Ο Μάουριτς Κορνέλις Έσερ (Maurits Cornelis Escher, 17 Ιουνίου 1898 – 27 Μαρτίου 1972) ήταν Ολλανδός εικαστικός καλλιτέχνης. Εκτός από το σχέδιο και τη γραφιστική ο Έσερ, δούλεψε επίσης με τις τεχνικές της ξυλογραφίας, της λιθογραφίας και της χαλκογραφίας.
Κύριο στοιχείο της τέχνης του Έσερ είναι η απεικόνιση αδύνατων γραφικών παραστάσεων (ανθρώπων, ζώων, αντικειμένων κτλ.), οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση του απείρου, δηλαδή της ατελείωτης δημιουργίας σχεδίων ή οι «αδύνατες» παραδοξολογικές κατασκευές (κτίρια). Αυτή η ιδιαιτερότητα των σχεδίων του οφείλεται στην επιρροή που δέχτηκε ο Έσερ από τα μαθηματικά -με τα οποία παραδόξως δεν τα πήγε ποτέ καλά στο σχολείο- και ιδιαίτερα από αρχές της προβολικής γεωμετρίας, όπως και από τα πορίσματα και τις προτάσεις της μη Ευκλείδειας γεωμετρίας.
α πρώτα χρόνια, ο Έσερ σχεδίαζε τοπία και τη φύση. Επίσης σχεδίαζε έντομα, τα οποία εμφανίζονται συχνά σε μεταγενέστερα έργα του. Η πρώτη καλλιτεχνική του δημιουργία ολοκληρώθηκε το 1922. Το έργο του απεικόνιζε οχτώ ανθρώπινα κεφάλια, που φαινόταν το ένα να ξεπηδάει μέσα από το άλλο και κάλυπταν πλήρως το επίπεδο. Αργότερα, περίπου το 1924, έχασε το ενδιαφέρον του για την «κανονική διαίρεση» των επιπέδων και άρχισε να σχεδιάζει τοπία στην Ιταλία, με μη κανονικές προοπτικές, αδύνατες να υπάρξουν στην πραγματικότητα.
Η πρώτη φορά που ο Έσερ απεικόνισε στη ζωγραφική του το αδύνατο ήταν το “Δρόμος και Νεκρή Φύση”, το 1937. Η καλλιτεχνική του έκφραση δημιουργήθηκε περισσότερο από εικόνες στο μυαλό του παρά από παρατηρήσεις και ταξίδια σε άλλες χώρες. Γνωστά παραδείγματα οφθαλμαπατών που δημιούργησε ήταν το σχέδιο “Χέρια που σχεδιάζουν”, ένα έργο στο οποίο φαίνονται δύο χέρια που το καθένα σχεδιάζει το άλλο, το “Ουρανός και Νερό“, όπου το φως παίζει με τη σκιά, ώστε τα πουλιά να αποτελούν το υδάτινο υπόβαθρο που κολυμπούν τα ψάρια και τα ψάρια να αποτελούν το αέρινο υπόβαθρο που πετούν τα πουλιά και το “Ανεβαίνοντας και Κατεβαίνοντας“, στο οποίο οι γραμμές των ανθρώπων που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν σκάλες σε έναν άπειρο βρόχο, σε μια κατασκευή η οποία είναι αδύνατο να κατασκευαστεί αλλά είναι δυνατό να σχεδιαστεί μόνο αξιοποιώντας τις ιδιαιτερότητες της αντίληψης και της προοπτικής. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο “Καταρράκτης” (1961).
Ο Έσερ ασχολήθηκε κυρίως με λιθογραφίες και ξυλογραφίες αν και οι λίγες χαλκογραφίες που έκανε θεωρούνται αριστουργήματα τεχνικής. Στη γραφική του τέχνη, απεικόνιζε μαθηματικές σχέσεις μεταξύ των σχημάτων, των μορφών και του χώρου. Επιπλέον, εξερεύνησε την αλληλοσύνδεση των μορφών χρησιμοποιώντας άσπρο και μαύρο χρώμα, για να τονίσει τις διαφορετικές διαστάσεις. Στα έργα του είχε επίσης συμπεριλάβει κατοπτρικά είδωλα από κώνους, σφαίρες, κύβους, δακτύλιους και έλικες. Ο Έσερ ήταν αριστερόχειρας.[4]
Παρά το γεγονός ότι ο Έσερ δεν είχε μαθηματική εκπαίδευση – η κατανόηση που είχε για τα μαθηματικά ήταν οπτική και διαισθητική – η δουλειά του περιείχε έντονα το μαθηματικό στοιχείο. Πολλοί από τους κόσμους που είχε κατασκευάσει περιελάμβαναν αδύνατα αντικείμενα, όπως ο Κύβος του Νέκερ και το τρίγωνο του Πένροουζ. Σε αρκετά έργα ο Έσερ χρησιμοποίησε επαναλαμβανόμενες επικαλύψεις συνθέτοντας ψηφιδωτά. Οι μαθηματικοί και οι επιστήμονες εκτιμούν ιδιαίτερα την τεχνοτροπία του Έσερ, καθώς χρησιμοποιεί πολύεδρα και γεωμετρικές παραμορφώσεις. Για παράδειγμα στο έργο του “Βαρύτητα“, πολύχρωμες χελώνες βγάζουν τα κεφάλια τους μέσα από ένα ψηφιδωτό δωδεκάεδρο.
Η μαθηματική επιρροή στα έργα του προέκυψε γύρω στο 1936, όταν ταξίδεψε στη Μεσόγειο με την Ναυτιλική Εταιρεία “Άδρια“. Άρχισε να ενδιαφέρεται για την τάξη και τη συμμετρία. Ο Έσερ περιγράφει το ταξίδι του στη Μεσόγειο ως «την πλουσιότερη πηγή έμπνευσης που έχει ποτέ συναντήσει».
Μετά από το ταξίδι του στην Αλάμπρα, ο Έσερ προσπάθησε να βελτιώσει τα έργα τέχνης των Μαυριτανών χρησιμοποιώντας γεωμετρικά πλέγματα ως βάση των σχεδίων του, τα οποία στη συνέχεια επικάλυψε με πρόσθετα σχέδια, κυρίως ζώων όπως πουλιών και λιονταριών.
Οι πρώτες ενδελεχείς μελέτες στα μαθηματικά, που αργότερα τα ενσωμάτωσε σε έργα τέχνης του, ξεκίνησαν με τη δημοσιευμένη ακαδημαϊκή μελέτη του Τζορτζ Πόλυα, πάνω σε ομάδες συμμετρίας του επιπέδου, που την παρέλαβε από τον αδερφό του, Μπέρεντ Τζορτζ Έσερ. Αυτή η δημοσίευση τον ενέπνευσε να κατανοήσει την έννοια των 17 ομάδων συμμετρίας επιπέδου. Χρησιμοποιώντας αυτήν την μαθηματική έννοια, ο Έσερ δημιούργησε περιοδικές επικαλύψεις με 43 χρωματιστά σχέδια διαφόρων τύπων συμμετρίας. Από το σημείο αυτό ανέπτυξε μια μαθηματική προσέγγιση στην έκφραση της συμμετρίας στα έργα τέχνης του. Ξεκινώντας το 1937, δημιούργησε ξυλογραφίες με τη χρήση της έννοιας των 17 ομάδων συμμετρίας επιπέδου.
Το 1941, ο Έσερ συνόψισε τα συμπεράσματά του σε ένα τετράδιο, το οποίο ονόμασε Regelmatige vlakverdeling in asymmetrische congruente veelhoeken (“Η τακτική διαίρεση τομέων σε ασύμμετρα παραλληλισμένα πολύγωνα”).[5] Η πρόθεσή του στη συγγραφή του ήταν να βοηθήσει τον εαυτό του στην ενσωμάτωση των μαθηματικών στην τέχνη. Ο Έσερ θεωρείται ένας ερευνητής μαθηματικός της εποχής του, λόγω της τεκμηρίωσης με αυτό το έγγραφο, όπου μελέτησε τη βασιζόμενη σε χρώμα διαίρεση και ανέπτυξε ένα σύστημα κατηγοριοποίησης των συνδυασμών των ιδιοτήτων των σχημάτων, του χρώματος και της συμμετρίας.
Γύρω στο 1956, ο Έσερ εξερεύνησε την ιδέα της απεικόνισης του άπειρου σε ένα δισδιάστατο πεδίο. Συζητήσεις με τον Καναδό μαθηματικό Χάρολντ Σκοτ ΜακΝτόναλντ Κόξτερ πυροδότησαν το ενδιαφέρον του Έσερ στις υπερβολικές ψηφιδοθετήσεις, οι όποιες είναι κανονικές επικαλύψεις της υπερβολικής γεωμετρίας. Οι ξυλογραφίες του Έσερ “Όριο Κύκλου 1-4” επιβεβαιώνουν αυτή την έννοια. Το 1959 ο Κόξτερ δημοσίευσε το εύρημά του ότι αυτά τα έργα ήταν εκπληκτικά ακριβή. «Ο Έσερ το πέτυχε ακριβώς στο χιλιοστό»
Στον Έσερ απονεμήθηκε το παράσημο του Ιππότη του Τάγματος του Όραντζ-Νάσσαου το 1955. Μεταγενέστερα, δημιουργούσε τέχνη τακτικά για αξιωματούχους σε όλο τον κόσμο.
Ο Έσερ επίσης μελέτησε τοπολογία. Έμαθε πρόσθετες έννοιες στα μαθηματικά από το Βρετανό μαθηματικό Ρότζερ Πένροουζ. Με αυτή τη γνώση δημιούργησε το έργο “Καταρράκτης” και το “Πάνω και Κάτω“, με ακανόνιστες προοπτικές όπως και με την Λωρίδα του Μέμπιους.
Ο Έσερ τύπωσε το “Μεταμόρφωση 1” το 1937, που ήταν η αρχή από μία σειρά που διηγούνταν μία ιστορία χρησιμοποιώντας εικόνες. Τα έργα αυτά επέδειξαν το αποκαρύφωμα της ικανότητας του Έσερ να ενσωματώσει τα μαθηματικά σε τέχνη. Στη Μεταμόρφωση 1, μετέτρεψε ένα κυρτό πολύγωνο, σε κανονικό σχέδιο στο επίπεδο, ώστε να σχηματίσει ένα ανθρώπινο μοτίβο. Το αποτέλεσμα αυτό συμβολίζει την αλλαγή ενδιαφέροντος του Έσερ από τα φυσικά τοπία στην κανονική διαίρεση του επιπέδου.
Το έργο “Μεταμόρφωση 3” είναι αρκετά μεγάλο για να καλύψει όλους τους τοίχους σε ένα δωμάτιο, και στη συνέχεια να στραφεί πίσω προς τον εαυτό του.
Μετά το 1953 έγινε λέκτορας σε πολλούς οργανισμούς.
Ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης και οι πλούσιες γραφικές αναπαραστάσεις στο έργο του Έσερ είχαν μία διαρκή επιρροή στην επιστήμη και στην τέχνη, ενώ επιπλέον είναι σημείο αναφοράς σε κάθε έκφραση της μοντέρνας κουλτούρας.
Το 1969, ο επιχειρηματικός σύμβουλος του Έσερ, Γιαν Φερμόϋλεν (Jan W. Vermeulen), συγγραφέας της βιογραφίας του καλλιτέχνη στα Ολλανδικά, θεμελίωσε το Ίδρυμα Έσερ (MC Escher Stichting), όπου μεταφέρθηκαν ουσιαστικά όλα τα έργα του καλλιτέχνη, καθώς και εκατοντάδες από τα πρωτότυπα. Τα έργα αυτά αποτελούν αντικείμενο δανεισμού από το Ίδρυμα στο Μουσείο της Χάγης. Με το θάνατο του Έσερ, οι τρεις γιοι του, διέλυσαν το Ίδρυμα και έγιναν εταίροι στην κυριότητα των έργων του. Το 1980, η κυριότητα αυτή πουλήθηκε σε έναν Αμερικανό έμπορο έργων τέχνης και στο Μουσείο της Χάγης. Το μουσείο κατέχει το σύνολο της τεκμηρίωσης και ένα μικρό μέρος των ίδιων των έργων τέχνης.
Τα πνευματικά δικαιώματα παραμένουν στην κατοχή των τριών γιων του, που αργότερα τα πούλησαν στην Cordon Art, μία Ολλανδική εταιρεία. Ο έλεγχος των πνευματικών δικαιωμάτων μεταβιβάστηκε στην M.C. Escher Company BV του Μπάαρν,στις Κάτω Χώρες, που αδειοδοτεί χρήσεις για το σύνολο των έργων τέχνης του Έσερ όπως και τεκμήρια προφορικού και γραπτού λόγου του ιδίου, ενώ ελέγχει και τα εμπορικά σήματα. Η κατάθεση του εμπορικού σήματος “M.C. Escher” στις Ηνωμένες Πολιτείες βρήκε εμπόδια, αλλά η Ολλανδική εταιρεία επικράτησε στα δικαστήρια με την αιτιολογία ότι ένας καλλιτέχνης ή οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα να κατοχυρώσουν το όνομα ως εμπορικό σήμα.
Οι κύριες θεσμικές συλλογές πρωτότυπων έργων του Μ.Κ. Έσερ είναι το Μουσείο Έσερ, θυγατρική της Haags Gemeentemuseum στη Χάγη, η Εθνική Πινακοθήκη (Ουάσινγκτον, Η.Π.Α.), η Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά (Οτάβα), το Μουσείο του Ισραήλ (Ιερουσαλήμ), Huis ten Bosch (Ναγκασάκι, Ιαπωνία) και η Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βοστόνης.
Στο “Γκαίντελ, Έσερ, Μπαχ” από τον Ντάγκλας Χοφστάντερ[6], που εκδόθηκε το 1979, παρουσιάζονται ιδέες αυτοαναφορικότητας και περίεργων επαναληπτικών βρόχων, αντλώντας από ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνικών και επιστημονικών εργασιών, συμπεριλαμβανομένης των έργων του Μ.Κ. Έσερ και της μουσικής του Γ.Σ. Μπαχ, για να παρουσιάσει ιδέες πίσω από το θέωρημα της Μη Πληρότητας του Γκαίντελ.