Narita Boy Review – Ένα όμορφο retro πυροτέχνημα

0
67

Neon, check. Lasersword, check. Pixels, check!

Όσοι αγαπάτε τα retro-indies των τελευταίων χρόνων είναι πολύ πιθανό να ανιχνεύσατε κάποια στιγμή στο ραντάρ σας το Narita Boy και εν συνεχεία να το χάσατε… Αυτό διότι ο τίτλος του Ισπανικού Koba Studio έμοιαζε για χρόνια χαμένος στην μαύρη δίνη του Kickstarter, αγχώνοντας ευλόγως τους backers του. Ενδεικτικό των προβλημάτων που εμφανίστηκαν στην παραγωγή είναι πως ενώ τελικά κατάφερε να κυκλοφορήσει προ ολίγων ημερών, υπάρχει ανεβασμένο “final” trailer από το μακρινό πια 2017. Ας δούμε, όμως, κατά πόσο άξιζε η αναμονή.

Το Narita Boy είναι και αυτό μέρος του indie κύματος που καλπάζει τα τελευταία χρόνια, έχοντας ως κοινό παρονομαστή τη νοσταλγία και την εξιδανίκευση της αισθητικής των 80s. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που προφανώς πηγάζει από τα προσωπικά βιώματα όλων αυτών των νέων developers της σκηνής που έχουν βαλθεί να παραδώσουν τον απόλυτο 16-bit τίτλο. Άλλωστε, είναι σύνηθες στην τέχνη, ιδιαίτερα τα πρώτα έργα των δημιουργών τους να χαρακτηρίζονται από αυτοβιογραφικά στοιχεία, αν και ορισμένες φορές αυτό θα μπορούσε να διαγνωσθεί και ως παιδική ασθένεια. Στην προκειμένη, το Narita Boy αντλεί έμπνευση και προβληματισμούς από το μινιμαλιστικό, ρετρό, φουτούρ παρακλάδι που όρισε εικονογραφικά το TRON και συνέχισαν ταινίες σαν το War Games και το The Last Starfighter. Σε μία ιστορία που πιθανότατα όλο και κάπου έχετε ξαναδεί/διαβάσει/παίξει, ο πρωταγωνιστής μας μεταφέρεται ξαφνικά από τον φυσικό κόσμο σε ένα ψηφιακό περιβάλλον, του οποίου ο προγραμματιστής-δημιουργός δείχνει να έχει πέσει σε κώμα.

Σκοπός μας ως ο ψηφιοποιημένος πια Narita Boy είναι να ανασύρουμε, ανακαλύπτοντας τες, τις διάσπαρτες μνήμες του δημιουργού, ώστε να τον επαναφέρουμε και αναμενόμενα στην πορεία να κατατροπώσουμε τις στρατιές και τον υπεύθυνο όλης αυτής της κατάστασης που ακούει στο λιτό όνομα Him. Η εξιστόρηση το παρακάνει λίγο στην εισαγωγή, με τον κόσμο του παιχνιδιού να συστήνεται μέσο υπερπληροφόρησης και ορολογίες που επιδιώκουν να “ψαρώσουν”, αλλά στην περίπτωσή μας βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση, καθότι έχουν τις ρίζες τους στην Ελληνική.

Το σενάριο είναι προβλέψιμα στερεοτυπικό, εμπλουτίζεται όμως όμορφα με θεολογικής και οικογενειακής χροιάς παραλληλισμούς που αφορούν τη δομή του ψηφιακού βασιλείου. Επιπλέον, ξεχωρίζουν τα sequences των αναμνήσεων που από ότι φαίνεται έχουν εξελιχθεί σε βασικό συστατικό του είδους. Ειλικρινά, δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που παρόμοιου ύφους τίτλος δεν εμπεριείχε flashbacks που αποκάλυπταν βασανισμένο παρελθόν . Η κατηγορία χρειάζεται μία ανανέωση τουλάχιστον σε αυτόν τον αφηγηματικό τομέα.

Πραγματοποιώντας μία σύντομη αναδρομή στα παλαιότερα προωθητικά screenshots και trailers, αποκαλύπτονται οι δυσκολίες και η αναποφασιστικότητα(;) που προέκυψαν κατά τον κύκλο ανάπτυξης του παιχνιδιού. Επιπρόσθετες old school gaming σφήνες με brawler και arcade shooting σημεία που φανερώνουν πως αρχικός στόχος του Koba Studio ήταν ένα ολιστικό tribute στο παλιακό gaming, έχουν εγκαταλειφθεί εντελώς, καθώς επίσης και κάποιοι περιβαλλοντικοί γρίφοι απουσιάζουν. Αυτό που μένει ως τελικό προϊόν είναι ένα δυσδιάστατο hack ‘n’ slash με ψευδαίσθηση περί μη-γραμμικότητας.

Και γράφω ψευδαίσθηση διότι παρότι δεν ακολουθείται η πατροπαράδοτη «από αριστερά προς τα δεξιά ροή», το συνεχόμενο πισωγύρισμα στις οθόνες του παιχνιδιού σχετίζεται αποκλειστικά με την εύρεση κλειδιών που απαιτούνται για την πρόοδο. Ως αποτέλεσμα, οι εισαγωγικές metroidvanizουσες υπόνοιες καταρρίπτονται γρήγορα με τη συνειδητοποίηση του back and forth μονόδρομου. Το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν είναι αρνητικό, αφού ως γνωστόν υπάρχουν άπειρα metroidvania εκεί έξω, σχετίζεται όμως με το μοναδικό σημείο που όντως με ενόχλησε, αφού μπορεί να χαθεί εν άγνοιά μας η ευκαιρία να ολοκληρωθεί κάποιο από τα ελάχιστα side quests που είναι διαθέσιμα. Η γραμμικότητα εδώ έπρεπε σίγουρα να είναι πιο διαλλακτική.

Εκτός της απλοϊκής εξερεύνησης και του μηδαμινού, άνευ συγκινήσεων platforming, την υπόλοιπη ολιγόωρη περιπέτεια θα την περάσουμε μαχόμενοι. Στους μηχανισμούς της μάχης έχει δοθεί και το περισσότερο βάρος από την ομάδα ανάπτυξης αναφορικά με το gameplay. Ο βασικός hack ‘n’ slash πυρήνας που προαναφέρθηκε είναι ικανοποιητικός, αλλά δεν εξελίσσεται περαιτέρω αυτός καθαυτός, με πιο μακροσκελή και καταστροφικά combos.

Αντιθέτως, η ισορροπία επιτυγχάνεται με την προσθήκη πολλαπλών upgrades, η χρήση των οποίων είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των ποικίλων και ολοένα και πιο απαιτητικών εχθρών που εισάγονται συνεχώς. Καταλήγουμε έτσι σε ένα σύστημα μάχης, το οποίο αν και πληθωρικό δεν εμβαθύνει στις διαφορετικές πτυχές του. Παρομοίως, τα bosses αποδεικνύονται ως επί το πλείστων κατώτερα των περιστάσεων, πάρα των αρχικών εντυπώσεων που προκαλούν οι εντυπωσιακές μορφές τους. Για παράδειγμα, τα μοτίβα των επιθέσεών τους ερμηνεύονται εύκολα και η καταπολέμησή τους συμβαίνει δίχως να πρέπει να επιστρατεύσουμε ιδιαίτερες δεξιότητες.

Γενικά, το Narita Boy παρουσιάζει καθ’όλη τη διάρκειά του έναν καλοστημένο κορμό που αφήνει βάσιμες υποψίες ότι θα μπορούσε να στηρίξει μία βαθύτερη, παικτικά, εμπειρία. Και αν και οι μηχανισμοί του δεν αναπτύσσονται επαρκώς ώστε να θέσει υποψηφιότητα για GOTY, ούτε η δυσκολία του το καθιστά ένα ακόμα 2D Soulslike, καταφέρνει πανηγυρικά το ναι είναι cool με εκείνον τον ρετρολαγνικό 80s τρόπο, και με το παραπάνω μάλιστα, με σχεδόν κάθε επιθετική λειτουργία του Narita Boy να προσκυνά στον βωμό του fanservice.

Το menu περιλαμβάνει τα πάντα. Και νίντζα-jedi θα νιώσετε, πετσοκόβοντας εχθρούς με το φωτόσπαθό σας, και την οθόνη θα γεμίσετε ala Cyclops, λιώνοντας άπαντες με το laser beam και mecha θα γίνεται διαλύοντας ότι βρεθεί στο διάβα σας (κάτι που είναι πάντα καλοδεχούμενο).

To coolness του κατά τα άλλα επιδερμικού gameplay έρχεται να εξυψώσει ο εικαστικός τομέας που γίνεται ξεκάθαρο πως αποτελεί και το μεγαλύτερο selling point του τίτλου. Εντυπωσιακά set pieces, sprites που προκαλούν δέος, γλαφυρά απολαυστικά animations, όλα δοσμένα μπροστά σε διαδοχικές μονοχρωματικές παλέτες που εναλλάσσονται επαρκώς ώστε να μην κουράζουν. Η retro neon αισθητική ίσως και να κατέκτησε τη νεότερη κορυφή της. To ίδιο δεν ισχύει και για το soundtrack του Salvinsky που να μεν «κάνει τη δουλειά», αλλά δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει ως αυτόνομο έναντι του ήδη υψηλού synthwave ανταγωνισμού.

Πηγή