Παρά τις γενναίες κρατικές επιδοτήσεις, τα νοικοκυριά δεν μπορούν να καλύψουν τους φουσκωμένους λογαριασμούς ρεύματος, με πρόσφατα στοιχεία να καταδεικνύουν ότι τα χρέη προς τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν εκτοξευθεί.
Παράλληλα, εντείνεται η αναζήτηση από νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις φθηνότερων τιμολογίων, με τον ενεργειακό τουρισμό, από πάροχο σε πάροχο, να αναπτύσσεται ραγδαία.
Μάλιστα, η δυστοκία πολιτών και επιχειρήσεων να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους τούς έχει οδηγήσει στο καταφύγιο της Καθολικής Υπηρεσίας, όπου, εκτός από όσους αντιμετωπίζουν πραγματικές δυσκολίες, βρίσκουν κάλυψη και οι επαγγελματίες μπαταξήδες.
Οπως αναφέρουν στο «Βήμα της Κυριακής» στελέχη μεγάλων εταιρειών προμήθειας, καταγράφεται έκρηξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών, με τα υπερήμερα χρέη μέρα με τη μέρα να αυξάνονται. Εντονότερο είναι το πρόβλημα στους λογαριασμούς που είναι ληξιπρόθεσμοι πάνω από 45 ημέρες, οι οποίοι σε ποσοστό 45% παραμένουν απλήρωτοι, όταν έναν χρόνο πριν το αντίστοιχο ποσοστό ήταν κάτω του 20%.
Με άλλα λόγια, περίπου ένας στους δύο καταναλωτές αδυνατεί ή δυσκολεύεται να πληρώσει τα τιμολόγια ρεύματος.
Διόλου τυχαία δεν ήταν η αναφορά του προέδρου της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) κ. Αθανάσιου Δαγούμα, ο οποίος σε επιστολή του προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα» στο φύλλο της 7ης Αυγούστου) τόνιζε ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές καταναλωτών προς τους προμηθευτές που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ αναδεικνύονται δυνητικά σε παράγοντα αποσταθεροποίησης της ενεργειακής αγοράς.
Μάλιστα, επισήμανε τον κίνδυνο δημιουργίας νέων, που θα παραμείνουν οριστικά ανείσπρακτες, καθώς είναι πλέον επιτρεπτή η αλλαγή προμηθευτή χωρίς την εξόφληση ή έστω τον διακανονισμό των προηγούμενων οφειλών.Και κακοπληρωτές
Έτσι, με τις τιμές ρεύματος να συνεχίζουν να αυξάνονται αλματωδώς, οι πάροχοι αναμένουν από Σεπτέμβριο εκτίναξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Ηδη, το ποσοστό των ανεξόφλητων λογαριασμών φτάνει, κατά προσέγγιση, το 4% του τζίρου από περίπου 1%-1,5% πριν από έναν χρόνο.