής κορύφωσης , ενω αρνείται , σε ολη την διάρκεια των 108 λεπτών , να γίνει βαρετός. Η σκηνοθεσία του Miller “φοράει περήφανα τα καλά της” , δίνοντάς του με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα διαχρονικό θέαμα , αυτό της ανθρώπινης κατανόησης , ένα από τα καλύτερα στο είδος του που έχω δει εδώ και χρόνια.
Σχεδόν όλος ο διάλογος γίνεται μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της Alithea, με την Swinton και την Elba να “μονομαχούν” λεκτικά , φορώντας αφράτα λευκά μπουρνούζια ενώ πίνουν τσάι. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μια λιτή, θεατρικά σκηνοθετημένη παράσταση που διασταυρώνετ …
Διαβάστε όλο το άρθρο από την πηγή