Ένας από τους πιο διάσημους και πετυχημένους ηθοποιούς της Γαλλίας, ο Guillaume Canet, που έχει διαπρέψει και σαν σκηνοθέτης και σαν σεναριογράφος, αναλαμβάνει με την τριπλή ιδιότητά του να σατιρίσει τον “μαγικό” κόσμο της γαλλικής showbiz στο Μεγάλωσε αν Τολμάς. Διαβάστε τι είπαν οι δυο πρωταγωνιστές.
Υπόθεση: Για τον 43χρονο Guillaume Canet, η ζωή δεν μπορεί να γίνει καλύτερη. Έχει ό,τι θα μπορούσε ποτέ να θελήσει κάποιος: είναι διάσημος, έχει σημαντική περιουσία, μια δουλειά που αγαπά και κυρίως μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Όλα όμως ανατρέπονται στη ζωή του όταν, στα γυρίσματα της νέας του ταινίας, η όμορφη νεαρή συμπρωταγωνίστριά του, τον ενημερώνει ότι δεν έχει πια “πέραση” στους νέους και κυρίως στα νεαρά κορίτσια. Η ήσυχη προσωπική ζωή του με τη Marion Cotillard, ο γιος τους, τα άλογα που εκτρέφει και το σπίτι τους στην εξοχή, τον κάνουν το αντίθετο του “κουλ” και “σέξι” τύπου.
Ο Guillaume συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να πάρει δραστικά μέτρα για να αλλάξει αυτήν την εικόνα και μάλιστα γρήγορα. Οι επιλογές του, όμως, για αυτήν την αλλαγή θα συναντήσουν την αποδοκιμασία και την αποστροφή των αγαπημένων του ανθρώπων και η καινούργια του εικόνα θα τον πάει πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Συνέντευξη με τον Guillaume Canet
Πώς σας ήρθε η ιδέα για την ταινία;
Πριν μερικά χρόνια, μου ήρθε η ιδέα για ένα πρότζεκτ που θα μιλούσε για το πώς το κοινό βλέπει τους διάσημους ανθρώπους – κάτι σαν mockumentary για έναν διάσημο, η πραγματική ζωή του οποίου απέχει μακράν από αυτό που φαντάζονται οι θαυμαστές του. Είχα ήδη γράψει μερικές σκηνές για την ταινία όταν βγήκε το «I’m Still Here», η ταινία του Κέισι Άφλεκ με πρωταγωνιστή τον Γιοακίν Φίνιξ, που είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα, οπότε τα παράτησα. Δύο χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης, μία δημοσιογράφος άρχισε να μου κάνει περίεργες ερωτήσεις και επέμενε ότι τις βάσιζε στην εικόνα που προβάλλω προς τα έξω. Έτσι, επέστρεψε η επιθυμία μου να «παίξω» λίγο με την εικόνα μου. Αποφάσισα να κάνω μια ταινία που θα παίζω τον εαυτό μου, αλλά θα με δείχνω διαφορετικό από αυτό που είμαι πραγματικά έτσι ώστε να κάνω τον κόσμο να πιστέψει αυτό που θα δει στην ταινία.
Το «Μεγάλωσε αν Τολμάς» όμως δεν είναι σαν το πρότζεκτ που περιγράφετε…
Ήθελα να είναι μία κωμωδία με βάθος, μια ταινία που αποτυπώνει την κυρίαρχη προκατάληψη απέναντι στην ηλικία. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, γυναίκες πάνω από 60 ή 70 χρονών δεν έχουν ούτε μία ρυτίδα, ή άνδρες κάνουν botox και solarium γιατί δεν μπορούν να βλέπουν τον εαυτό τους να γερνάει. Έτσι, θέλησα να κάνω μια ταινία για έναν άνδρα που περνάει τα 40 και πιστεύει ότι δεν είναι πια κουλ.
Στην ταινία δε χαρίζεστε και πολύ στον εαυτό σας, ούτε στη Μαριόν Κοτιγιάρ.
Η εικόνα που έχει ο κόσμος για τη Μαριόν και για μένα δεν αντιστοιχεί στη πραγματικότητα. Όλοι νομίζουν ότι είναι μια γλυκιά, ευγενική γυναίκα –που όντως είναι- αλλά δεν ξέρουν ότι ζει τη ζωή στο έπακρο, ξέρει να επιβάλλεται όταν το θέλει και μιλάει πολύ. Δε θα μπορέσω ποτέ να την ευχαριστήσω που ήταν έτοιμη να γελάσει τόσο πολύ εις βάρος της, γιατί αυτό το πρότζεκτ δε θα υπήρχε χωρίς εκείνη. Προσωπικά, δε με απασχολεί ιδιαίτερα το πώς με βλέπουν οι άλλοι, το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να προστατεύσω την ιδιωτική μου ζωή. Το ότι είσαι διάσημος δε σημαίνει ότι οφείλεις να μοιράζεσαι τα πάντα. Ήθελα να παίξω λίγο με τη δημόσια εικόνα μας – αφού άλλοι ασχολούνται με εμάς, γιατί να μην το κάνουμε κι εμείς;
Υπάρχουν μερικές ξεκαρδιστικές στιγμές στην ταινία – όπως όταν σας αποκαλούν «κύριο Κοτιγιάρ» στο δρόμο, το ότι το σπίτι σας είναι γεμάτο με ρολόγια τοίχου, ή η Μαριόν Κοτιγιάρ που κάνει εξάσκηση στη διάλεκτο που μιλούν στο Κεμπέκ…
Είχε πλάκα να παίρνεις καθημερινά γεγονότα και να τα υπονομεύεις. Όλοι καταλαβαίνουν ότι τα ρολόγια τοίχου είναι ένας τρόπος να υπογραμμιστεί ο πανικός του χαρακτήρα μου για το πέρασμα του χρόνου. Η προφορά της Μαριόν είναι εκδίκηση: αυτά τα εννιά χρόνια έχω ζήσει μερικές σουρεαλιστικές καταστάσεις όσο η Μαριόν προετοιμαζόταν για ρόλους. Όσο γράφαμε το σενάριο, προετοιμαζόταν για την ταινία του Ξαβιέ Ντολάν και έτσι σκέφτηκα ότι θα ήταν διασκεδαστικό να το εντάξω στην ταινία.
Κι όλα αυτά ξεκινούν από ένα φαινομενικά ακίνδυνο σχόλιο.
Ό,τι λέμε έχει σημασία. Μπορείς να καταστρέψεις κάποιον με μόνο μια λέξη. Λέγοντάς του ότι δεν είναι ροκ τύπος, η Καμίγ φυτεύει την ιδέα στο μυαλό του και μετά το κάνει χειρότερο όταν του λέει ότι είναι πολύ μεγάλος για να πρωταγωνιστήσει σε ρομαντική κωμωδία. Όλοι οι ηθοποιοί γνωρίζουν ότι, όσο περνά ο χρόνος, χάνουν την ευκαιρία να διεκδικούν πια ορισμένους ρόλους.
Γιατί φέρατε τον Τζόνι Χαλιντέι στο πρότζεκτ;
Σκεφτήκαμε πως, αν είναι να διαλύσεις την εικόνα του ήρωα, γιατί να μην τον στείλουμε στον βασιλιά του ροκ στη Γαλλία; Ο Τζόνι κι εγώ είχαμε συναντηθεί κάποιες φορές αλλά δε γνωριζόμασταν ιδιαίτερα. Ήταν φοβερό που συμφώνησε να πάρει μέρος στην ταινία, στην οποία αυτοσαρκάζεται. Και ο Τζόνι είναι πραγματικά ροκ τύπος!
Πώς βρίσκεις συμπρωταγωνιστές για μια ταινία που είναι εν μέρει αυτοβιογραφική;
Οι προφανείς επιλογές ήταν όλοι εκείνοι που με γνωρίζουν καλύτερα, επαγγελματικά και προσωπικά. Ο ατζέντης μου, η Μαριόν, οι φίλοι μου… Ακόμη και ο πρώην βοηθός μου, με τον οποίο δουλεύαμε μαζί για οκτώ χρόνια. Μόνο ο γιος μου στην ταινία δεν είναι ο πραγματικός γιος μου. Προφανώς δεν ήθελα να τον εμπλέξω σε ένα τέτοιο πρότζεκτ.
Μετά από το ντεμπούτο σας, «Mon Idole», είναι η δεύτερη φορά που σκηνοθετείτε και ταυτόχρονα πρωταγωνιστείτε σε μια ταινία. Πόσο εύκολο είναι να τα συνδυάζετε;
Πρέπει να ξεχνάς ότι είσαι ο σκηνοθέτης. Το θετικό με μένα είναι ότι προετοιμάζομαι αρκετά. Πριν το γύρισμα, έχω στήσει όλη την ταινία στο μυαλό μου. Όταν γράφω, φαντάζομαι μια σκηνή με όλες τις λεπτομέρειες, τις κινήσεις της κάμερας, τα πάντα. Έτσι όταν φτάνω στο γύρισμα, μπορώ να επικεντρωθώ στους ηθοποιούς μου. Όταν είσαι μέρος του καστ, μπορείς πιο εύκολα να θέσεις τον ρυθμό, αν και μερικές φορές είναι κάπως σχιζοφρενικό να παίρνεις μέρος σε μια σκηνή ενώ ταυτόχρονα την παρατηρείς απ’ έξω ως σκηνοθέτης.
Το «Μεγάλωσε αν Τολμάς» είναι μια πολύ θαρραλέα ταινία. Προσπάθησε κανείς να σας μεταπείσει από το να την κάνετε;
Φυσικά, αλλά υπήρξαν και αρκετοί που ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδεις. Για περίπου έναν χρόνο, είχα κι εγώ τις αμφιβολίες μου, είχα χάσει κάθε διάθεση να σκηνοθετήσω. Σταμάτησα τη δουλειά, άρχισα και πάλι να ασχολούμαι με την ιππασία και πέρασα υπέροχα. Εκείνη η χρονιά με βοήθησε να καταλάβω ότι αν δεν έκανα ξανά ταινία, θα ήμουν δυστυχής γιατί η δουλειά μου με γεμίζει. Και μετά σκέφτηκα ότι έχω κάνει πάνω από 45 ταινίες ως ηθοποιός και 4 ως σκηνοθέτης, όλες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους – αν ήταν να κάνω μια νέα ταινία, τότε ας την έκανα με την μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία και το μεγαλύτερο ρίσκο. Και αυτό έκανα, ανακαλύπτοντας στην πορεία μια ευχαρίστηση που είχα χάσει.
Συνέντευξη με την Marion Cotillard
Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση όταν μάθατε για το πρότζεκτ;
Τη βρήκα πολύ ωραία ιδέα. Ακόμη και στις πρώτες φάσεις του σεναρίου, υπήρχαν πολύ αστείες σκηνές γύρω από το θέμα της εικόνας, κάτι που φυσικά με απασχολεί και μένα. Υπάρχει πάντα μία διαφορά ανάμεσα σε αυτό που είσαι, την εικόνα που προβάλλεις στα ΜΜΕ -ή αυτή που θα ήθελες να προβάλλεις- και την εικόνα που έχουν οι άνθρωποι για σένα. Εξάλλου, μια μόνο λέξη ή φράση μπορεί να διαστρεβλώσει τη πραγματικότητα και να διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στη φαντασία, τον μύθο και την αλήθεια.
Στην ταινία, μία απλή συνέντευξη πυροδοτεί ένα τσουνάμι…
Αγάπησα πολύ την ιδέα ενός μικρού σπόρου που φυτεύεται στο μυαλό κάποιου και οδηγεί σε έναν πλήρη νευρικό κλονισμό. Δείχνει το ότι μπορείς να επηρεαστείς βαθιά από τον τρόπο που σε βλέπουν οι άλλοι. Γύρω στα σαράντα, μια ηλικία που προσφέρεται για αμφιβολίες και ερωτήματα, είναι ακόμη χειρότερο. Αν δε δουλέψεις αρκετά για να καταλάβεις το ποιος είσαι πραγματικά, είναι τόσο εύκολο να χάσεις τον δρόμο σου.
Σας φόβισε καθόλου το γεγονός ότι, σε μια ταινία που μιλά για το πώς είναι να είσαι διάσημος θα πάρετε μέρος ως ο εαυτός σας;
Ούτε μια στιγμή. Για δύο λόγους: το γεγονός ότι είναι κωμωδία και η απόλυτη εμπιστοσύνη που έχω στον Γκιγιόμ. Ξέρω ότι θα μας έδειχνε σεβασμό και ότι θα συνδύαζε με επιτυχία την κωμωδία με τις πιο σοβαρές στιγμές. Το «Μεγάλωσε αν Τολμάς» έχει στοιχεία που υπάρχουν στη ζωή μας αλλά ορισμένες λεπτομέρειες αποκτούν τεράστιες διαστάσεις και όλα γίνονται στόχος κοροϊδίας.
Η Μαριόν Κοτιγιάρ της ταινίας δηλώνει πως ένας καλός ρόλος πρέπει να περιλαμβάνει κάποιου είδους αναπηρία ή ιδιαίτερη προφορά. Η ταινία δε σας χαρίζεται καθόλου.
Προφανώς, σατιρίζει μια άποψη που μπορεί να έχουν πολλοί για το πώς διαλέγω τους ρόλους μου. Έτσι με εκδικείται ο Γκιγιόμ για όλες τις φορές που με έχει δει και ακούσει να δουλεύω τόσες διαφορετικές προφορές!
Πώς παίζεις τον εαυτό σου, ενώ ταυτόχρονα κάνεις ένα βήμα μακριά από τον εαυτό σου;
Η δυσκολία μετριάστηκε από την προφορά που έχω σε ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας. Δημιουργεί αμέσως απόσταση από εσένα και στρέφει τους θεατές προς την κωμωδία. Η Μαριόν Κοτιγιάρ της ταινίας είναι πολύ πιο ακραία απ’ ό,τι είμαι εγώ όταν προετοιμάζομαι για έναν ρόλο, αλλά αρκετές σκηνές βασίζονται στην πραγματικότητα. Η μελέτη ενός ρόλου μπορεί να σε οδηγήσει σε περίεργη συμπεριφορά. Θυμάμαι ακόμη την έκφραση του Γκιγιόμ όταν του είπα ότι πήρα τον ρόλο της Λαίδης Μακβέθ ή όταν εκείνος μου είπε ότι θα έπαιζε έναν κατά συρροή δολοφόνο.
Δεν έχετε παίξει σε κωμωδία εδώ και πολύ καιρό.
Ο Γκιγιόμ ήξερε πόσο ήθελα να επιστρέψω στην κωμωδία, είναι ένα είδος που δεν έχω δουλέψει αρκετά. Ήξερε επίσης το άγχος μου – δε μου είναι κάτι γνώριμο. Ένιωσα την εμπιστοσύνη του σε μένα, όμως, και ο ίδιος είναι προικισμένος στην κωμωδία. Ξεκίνησε άλλωστε ως stand-up κωμικός.
Πώς είναι σαν σκηνοθέτης;
Είναι φοβερά ακριβής, ένας τελειομανής που θέτει γερές βάσεις. Σπανίως αναθέτει δουλειές σε άλλους, προσέχει κάθε λεπτομέρεια και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Ως ηθοποιός, ξέρει τι συναισθηματικές μεταπτώσεις περνά ένας ηθοποιός με τις ανασφάλειές μας και τα άγχη μας. Ειδικά σε αυτήν την ταινία, με βοήθησε να βρω τον απαραίτητο τόνο, την ισορροπία ανάμεσα στην ειλικρίνεια του χαρακτήρα και την κωμωδία. Το γεγονός ότι με ξέρει τόσο καλά και ξέρει την ανασφάλειά μου με την κωμωδία, ήταν τεράστια βοήθεια για μένα.
Πέρα από τα κωμικά στοιχεία, το «Μεγάλωσε αν Τολμάς» θίγει ορισμένα σοβαρά ζητήματα, όπως τον φόβο των γηρατειών.
Ένας φόβος που είναι ιδιαίτερα χειροπιαστός στους ηθοποιούς. Όλοι μας βλέπουμε τους εαυτούς μας να γερνάνε επί της οθόνης. Βλέπουμε τους ρόλους μας να αλλάζουν καθώς μεγαλώνουμε. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα ανήσυχο για όσους ταυτίζονται με μια νεανική εκδοχή του εαυτού τους. Σε απάντηση αυτών των φόβων, η σύγχρονη κοινωνία προσφέρει άμεσες λύσεις, που είναι συμπτωματικές του κόσμου στον οποίο ζούμε. Η ταινία θίγει αυτό το ζήτημα με ένα καυστικό χαμόγελο, αλλά και με ουσία και τρυφερότητα. Νιώθω μεγάλη συμπόνοια για εκείνους/ες που καταφεύγουν στον πλαστικό χειρούργο. Είναι σα να επιδεικνύουν το εσωτερικό τους χάος και αυτό είναι κάτι που με στενοχωρεί.
Για πολλά χρόνια τώρα η καριέρα σας είναι διεθνής. Νιώθετε κάτι διαφορετικό για μια γαλλική ταινία σε σχέση με μια ξένη παραγωγή.
Όχι, κάθε ταινία είναι διαφορετική, μια νέα περιπέτεια. Αυτή ήταν πραγματικά ξεχωριστή. Ήμουν χαρούμενη που δούλευα ξανά με τον Γκιγιόμ. Η εμπειρία του «Blood Ties», που δε βρήκε ποτέ το κοινό του, ήταν πολύ έντονη. Το να τον βλέπω στο γύρισμα μετά την ταινία εκείνη, και μάλιστα με μια τόσο προσωπική ιστορία και την ελαφρότητα που φέρνει η κωμωδία, ήταν πολύ συγκινητικό.
Στούς κινηματογράφος απο την Rosebud.21