Ο Ιησούς Χριστός ως ιστορικό πρόσωπο και η πορεία μέχρι τη θρησκεία

1
117

Σε έναν πολιτισμό εδραιωμένο πάνω στη Χριστιανική Θρησκεία η άρνηση της ύπαρξης του Ιησού μπορεί να φαίνεται με την πρώτη ματιά ως γελοία ιδέα ή ακόμη και ανόητη. Σε τελευταία ανάλυση περνάει το επιχείρημα ότι η «γενική τάση των λόγιων και επιστημόνων» αποδέχεται ότι υπήρχε ένας ιστορικός Ιησούς, ακόμη και αν δεν υπάρχει συμφωνία για το ποιος πραγματικά ήταν, πότε ακριβώς έζησε, τι έκανε ή τι είπε.

Σήμερα, οι μελετητές της Καινής Διαθήκης οδηγούνται ανάμεσα σε δυο κόσμους, σε έναν όπου ο θεολογικός Ιησούς («ο υιός του Θεού») βρίσκεται στην κεντρική σκηνή – αλλά αυτός ο Ιησούς βέβαια αναγνωρίζεται σαν θέμα πίστεως – και σε έναν άλλον κόσμο, τον «κόσμο του ιστορικού Ιησού».

Μια λεπτομερής και συχνά διεξοδική έρευνα για την ιστορία, τον πολιτισμό και την πολιτική της Παλαιστίνης στη δεύτερη εκκλησιαστική περίοδο δημιουργεί ένα ιστορικά έγκυρο υπόβαθρο. Έναντι αυτού του υπόβαθρου ένα λεπτό κατασκεύασμα του «Ιησού» κάνει τη φασματική του εμφάνιση.

Είναι όμως το ίδιο το ιστορικό πλαίσιο που επιτρέπει σ’ αυτόν τον σωτήρα-φάντασμα να «ζήσει», να «πεθάνει» και να «αναστηθεί» και δια μέσου αυτού να αφήσει την απατηλή του σκιά στην ιστορία.

«Ιστορικά, είναι πολύ αμφίβολο ότι ο Ιησούς υπήρξε. Αλλά και να υπήρξε, το σίγουρο είναι ότι δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν». – Μπέρτραντ Ράσελ (Βρετανός φιλόσοφος).

Είμαστε σίγουροι ότι η Ιερουσαλήμ υπήρχε, όπως και ο Ηρώδης, οι Φαρισαίοι και οι Ρωμαίοι, γιατί όχι και ένας Ιησούς;

Οι επαγγελματίες ιστορικοί δεν είναι απαραίτητα δεσμευμένοι με κάποιο ειδικό ενδιαφέρον για το θέμα του Ιησού – και είναι όλοι καλά πληροφορημένοι για την αμφιλεγόμενη φύση του. Ένας μελετητής που ανακοινώνει ότι πιστεύει ότι δεν υπάρχει ιστορικά κάποιος Ιησούς είναι πιο πιθανόν να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση, ακόμη και τον περίγελο, και λίγα θα κερδίσει από την ειλικρίνειά του.

Έτσι οι περισσότεροι μελετητές, μεγαλωμένοι και εκπαιδευμένοι σε μια χριστιανική κουλτούρα είναι ικανοποιημένοι είτε με το να υποθέτουν ότι ο Ιησούς υπήρξε (και υποκύπτουν στις γνώμες των ειδικών της Βίβλου που συχνά είναι άνθρωποι της πίστεως), είτε ενώ δίνουν την ανεπάρκεια αποδεικτικών στοιχείων για πολλές ιστορικές προσωπικότητες, προλογίζουν την αβεβαιότητά τους με ένα «πιθανόν». Είναι πολύ πιο ασφαλές για αυτούς να διακηρύξουν την «πιθανότητα ενός προσώπου πίσω από το μύθο» ακόμη και όταν αιτιολογούν ότι τα στρώματα του επικαλυμμένου μύθου επισκιάζουν την οποιαδήποτε γνώση για αυτό το πρόσωπο.

Αυτή η «ασφαλής» και άτολμη επιλογή διατηρεί ταυτόχρονα την «ασάφεια» ενός ξυλουργού σε ένα αρχαίο, επαρχιακό, απομονωμένο τόπο («η ανυπαρξία αποδείξεων δεν είναι απόδειξη της ανυπαρξίας») και μια ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση από «θέματα πίστης» τα οποία ανύψωσαν αυτόν τον υποτιθέμενο αφανή γκουρού σε μια εικονική θέση.

Για τη ζωή του Ιησού δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, εκτός των Ευαγγελίων, τα οποία όμως, όπως όλα τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δεν θεωρούνται έγκυρα ιστορικά συγγράμματα.

Η ευρέως διαδεδομένη άποψη είναι ότι τα βιβλία της Αγίας Γραφής είναι «θεόπνευστα», ενώ τα γεγονότα που περιγράφουν είναι απολύτως ακριβή. Η πραγματικότητα απέχει πραγματικά πολύ…

Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν σύμφωνα με μελέτες αρκετά χρόνια μετά τον υποτιθέμενο θάνατο του Χριστού, από περισσότερους από έναν συγγραφείς. Τα πρωτότυπα δεν έχουν διασωθεί, ενώ αρχαιότερο θεωρείται ένα αντίγραφο του 2ου αι. μ.Χ., που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Σε μια εποχή όπου η τυπογραφία αποτελούσε επιστημονική φαντασία, ο μόνος τρόπος εξάπλωσης ενός χειρογράφου ήταν η αντιγραφή του με το χέρι. Μια τέτοια τεχνική γεννούσε πολλά προβλήματα, γιατί εκτός από τα όποια λάθη στη μετάφραση (διαμάχες πάνω στη μετάφραση της Βίβλου συνεχίζονται μέχρι σήμερα), σκόπιμα πολλές φορές ο μοναχός-γραφέας προσέθετε ή αφαιρούσε κομμάτια από το κείμενο, ανάλογα με τις τάσεις του δόγματος που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Αμέτρητα αποσπάσματα από τη Βίβλο αμφισβητούνται ή αποδίδονται σε άλλους συγγραφείς, όπως για παράδειγμα το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε για να τεκμηριώσει το αλάθητο του Πάπα (Κατά Ματθαίον 16,16-19).

Αλλά ακόμα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες υποβαθμίζουν τη σημασία των Ευαγγελίων, αναφέροντας ότι: «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια… αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια… όπως καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους» (μητροπολίτης Ναυπακτίας Ιερόθεος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/4/2006).

Αυτό σημαίνει ότι τίποτα σταθερό (γραπτό) δεν υπάρχει, παρά τις συνεχείς αναφορές σε λόγια που είπαν ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος κλπ. Για κάθε εποχή ισχύει λοιπόν αυτό που επιβάλλει η συγκυρία και εξυπηρετεί τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Έτσι, «η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα αιτήματα κάθε τόπου και κάθε εποχής» (προμετωπίδα θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθήνας) – τουτέστιν ο ορισμός του καιροσκοπισμού.

Οι «καταπληκτικές» ομοιότητες της ζωής του Ιησού με προγενέστερες θεότητες

Ο χριστιανισμός, όπως όλες οι ανθρώπινες θρησκείες, επηρεάστηκε από παλαιότερες και σύγχρονές του θρησκείες και φιλοσοφίες.

Υπάρχουν τουλάχιστον 15 θρησκείες, στις οποίες όλως τυχαίως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ενδεικτικά:

Στη θρησκεία των αρχαίων Αιγυπτίων, που χρονολογείται από το 3000 π.Χ., κεντρική είναι η φιγούρα του θεού-ήλιου Χόρους. Αυτός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου από την παρθένο Ίσιδα, ενώ η γέννησή του συνοδεύτηκε από την εμφάνιση ενός άστρου από την ανατολή, το οποίο ακολούθησαν τρεις μάγοι για να φτάσουν στο σημείο της γέννησης και να του φέρουν δώρα. Στην ηλικία των 12 ήταν παιδί δάσκαλος, ενώ μόλις συμπλήρωσε τα 30 ξεκίνησε τη βασιλεία του, αφού πρώτα βαπτίστηκε από κάποιον Ανάπ. Στα ταξίδια του συνοδευόταν από 12 μαθητές και έκανε πολλά θαύματα, όπως θεραπεία αρρώστων και περπάτημα στο νερό. Κάποια από τα πολλά ονόματα με τα οποία τον προσφωνούσαν ήταν «ο γιος του θεού», «καλός ποιμένας», «αμνός του θεού», «η αλήθεια», «το φως» και πολλά άλλα… Αφού προδόθηκε από τον Τυφώνα, ο Χόρους σταυρώθηκε, θάφτηκε για 3 μέρες και αναστήθηκε!

Ο Άττις στη Φρυγία, γεννήθηκε από την παρθένα Κυβέλη στις 25 Δεκεμβρίου. Σταυρώθηκε, θάφτηκε σε τάφο και αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες.

Στην Ινδία ο Κρίσνα γεννήθηκε από την παρθένα Ντεβάκι, με ένα άστρο στην ανατολή να σηματοδοτεί τον ερχομό του.

Στην Περσία ο Μίθρα γεννήθηκε από παρθένο, σε μία σπηλιά στις 25 Δεκεμβρίου, και αμέσως δέχτηκε δώρα από τρεις βοσκούς. Είχε 12 μαθητές και έκανε πολλά θαύματα, ενώ μετά το θάνατό του θάφτηκε για τρεις ημέρες και έπειτα αναστήθηκε. Η επιγραφή «Όποιος δεν φάει το σώμα μου και δεν πιει το αίμα μου, ώστε να γίνει ένα μαζί μου κι εγώ ένα με αυτόν, δεν θα γνωρίσει τη σωτηρία» βρέθηκε σε ένα ιερό του…

Στην Ελλάδα είναι γνωστή η ιστορία του Διόνυσου, που γεννήθηκε από την παρθένο Σεμέλη στις 25 Δεκεμβρίου. Κάποιες από τις προσφωνήσεις του ήταν «βασιλεύς των βασιλέων», «ο μονογενής υιός του θεού», «το άλφα και το ωμέγα», «θεός Κύριος γεννηθείς εκ θεού» και πολλά άλλα. Ήταν δάσκαλος και ταξίδευε κάνοντας θαύματα, όπως η μετατροπή του νερού σε κρασί. Μετά το θάνατό του (και αυτός) αναστήθηκε.

Ακόμα, υπάρχουν αναφορές ότι ο Πυθαγόρας μπορούσε να καταλαγιάζει τα νερά των λιμνών και ποταμών, ώστε να περνούν οι μαθητές του και ότι ο Εμπεδοκλής είχε αναστήσει μια γυναίκα που ήταν πεθαμένη για 30 ημέρες!

Μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορική πηγή, είναι το έργο «Κατά Γαλιλαίων», που συνέγραψε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, λίγο καιρό πριν από τον αιφνίδιο θάνατό του. Ενδιαφέρον έχει να δούμε πώς ξεκινάει το βιβλίο, λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψη ότι δεν διασώζεται όλο το έργο του Ιουλιανού και αυτό που σώζεται έχει εξαχθεί μέσα από το έργο χριστιανού απολογητή, οπότε δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ακριβή σύνταξη των προτάσεων, όπως τις είχε γράψει ο ίδιος ο Ιουλιανός. Βέβαια, μπορούμε με αρκετή ασφάλεια να δεχθούμε το περιεχόμενο, όπως μας μεταφέρεται, ιδιαίτερα σε σημεία τα οποία είναι άκρως καυστικά εναντίων των χριστιανών (Γαλιλαίων σύμφωνα με τον Ιουλιανό). Αξίζει να σημειωθεί ότι το «απολογητικό» έργο, μέσα απ’ το οποίο έχει εξαχθεί το «Κατά Γαλιλαίων», γράφτηκε από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Κύριλλο, ο οποίος και ανακατέταξε (δηλαδή έκοψε και έραψε) το αρχικό κείμενο καταπώς τον διευκόλυνε και επιπλέον απάλειψε, όπως είπε και ο ίδιος, χωρία που τα θεώρησε υβριστικά.

Ο «Κατά Γαλιλαίων» λόγος του Ιουλιανού, ξεκινά ως εξής:

Μου φαίνεται σωστό να εκθέσω σε όλους τους ανθρώπους τους λόγους για τους οποίους πείστηκα ότι η σκευωρία των Χριστιανών είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, το οποίο συντέθηκε από κακουργία. Δεν έχει τίποτα το θεόπνευστο, αλλά επειδή εκμεταλλεύεται πέρα για πέρα εκείνο το κομμάτι της ψυχής, που αρέσκεται στους μύθους και που είναι παιδαριώδες και ανόητο, κατάφερε να μετατρέψει τερατώδεις αφηγήσεις σε πίστη της αλήθειας.

Και συνεχίζει…

…Κι ο Ιησούς που πήρε με το μέρος του τους πιο άχρηστους από τους Εβραίους, είναι ονομαστός πάνω από τριακόσια χρόνια τώρα, χωρίς να έχει κάνει τίποτα το αξιόλογο στην εποχή του˙ εκτός και αν θεωρήσουμε σπουδαιότατο έργο το ότι γιάτρεψε τους χωλούς και τυφλούς, και το ότι έκανε ξόρκια σε δαιμονισμένους στα χωριά Βησθαιδά και Βηθανία. Γιατί δεν ξέρετε καν αν μνημονεύει την αγνότητα, κι ωστόσο μιμείστε την οργή και την δριμύτητα των Ιουδαίων καταστρέφοντας ιερά και βωμούς και κατασφάξατε όχι μόνο τους δικούς μας που δεν εγκατέλειψαν την πατρογονική λατρεία, αλλά και κείνους από εσάς που είναι παραπλανημένοι όπως εσείς, τους αιρετικούς που δεν θρηνούν τον πεθαμένο με τον ίδιο τρόπο που το κάνετε εσείς. Αυτά όμως είναι μάλλον δικά σας γνωρίσματα˙ γιατί πουθενά, ούτε ο Ιησούς σας παρέδωσε τέτοιες εντολές ούτε ο Παύλος, γιατί ποτέ δεν πίστεψαν πως θα φθάσετε να έχετε τόσο μεγάλη δύναμη, τους αρκούσε να εξαπατούν υπηρέτριες και δούλους και, μέσω αυτών, γυναίκες και άνδρες όπως ο Κορνήλιος και ο Σέργιος. Αν δείτε πουθενά να μνημονεύονται ο Ιησούς και ο Παύλος από τους ιστορικούς της εποχής εκείνης (* σ.τ.μ. «Οι τηνικαύτα γνωριζόμενοι». Εκείνοι που μας μεταφέρουν τις γνώσεις τους γύρω από την συγκεκριμένη εποχή – δηλ. όσοι ιστορικοί αναφέρονται στην περίοδο 15 μ.Χ. μέχρι 54 μ.Χ.) -αφού αυτά συνέβαιναν επί Τιβέριου και βέβαια επί Κλαύδιου- τότε πιστέψτε ότι ψεύδομαι για όλα.

Άκρως ενδιαφέρουσα η, παραπάνω διατυπωμένη, διαπίστωση του Ιουλιανού, ο οποίος τολμά να διακινδυνεύσει το ίδιο του το κύρος, δηλώνοντας ότι κανένας ιστορικός της εποχής δεν μνημονεύει ούτε τον Ιησού ούτε και τον Παύλο και δεχόμενος να αποκληθεί ψεύτης αν οποιοσδήποτε εντοπίσει ιστορικούς, οι οποίοι να αναφέρουν την ύπαρξή τους! Αυτή είναι μια πραγματικά σημαντική πληροφορία. Ο ίδιος ο Ιουλιανός βέβαια, όπως φαίνεται στο σωζόμενο μέρος του έργου του (λιγότερο από το ένα τέταρτο του συνόλου), χρησιμοποιεί την πληροφορία αυτή για να δείξει την ασημαντότητα των προσώπων αυτών. Αλλά για εμάς είναι μια πληροφορία αξιόπιστης πηγής, που μας λέει ότι κανένας ιστορικός της εποχής του Ιησού και του Παύλου δεν τους μνημονεύει.

Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι τα αναγραφόμενα στα Ευαγγέλια και τις υπόλοιπες γραφές, εφόσον δεν είναι μεταγενέστερες προσθήκες και προσαρμογές, αποτελούν σύμπτυξη ιστοριών από τη ζωή και τις δραστηριότητες πολλών δεκάδων θρησκευτικών θαυματοποιών διδασκάλων, οι οποίοι έζησαν και δίδασκαν στην Παλαιστίνη εκείνους τους αιώνες και θεωρούσαν τον εαυτό τους προφήτη και μεσσία. Ένας ή περισσότεροι από αυτούς πιθανόν να ονομάζονταν Ιησούς, όνομα που ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή στην περιοχή. Κατά μία εκδοχή, μάλιστα, είναι πιθανόν να ταυτίζεται η δραστηριότητα του ευαγγελικού Ιησού με εκείνη του Ιωάννη του βαπτιστή.

Για τα χρόνια από τη γέννηση μέχρι τη δημόσια εμφάνιση του Ιησού, η οποία τοποθετείται σύμφωνα με αναφορές στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο περί τα έτη 28-29, δεν υπάρχουν επίσης ιστορικά στοιχεία. Αναφορές για τη σταύρωση τού ευαγγελικού Ιησού ομοιάζουν με υπαρκτά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα χρόνια διοίκησης του Πόντιου Πιλάτου (26-36). Η θανάτωση στο σταυρό επιβαλλόταν κατά το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο για πολιτικά εγκλήματα σε μη Ρωμαίους πολίτες. Η σταύρωση λοιπόν του Ιησού που εκτιμάται ότι έγινε στα έτη μεταξύ 29 και 31, πρέπει να είναι συνέπεια καταδίκης του για εξέγερση κατά της αυτοκρατορίας.

Από τα προαναφερόμενα δεν συνάγεται οπωσδήποτε η φυσική ανυπαρξία του Ιησού, δεδομένου ότι υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στον τότε γνωστό κόσμο, για τους οποίους σε καμιά ιστορική πηγή δεν αναφέρεται οτιδήποτε. Πολύ πιθανό είναι λοιπόν ότι ο Ιησούς υπήρξε ως φυσικό πρόσωπο, αλλά τίποτα από αυτά που μεγαλοποιούν τα ευαγγέλια δεν ευσταθεί, οπότε δεν θα έδωσε και καμιά αφορμή, με συζητήσεις περί το άτομό του, με μαζικές συναθροίσεις προσώπων, με θαύματα κλπ. κλπ., ώστε να αναφερθούν σ’ αυτόν οι Ιστορικοί της εποχής.

Απολλώνιος ο Τυανέας και Ιησούς Χριστός

Γνωρίζουμε όλοι μας ότι η ιστορία, ως συνήθως, γράφεται από τον νικητή. Επίσης γνωρίζουμε ότι η παραχάραξη της ιστορίας, με όποια «υλικά» απαιτούνται, αποτέλεσε εργαλείο προσπορισμού των νικητών Χριστιανών. Και ιδιαίτερα από την έναρξη (Α’ Οικουμ. Σύνοδος) της νεοτέρας «Χριστολογίας».

Μία τέτοια περίπτωση «καραμπινάτης» παραχάραξης είναι και αυτή του μεγάλου Έλληνα σοφού Απολλώνιου Τυανέα.
Γεννήθηκε το έτος 4 π.χ. και πέθανε σε βαθιά γεράματα το 100 μ.χ. περίπου. Υπήρξε ανθρωπιστής μέγας διδάσκαλος και κατά την διάρκεια της ζωής του θαυμάζονταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε παντού (Ρωμαϊκή επικράτεια) υπήρχαν εικόνες του, αγάλματα, ναοί αφιερωμένοι στο όνομα του, αλλά και νομίσματα.

Ήτανε γιος πάμπλουτου Καππαδόκη με βαθιά Ελληνική παιδεία, και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ταρσό της Κιλικίας η οποία φημίζονταν ως μέγιστη εστία της ελληνικής φιλοσοφίας. Χάρισε από νωρίς τα πλούτη του σε «αυτούς που νομίζουν ότι τα έχουν ανάγκη», και ξεκίνησε τον αγώνα του για πνευματικές κατακτήσεις.

Ο Τυανέας υπήρξε ένα ειρηνικός επαναστάτης, ένας αναθεωρητής της θρησκείας, ένας άνθρωπος που, μεταξύ των άλλων, επιτέθηκε στην «τάση» της εποχής να αλλάζουνε οι Έλληνες τα παραδοσιακά τους ονόματα με ΛατινοεβραΙκά.
Υπήρξε μέγας μύστης, και παρ’ όλες τις ικανότητες του και τις βαθιές του γνώσεις, έζησε ως ένα απόλυτο υπόδειγμα ηθικής και απλότητας, με βασικό του σκοπό την αποκατάσταση του Ελληνικού τρόπου σκέψης και ζωής στον τότε Ελλαδικό χώρο.

Την περίοδο που έζησε, δίδαξε αλλά και λατρεύτηκε από άκρη σε άκρη της Ρωμαϊκής επικράτειας, είναι συνάμα και η περίοδο που τοποθετείται…..η αρχή του Χριστιανισμού. Είναι η εποχή όπου στις περιοχές που ζουν Εβραίοι κυριαρχεί το μεσσιανιστικό δόγμα (σύμφωνα και με την τοπική τους παράδοση) καθώς και ακούγονται πολλά περί του ερχομού του Μεσσία.

Έζησε ζωή ενάρετη, λιτή, αποποιούμενος τα υλικά αγαθά και καταδικάζοντας αυστηρά τις καταχρήσεις και την αμαρτία. Γι’ αυτό τον αποκάλεσαν «θείον άνδρα».
Την ζωή του Απολλώνιου συνόδευσαν και αρκετοί θρύλοι και μύθοι (περισσότερες πληροφορίες παρακάτω) περί…θαυμάτων που έκανε (όπως η ανάσταση μιας νεκρής κοπέλας), που φυσικά σήμερα κανένας ορθολογιστής δεν δύναται ν’ αποδεχθεί.

Όταν πολύ αργότερα, περί τα τέλη του τρίτου αιώνα, η διαμάχη ανάμεσα στους εθνικούς και τους χριστιανούς είχε φουντώσει για τα καλά, πολλοί πολέμιοι της «φρέσκιας» θρησκείας αντιπαρέβαλλαν τον Απολλώνιο και την ιδιαίτερα διαδεδομένη διδασκαλία του στην χριστιανική διδαχή!

Με λίγα λόγια: O Απολλώνιος Τυανέας ήτανε κάτι σαν τον Χριστό για τους Εθνικούς. Σε όλα του τα θαύματα υπάρχουνε «ομοιότητες» με τα θαύματα που έκανε ο Χριστός.

Έτσι το 325 μ.χ. ο ηλιολάτρης (αλλά και θαυμαστής του Απολλώνιου) Κωνσταντίνος μέσω της Α’ Οικ. Συνόδου αφομοίωσε την διδασκαλία και την μεγάλη φήμη του Τυανέα, και παραχαράσσοντας την διδασκαλία του μαζί με τον Πυθαγορισμό, με κάποιες δήθεν Θεϊκές διδασκαλίες ενός υπερφυσικού Μεσσία (οι οποίες θα ήτανε όμως πιο συμφέρουσες για την Αυτοκρατορία από τις ριζοσπαστικές απόψεις του Τυανέα) δημιούργησε τον μύθο του «Μεσσία Χριστού»!.

Οι δε γραφιάδες εκείνου του ανοσιουργήματος που βαπτίστηκε Α’ Σύνοδος, ονομάστηκαν αργότερα… ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ! Κάπως έτσι αυτοχρίστηκαν όλοι τους, και ο αρχιμάγειρας της υπόθεσης ανακηρύχθηκε ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ..

Ο χριστιανισμός ως θρησκεία

Στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος θρησκεία, ούτε φαίνεται από το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Ιησού να υπήρχε ως στόχος η ίδρυση μιας νέας θρησκείας! Αντίθετα, οι ευαγγελικές περιγραφές (Ματθαίος, 5, 17-18) δείχνουν μια συμπεριφορά και ομιλία πιστού Ιουδαίου:

Μην νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον και τους προφήτας, ούκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι.

(πληρώ = εκπληρώ, συμπληρώνω).
Η εκτροπή των εξελίξεων προς μια νέα θρησκεία, αφενός με σύμπτυξη στοιχείων (συγκρητισμός) από την εβραϊκή, από το ελληνικό δωδεκάθεο και από διάφορες εθνικές θρησκείες στο χώρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της εκείθεν Ανατολής (Μίθρας, Άττις, Όσιρις κλπ), αφετέρου με καθιέρωση απλοϊκών διαδικασιών για εύκολη μετάνοια ύστερα από κάθε μορφής αμαρτίες (μέχρι και δολοφονίες), έγκαιρη επίγεια συγχώρεση (των πιστών) και ελπίδες για κατάκτηση της «μετά θάνατον ζωής», φαίνεται ότι έγινε από τον Απόστολο Παύλο, διάφορους οπαδούς και από μαθητές τού Ιησού – σε αντιπαράθεση με τον Απόστολο Πέτρο – οι οποίοι με τη δράση και το κήρυγμά τους ανύψωσαν τον ευαγγελικό Ιησού στη θέση τού ιδρυτή και ηγέτη. Η διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών του που κωδικοποιήθηκε στην «Καινή Διαθήκη», αναγνωρίστηκε ως επίσημη κρατική θρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον Κωνσταντίνο και επεβλήθη ως μοναδική από τον Θεοδόσιο.

Ο χριστιανισμός αποτελεί το τέκνο της σύγκρουσης μεταξύ του ανατολικού μεταφυσικού μυστικισμού και του ελληνικού ορθολογικού ανθρωποκεντρισμού. ο μεταφυσικός μυστικισμός, έκδηλος στο μονοθεϊστικό χαρακτήρα της χριστιανικής θρησκείας, επικράτησε σ’ αυτή τη σύγκρουση, με τη δυναμική υποστήριξη των Ρωμαίων στρατηγών, και με την καταπίεση, αποσιώπηση και, σε μερικές περιπτώσεις, διαστρέβλωση της φιλοσοφίας του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Αποτέλεσμα ήταν να χρειασθεί να φθάσει η ανθρωπότητα στον Kαρτέσιο για να ανακαλύψει εκ νέου τον ορθολογισμό, ο οποίος φαινόταν να έχει εκλείψει με την παρακμή της ελληνικής αρχαιότητας…

Αναδημοσιεύσαμε αποσπάσματα μιας εξαιρετικής ιστορικής ανάλυσης, επίκαιρης λόγω και των ημερών, αλλά οπωσδήποτε απαραίτητης προκειμένου να κατανοήσουμε την «ανακάλυψη» των θρησκειών και το ρόλο τους στην ιστορία. Διαφορετικά μπορούμε να συνεχίσουμε, όσοι διαφωνούμε αυταπατώμενοι,  και να ισχυριζόμαστε το «πίστευε και μη ερεύνα», ένα απο τα βολικότερα ίσως επιχειρήματα κάθε μυστικιστή,σκοταδιστή και ρασοφόρου στην ιστορία. Ο Μαρξ το είχε προσδιορίσει εύστοχα στον 19ο αιώνα των ιστορικών εξελίξεων και επαναστάσεων. «Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού«.