Δεν ξέρω αν θυμάσαι ή αν πρόλαβες τα πρώτα open world games, όμως, εκεί στις αρχές του 2000, η δομή αυτών των παιχνιδιών ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που σήμερα θεωρείται standard. Σίγουρα η τεχνολογία της τότε εποχής περιόριζε αρκετά τα πράγματα, αναγκάζοντας τους δημιουργούς να εστιάσουν κυρίως στην πλοκή, παρά στην εξερεύνηση ή τις δραστηριότητες που έχουμε συνηθίσει σήμερα. Πρωταρχικό ρόλο σε συνάρτηση με το gameplay έπαιζε το σενάριο. Αν κι έχουμε δει αρκετές προσπάθειες από τότε που έχουν πάει το συγκεκριμένο genre αρκετά σκαλιά παραπάνω, δημιουργώντας θαυμάσιους κόσμους για να εξερευνήσουμε, μαζί έφεραν και αρκετές «ασθένειες» που δημιούργησαν μαζί τους μια σχέση αγάπης-μίσους.
Πλέον θεωρούμε δεδομένο να μπορούμε να περιηγηθούμε ελεύθερα στο χάρτη, να μπαίνουμε μέσα σε κτίρια ή να μας δίνεται η δυνατότητα να παραμετροποιήσουμε διάφορα αντικείμενα, όπως δεδομένα θεωρούμε τις δευτερεύουσες αποστολές, τα fetch quest, το farming, το grinding, τα microtransactions κι άλλες τέτοιες σύγχρονες «αρρώστιες» που κουβαλάνε τα open world, έχοντας σκοπό να αυξήσουν τη διάρκεια ή τη συνεχή ενασχόληση. Πάντα με κάθε τι θετικό, κάθε γενιά φέρνει και κάτι αρνητικό μαζί της. Σίγουρα δεν φταίνε οι εταιρίες, μιας και προσφέρουν ακριβώς αυτό που ο κόσμος ζητά. Κι όταν το μεγαλύτερο ποσοστό των παικτών βάζει στο ζύγι την διάρκεια περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, προφανώς, αυτό θα έχει και τις ανάλογες συνέπειες. Αναμφίβολα, στο πέρασμα του χρόνου κάποια παιχνίδια κατάφεραν να ισορροπήσουν την κατάσταση, προσφέροντας μια ώριμη ιστορία που μπορεί να περιείχε όλα τα παραπάνω, όμως παράλληλα κάπου εκεί είχε κρυμμένο κι ένα καλογραμμένο σενάριο, γι’ αυτόν που ήθελε να το ανακαλύψει και να επενδύσει ή απλά να περάσει την ώρα του με δραστηριότητες.
Το Mafia, το οποίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 2002, αφορούσε ένα αυστηρά γραμμικό single-player παιχνίδι που έδινε έμφαση στην αφήγηση. Είχε έναν τεράστιο -για τα δεδομένα εκείνης της εποχής- χάρτη, τον οποίον θεωρητικά μπορούσες να τον εξερευνήσεις και πας οπουδήποτε. Αυτό όμως λόγο των περιορισμών που έφερνε η τεχνολογία του τότε, δεν το έκανε όπως τα σύγχρονα open world παιχνίδια, στα οποία σου δίνεται η ελευθερία να πας όπου θέλεις, φορτώνοντάς σε με αδιάφορες υποαποστολές και αγγαρείες, αλλά η ίδια η πλοκή της μιας και μοναδικής main mission, σε ξεναγούσε σε κάθε σχεδόν γωνία του. Κι αν αυτό φαίνεται παράξενο στη νέα γενιά, τότε δεν ήταν. Ποιος ο λόγος; Διότι το σενάριο, η πλοκή και το πλήθος των σκελών κάθε νέας αποστολής που αναλάμβανες είχε τόσα πολλά να κάνεις, να δεις και να βιώσεις, έδεναν τόσο καλά με τα τεκταινόμενα, που σου έδιναν αβίαστα την αίσθηση μιας ολοκληρωμένης εμπειρίας. Εμπειρίες, που παρά τα κακά που έφεραν, κάνουν τις σημερινές προσθήκες επέκτασης χρόνου στα παιχνίδια να μοιάζουν στα μάτια των παλαιότερων gamers τουλάχιστον αστείες.
Το Mafia ήταν ένα παιχνίδι που είχε αρκετά τεχνικά προβλήματα. Μέτριους μηχανισμούς shooting και σύστημα κάλυψης, εφιαλτική οδηγική συμπεριφορά των οχημάτων και βασικό stealth. Από την άλλη, όμως, είχε μια όμορφη ιστορία με στιβαρή πλοκή και αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, γεγονός που έκανε τους παίκτες να το αγαπήσουν και μέχρι σήμερα να μείνει στις καρδιές τους. Η Hangar 13, μετά από 18 ολόκληρα χρόνια και μετά από μια όχι και τόσο επιτυχημένη remastered προσπάθεια του Mafia II, επαναφέρει το πρώτο παιχνίδι της σειράς και την κλασική ιστορία του Tommy Angelo, αυτή τη φορά με τη μορφή ενός remake. Μπορεί, όμως, με μια τέτοια ομολογουμένως προβλεπόμενη ιστορία και ξεπερασμένη δομή να σταθεί εν έτει 2020;
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όπου η παγκόσμια οικονομική ύφεση έχει χτυπήσει την πόρτα του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, αφήνοντας πολλούς ανθρώπους άνεργους. Η μεγάλη ξηρασία προκάλεσε έλλειψη τροφίμων, η ποτοαπαγόρευση έχει ήδη εφαρμοστεί, ενώ τα αυταρχικά καθεστώτα σε όλο τον κόσμο (όπως εκείνο του Χίτλερ που θα οδηγήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) κερδίζουν διαρκώς δύναμη. Σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, το οποίο οι Αμερικανοί ονόμασαν η περίοδος της μεγάλης κατάθλιψης (Great Depression), οι συμμορίες βρήκαν έφορο έδαφος να εγερθούν, εξαγοράζοντας σχεδόν κάθε πολιτική αρχή, δίνοντάς τους το ελεύθερο για λαθρεμπόριο και προσφορά «προστασίας». Η ιστορία του παιχνιδιού περιστρέφεται γύρω από τον Tommy Angelo, έναν οδηγό ταξί που οι περιστάσεις τον ώθησαν να εισέλθει στους κύκλους της μαφίας και να γίνει μέρος μιας εκ των γνωστότερων «οικογενειών» της φανταστικής πόλης – εμπνευσμένη από το Σικάγο- του Lost Heaven.
Η Hangar 13 παρέμεινε απόλυτα πιστή στο πρωτογενές υλικό και σίγουρα θα κάνει τους βετεράνους να αισθανθούν σαν το σπίτι τους. Ωστόσο, η προσήλωση αυτή, για όσο θετικά φέρνει κυρίως στον οπτικό τομέα, φέρνει παράλληλα και αρνητικά, τα οποία προδίδουν την ηλικία του τίτλου. Το σενάριο και οι χαρακτήρες του Mafia είναι τα στοιχεία που κάνουν το παιχνίδι να λάμπει. Οι διάλογοι έχουν ξαναγραφτεί με νέους ηθοποιούς, η σκηνοθεσία ειδικά στα cut-scenes έχει βελτιωθεί, ενώ η αναπαράσταση της πόλης είναι στα καλύτερά της, με τα κτίρια, τους δρόμους και τα neon φώτα να είναι πιο όμορφα από ποτέ. Κακά τα ψέματα, βέβαια, η ιστορία του Mafia είναι η κλασική που έχουμε δει σε μυριάδες ταινίες και παρόμοια παιχνίδια και αφορά την άνοδο και την πτώση ενός γκάνγκστερ μέσα στα πλοκάμια του υπόκοσμου, η οποία καταλήγει σε ένα προβλεπόμενο και κλισέ φινάλε.
Οι χαρακτήρες του έχουν ένα κάποιο ενδιαφέρον, αλλά μην έχετε την εντύπωση ότι θα δείτε καμιά τρομερή εξέλιξη. Ναι, έχουν ενδιαφέρον, απλά δεν υπάρχει αυτό το δέσιμο με τον πρωταγωνιστή ή τους υπόλοιπους που θα συναντήσετε. Μηδενός εξαιρουμένου, όλοι, από τον αρχιμαφιόζο Salieri, μέχρι τα «φιλαράκια» του Tommy και τους ανταγωνιστές της αντίπαλης συμμορίας, ανήκουν σε αρχέτυπα που κινούνται σε στερεότυπες καταστάσεις (που πάντα καταλήγουν σε πιστολίδι), χωρίς ιδιαίτερο βάρος στην εξερεύνηση της εσωτερική τους σύγκρουσης ή εκείνης με τους άλλους χαρακτήρες.
Είναι κάτι που θεωρώ ότι θα είχε ενδιαφέρον να δούμε σε ένα remake. Σίγουρα, γίνονται προσπάθειες υπό την έννοια ότι ο πρωταγωνιστής αρχίζει να αμφιβάλει για τις πράξεις που τον αναγκάζει το αφεντικό να πάρει, όμως οι δημιουργοί μένουν στην επιφάνεια, καθώς δίνεται προτεραιότητα στη συνεχή δράση. Παρ’ όλ’ αυτά, γνωρίζοντας ακριβώς τι είναι και τι πραγματεύεται το παιχνίδι, καθώς και το γεγονός ότι το στούντιο ουσιαστικά προσφέρει ένα love letter σε εκείνους που το αγάπησαν στο παρελθόν, δε μπορεί να μη σε κάνουν να εκτιμήσεις την σοβαρή δουλειά που έχει γίνει σε σχέση με το Mafia II.
Όπως είπα και προηγουμένως, η δομή του παιχνιδιού είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που έχουμε συνηθίσει στα σύγχρονα open world παιχνίδια. Ουσιαστικά, ελεύθερη εξερεύνηση, υπό την έννοια να κατέβεις να μπεις σε ένα κτίριο ή γενικά να εξερευνήσεις την πόλη αναλαμβάνοντας υποαποστολές, δεν υφίσταται. Οι αποστολές είναι συγκεκριμένες και μέρος ενός ευρύτερου main quest, το οποίο διαιρείται σε 20 κεφάλαια που διαδέχονται το ένα αμέσως μετά το άλλο. Το gameplay έχει να κάνει κυρίως με την οδήγηση, το shooting, με μερικά εδώ κι εκεί stealth στοιχεία και με την προαιρετική συλλογή διάφορων collectables.
Η ποικιλία, ωστόσο, των αποστολών που σε ταξιδεύουν σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη του χάρτη, εξισορροπεί όλα εκείνα τα στοιχεία που απουσιάζουν σε σχέση με τα μοντέρνα παιχνίδια. Από πιστολίδια μέσα σε εκκλησία, βόμβες που πρέπει να τοποθετήσεις κρυφά σε ξενοδοχεία, μεταμφιέσεις αλά Hitman σε ένα ποταμόπλοιο ή εκτελέσεις με sniper από την οροφή μιας φυλακής, μέχρι απλά να μαζέψεις λύτρα ή να αντιμετωπίσεις αντίπαλες συμμορίες στους δρόμους και σε αχυρώνες σε αγροτικές περιοχές, το παιχνίδι έχει πάντα κάτι διαφορετικό να σε κρατά απασχολημένο και να διατηρείται με τον τρόπο αυτόν φρέσκο.
Η οδηγική συμπεριφορά των οχημάτων έχει εμφανώς βελτιωθεί κατά πολύ, ενώ για πρώτη φορά προστέθηκαν και μοτοσικλέτες. Ο έλεγχός τους σίγουρα σε καμιά περίπτωση δεν θυμίζει τον εφιάλτη του παρελθόντος. Μπορεί να μην πηγαίνουν -όπως λέμε στην καθομιλουμένη- «τραίνο», αλλά προφανώς αυτό οφείλεται στο γενικό βαρύ χειρισμό που είχαν έτσι κι αλλιώς τα αυτοκίνητα την εποχή του 30. Σίγουρα, πάντως, οι βετεράνοι δεν θα ξαναζήσετε τον εφιάλτη εκείνης της πίστας που σας βάζει στη θέση του οδηγού αγώνα ταχύτητας και σας έκανε να θέλετε να σπάσετε το χειριστήριο. Για τους απαιτητικούς, ωστόσο, στο remake έχουν προστεθεί κάποια στοιχεία στις επιλογές, τα οποία σας επιτρέπουν να αλλάξετε την συμπεριφορά του αυτοκινήτου σε πιο ‘simulation’ μονοπάτια, όπως επίσης και το πόσο επιθετικοί θα είναι οι αστυνομικοί που σας καταδιώκουν. Στο normal βέβαια που έπαιξα εγώ δεν θα συναντήσετε ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς εκείνοι δεν πολυασχολούνται μαζί σας. Όπως είπα, όμως, αυτή είναι μια επιλογή που αφήνεται στο χέρι σας αν θα την ενεργοποιήσετε μέσα από τα options.
Συνεχίζοντας, αν επιθυμείτε να ασχοληθείτε πέρα από τις 15 περίπου ώρες που διαρκεί το κυρίως παιχνίδι, έχει προστεθεί ένα ακόμα mode εν ονόματι «free roam», το οποίο σας επιτρέπει να εξερευνήσετε την πόλη χωρίς το άγχος κάποιας αποστολής. Βέβαια, πέρα από το να κάνετε ουσιαστικά βόλτα στην πόλη επιλέγοντας τον καιρό, το όχημα και τα ρούχα που θα φορέσετε, δεν υπάρχει κάτι ουσιαστικό να κάνετε, παρά μόνο να εντοπίσετε κάποια collectables υπό τη μορφή περιοδικών ή κάποια κρυμμένα αυτοκίνητα διάσπαρτα στο χάρτη.
Ο Tommy, αν και έχουν γίνει εμφανείς κινήσεις βελτίωσης, συνεχίζει στην καλύτερη να κινείται σαν τεθωρακισμένο, κάτι που δυστυχώς επεκτείνεται στο shooting και στις melee επιθέσεις. Αν και πιστεύω ότι είναι θέμα συνήθειας μετά από λίγο, αρχικά έχω την εντύπωση ότι θα σας δυσκολέψει, καθώς ο στόχος δεν είναι και ότι καλύτερο έχει υπάρξει ποτέ, όπως και το δύσχρηστο σύστημα κάλυψης που μέχρι να το συνηθίσω μου πήρε κάποια ώρα. Στοχεύοντας, όμως, στο κεφάλι σίγουρα τα πράγματα είναι ευκολότερα. Επίσης κι εδώ, το στούντιο έχει δώσει την επιλογή στους απαιτητικούς να κάνουν πιο simulation το shooting, απενεργοποιώντας την ημιαυτόματη στόχευση. Όσο όμως και να προσπάθησα να παίξω έτσι, προσωπικά στόχευα στο «γάμο του Καραγκιόζη».
Σαφώς, όπως αντιλαμβάνεσαι, αυτοί είναι μηχανισμοί που το στούντιο «δανείστηκε» από το Mafia III, όμως ακόμα και μετά από μόλις τέσσερα χρόνια μοιάζουν αρκετά ξεπερασμένοι για τα σημερινά δεδομένα. Δεν λέω φυσικά ότι δεν απόλαυσα το shooting, όμως λίγο η περιορισμένη ποικιλία των όπλων, λίγο η κούφια αίσθησή τους, λίγο η δύσκολη στόχευση σε συνδυασμό με το άτσαλο σύστημα κάλυψης, δεν μου έδωσαν αυτή την πιο ομαλή αίσθηση που περίμενα.
Από την άλλη, αν για κάτι έχει να υπερηφανεύεται το στούντιο, αυτό είναι ο οπτικός τομέας. Η πόλη είναι ελαφρώς πιο άδεια σε σχέση με άλλα παιχνίδια του είδους, όμως ειδικά τη νύχτα, με τη βροχή και τους κεραυνούς να πέφτουν και τους δρόμους να λαμπυρίζουν από τα φώτα και τις neon πινακίδες, δημιουργείται ένα πανέμορφο σκηνικό που σε συνδυασμό με το εξαιρετικό HDR που διαθέτει ο τίτλος, είναι αδύνατον να μη θαυμάσεις. Τα μοντέλα των χαρακτήρων, ειδικά στα cut-scenes, είναι επίσης αρκετά δουλεμένα και λεπτομερή, με μόνη διαφορά σε μερικούς NPCs που έχει γίνει κάποια «έκπτωση». Κατά τ’ άλλα, η σκηνοθεσία έχει αλλάξει προς το καλύτερο, με νέα πιο κινηματογραφικά πλάνα, η απόδοση των φωνών με τους νέους ηθοποιούς είναι εξαιρετική, το lip-sync είναι αρκετά προσεγμένο και τα βελτιωμένα textures μπορεί να μη δίνουν παντού το παρόν, όμως κάνουν καλά τη δουλειά τους και αποδίδουν σωστά εκεί που πρέπει, προσθέτοντας σε ένα υπέροχο οπτικό αποτέλεσμα.
Ο ήχος είναι επίσης εξαιρετικός και οι μουσικές υπό τις Jazz υποκρούσεις προσθέτουν στην αίσθηση της εποχής, όπως επίσης και οι ειδήσεις που ακούγονται κι έχουν να κάνουν με τα πραγματικά τεκταινόμενα της εποχής ή με τις ενέργειές σας εντός του παιχνιδιού. Τεχνικά δεν συνάντησα κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Υπήρχαν αραιά κάποια glitches και framedrops, αλλά δεν είχαν καμιά σχέση με τα τραγικά εκείνα του Mafia II. Άλλωστε, θεωρώ πως με μελλοντικά patches όλα τα μικροθέματα θα λυθούν.