Μπορεί ο πληθωρισμός να ξεπερνά το 11%, ωστόσο τα ωρομίσθια παραμένουν σχεδόν καθηλωμένα. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το δείκτη μισθολογικού κόστους του δευτέρου τριμήνου 2022.
Ειδικότερα, ο δείκτης μισθολογικού κόστους, χωρίς καμία διόρθωση (εποχική ή διόρθωση ως προς τον αριθμό των εργασίμων ημερών), σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του δευτέρου τριμήνου 2021, παρουσιάζει αύξηση κατά 0,8% έναντι αύξησης 2,1% κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2021 προς το 2020
Σημειώνεται πως σκοπός του δείκτη μισθολογικού κόστους είναι η καταγραφή της μεταβολής του ωρομισθίου ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας
Ο δείκτης μισθολογικού κόστους υπολογίζεται ως το πηλίκο του ωρομισθίου του εκάστοτε τριμήνου ως προς το μέσο ετήσιο ωρομίσθιο του έτους βάσης 2016.
Ως ωρομίσθιο ορίζεται το πηλίκο των ακαθάριστων αμοιβών προς τις πραγματοποιηθείσες ώρες εργασίας.
Οι ακαθάριστες αμοιβές περιλαμβάνουν τους μισθούς και τα ημερομίσθια (τακτικές αμοιβές και υπερωρίες), τα επιμίσθια και τις έκτακτες αμοιβές (δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα αδείας και κάθε μορφή bonus που δεν καταβάλλεται τακτικά), καθώς και τις αμοιβές για τις ημέρες που δεν πραγματοποιήθηκε εργασία (π.χ. ημέρες άδειας, αργίας, κύησης, λοχείας, ασθένειας, αποζημιώσεις απόλυσης κ.λ.π.).
Η κατάρτιση των δεικτών βασίστηκε σε στοιχεία που συλλέχθηκαν από τις επιχειρήσεις και στη χρήση μεθόδου εκτίμησης για τον υπολογισμό στοιχείων που λείπουν.
Για τον υπολογισμό του τριμηνιαίου δείκτη κόστους εργασίας μιας ομάδας τομέων, οι δείκτες κόστους εργασίας των μεμονωμένων τομέων σταθμίζονται, με βάση τη συμμετοχή του κόστους εργασίας των εργαζομένων κάθε τομέα κατά το προηγούμενο έτος προς το συνολικό κόστος εργασίας των εργαζομένων στην ομάδα τομέων κατά το ανωτέρω έτος.