Λίγο Borderlands, λίγο Destiny, λίγο Gears και αλατοπίπερο για γεύση
Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, όταν το Outriders είχε ανακοινωθεί αρχικά μου έμοιαζε παγερά αδιάφορο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, βρίσκομαι εδώ, είναι λίγο περασμένα μεσάνυχτα όταν γράφω αυτές τις λέξεις και συνειδητοποιώ πως είναι καλύτερα να μην έχεις προσδοκίες. Ναι, να μη περιμένεις απολύτως τίποτα. Να μη γνωρίζεις τι συμβαίνει, ποτέ, που, γιατί. Να αφήνεις το περιεχόμενο να φτάνει στα μάτια, στα χέρια, στα αυτιά σου και να σου χαρίζει ό,τι έχει να σου δώσει, χωρίς να είσαι προκατειλημμένος είτε θετικά είτε αρνητικά.
Φυσικά κάτι τέτοιο θα ήταν ουτοπικό, μιας και ζούμε σε έναν κόσμο που μας βομβαρδίζει με marketing σε κάθε του στροφή. Επομένως, το βάρος πέφτει στον καταναλωτή, στον παίκτη, να φιλτράρει και να αποβάλλει τον θόρυβο και να εστιάσει στην ουσία, στο περιεχόμενο, στην προσωπική του διασκέδαση και ψυχαγωγία. Ποια είναι, λοιπόν, η δική μου ουσία για το Outriders; Εν συντομία, είναι ένα άκρως διασκεδαστικό παιχνίδι που ωστόσο έχει πολλά ψεγάδια.
Όλη μου η εμπειρία μοιράστηκε με τον φίλο μου τον Γιάννο που είναι απ’ αυτούς που βιάζονται στα παιχνίδια και τρέχουν μπροστά. Αυτή τη φορά τον ανάγκασα βέβαια να περιμένει και να δει όλα τα cutscenes, γιατί εγώ ανήκω στην ακριβώς αντίθετη κατηγορία. Το αλληλοπείραγμα και οι καφρίλες, όπως φαντάζεστε, δεν είχαν τελειωμό και επομένως να έχετε κατά νου ότι η οπτική μου για το παιχνίδι προέρχεται από το πρίσμα του co-op. Βέβαια, το ίδιο το παιχνίδι είναι φτιαγμένο και προτείνεται ως κοινή εμπειρία για πολλούς παίκτες και κατά κάποιον τρόπο τρολλάρει -ας μου επιτραπεί η έκφραση- τον ίδιο του τον εαυτό. Εδώ έρχεται το πρώτο μου παράπονο.
Το Outriders αφηγείται -κατά βάθος- μια εξαιρετική sci-fi ιστορία. Τι σημαίνει, όμως, ρε Θέμη ‘κατά βάθος’ και πως γίνεται αυτό να είναι παράπονο; Θα σας εξηγήσω. Όλα ξεκινούν σε μια πλέον ακατάλληλη προς κατοίκηση Γη, εξαιτίας της άνευ προηγουμένου καταστροφής του περιβάλλοντος. Αυτό αναγκάζει την ανθρωπότητα να ξεκινήσει την προσπάθεια για μετανάστευση στον απομακρυσμένο πλανήτη Enoch, με δύο τεράστια διαστημόπλοια. Τα πράγματα στραβώνουν όμως, αφού το ένα πλοίο καταστρέφεται κατά την κατασκευή του, ενώ το δεύτερο φτάνει στον προορισμό του και μετά από ένα ταξίδι 83 ετών, μόνο για να ανακαλύψει ότι ο παράδεισος που έψαχνε ήταν μια θανατηφόρα κόλαση. Ο τίτλος καταπιάνεται με θέματα όπως η περιβαλλοντική καταστροφή, τα παιχνίδια εξουσίας ακόμη και σε στιγμές που κρίνεται η επιβίωση ενός είδους και πολλά άλλα που δε θέλω να αναφέρω μιας και θα χρειαζόταν να αποκαλύψω βασικά σημεία της πλοκής.
Θα αναρωτιέστε που είναι το παράπονο λοιπόν, αφού όλα μοιάζουν υπέροχα μέχρι τώρα. Δυστυχώς αυτή η ιστορία που έχει το υπόβαθρο, τη δομή, τις ανατροπές και ό,τι άλλο χρειάζεται για να πετύχει, παίρνει σάρκα και οστά μέσα από κακογραμμένους διαλόγους και χαρακτήρες που παραμένουν σχεδόν μέχρι και το τέλος αδιάφοροι. Ειδικότερα ο πρωταγωνιστής έχει μια υπερβολική δόση κακόγουστης μαγκιάς και πετάει ατάκες που είναι ικανές να σου παγώσουν το αίμα από το cringe. Σε όλο αυτό δε βοηθά καθόλου η συνολική ποιότητα των cutscenes, με τα πολλά άκομψα κοψίματα, καθώς και το γεγονός πως τα voice-overs είναι ως επί το πλείστων απογοητευτικά, αφού υπολείπονται της απαραίτητης ενέργειας και πάθους και συνήθως είναι άψυχα και στα όρια του ξεκαρδιστικού.
Τι έχουμε επομένως; Μια ποιοτική sci-fi ιστορία που έχει πολλά να δώσει και παραδίδεται με έναν κομψό και άτσαλο τρόπο που την αδικεί παράφορα.
Ώρα να περάσω, όμως, στο gameplay, το οποίο για μένα εξιλέωσε την εμπειρία. Θα μπορούσα να πω πως το Outriders πρακτικά δανείζεται στοιχεία από πολλά επιτυχημένα παιχνίδια για να διαμορφώσει το δικό του looter-shooter ‘είναι’. Προσωπικά διακρίνω αρκετό Borderlands και Destiny, ειδικότερα όσον αφορά το looting στοιχείο και λίγο Gears όσον αφορά το shooting, αφού εξάλλου έχουμε να κάνουμε με την ομάδα που είχε αναπτύξει το Gears of War Judgement. Βέβαια, το παιχνίδι μόνο cover shooter δεν καταλήγει να είναι, αφού τα abilities των τεσσάρων κλάσεων και το οπλοστάσιο που πλαισιώνεται κυρίως από αυτόματα όπλα, με έκαναν να θέλω να ορμώ στη μάχη σχεδόν σε απόσταση σώμα-σώμα. Η αίσθηση των όπλων και των δυνάμεων ειδικά όσο ανεβαίνεις levels και αποκτάς καλύτερο loot είναι εθιστική. Το παιχνίδι μπορεί να μοιάζει κάπως άμυαλο όταν βλέπεις τον ακραίο αριθμό των εχθρών που υπάρχουν σε στιγμές στην οθόνη ή το πόσο ‘σφουγγάρια’ είναι μερικοί, ωστόσο χρειάζεται καλή συνεργασία, έξυπνη διαχείριση των δυνάμεων και αλληλουχία μεταξύ των co-op παικτών για να τα καταφέρεις. Προσωπικά δίπλα από το shooting βάζω το πράσινο ‘τικ΄.
Αυτό που πέτυχε επίσης το Outriders και είναι κάτι απαραίτητο για το είδος που εντάσσεται, είναι να σε επιβραβεύει και να σε ανταμείβει συνεχώς. Κάθε λίγα λεπτά θα έχεις ένα νέο όπλο, μια νέα δύναμη, μια νέα κάρτα για να αναβαθμίσεις τον εξοπλισμό σου και θα νιώθεις πως γίνεσαι δυνατότερος. Το κερασάκι στην τούρτα είναι το σύστημα των World Tiers, το οποίο σίγουρα θα είναι οικείο στους λάτρεις του Diablo. Πρακτικά, μαζί με εσένα, κάνουν level up και εχθροί, πράγμα που σημαίνει πως συνεχώς η πρόκληση αυξάνεται και ομοίως το loot σου γίνεται ολοένα και καλύτερο. Πραγματικά λάτρεψα αυτή την πτυχή του παιχνιδιού. Μάλιστα, η People Can Fly μοιάζει πολύ καλά διαβασμένη και φαίνεται πως έλαβε υπόψη τα παράπονα των παικτών για άλλους τίτλους του είδους. Έτσι, μου άρεσε πολύ που το παιχνίδι ενσωματώνει διάφορα έξυπνα Quality of Life χαρακτηριστικά, όπως η δυνατότητα να καταστρέψεις μαζικά το άχρηστο loot για πόρους ή το σύστημα των καρτών που ανέφερα ήδη. Πρακτικά αν βρεις ένα σπάνιο όπλο που λατρεύεις, γιατί για παράδειγμα έχει ένα πολύ δυνατό buff, δεν είναι ανάγκη να μπεις στο υπαρξιακό δίλημμα ‘τι να φορέσω’ όταν βρεις κάτι καλύτερο, αφού μπορείς να πάρεις το χαρακτηριστικό που σου άρεσε και να το βάλεις στο νέο σου όπλο. Οπότε και δίπλα στο looting βάζουμε ξανά πράσινο ‘τικ’ και μάλιστα χωρίς το παραμικρό ίχνος microtransaction (για την ώρα τουλάχιστον).
Εκεί που το χάνει λίγο το Outriders είναι η δομή. Βγάζει ένα ‘Xbox 360-PS3’ ύφος που προσωπικά σταμάτησε να με ενοχλεί μετά από ένα σημείο, αλλά δε γίνεται να μην το αναφέρω. Το παιχνίδι είναι χωρισμένο σε πολλές μικρές περιοχές και χρειάζεται συνεχώς loading. Ίσως μας έχουν καλομάθει τα γιγαντιαία σύγχρονα open-world, αλλά εδώ βρισκόμαστε στο άλλο άκρο. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα που νομίζω πως αρκεί. Στην αρχή του παιχνιδιού βρίσκεις μια σπασμένη γέφυρα, η οποία είναι οφθαλμοφανές πως μπορείς να περάσεις, αλλά σε εμποδίζει ένας αόρατος τοίχος. Λίγο μετά θα βρεις έναν NPC με θαυμαστικό πάνω από το κεφάλι του, θα σου πει πως θέλει ένα αντικείμενο που βρίσκεται εκεί και τότε το παιχνίδι θα σε αφήσει να περάσεις.
Πως; Η γέφυρα θα φωσφορίζει μπλε και όταν την πλησιάσεις θα πρέπει να πατήσεις το A για να ξεκινήσει το φόρτωμα της νέας περιοχής. Η οθόνη μαυρίζει, το loading γυρίζει, παίζει ένα βίντεο με τον χαρακτήρα σου να κάνει άλμα απέναντι, ξανά μαύρη οθόνη, ξανά loading, φτάσαμε, περάσαμε τη γέφυρα. Αυτό γίνεται ΣΥΝΕΧΩΣ. Το παιχνίδι σταματά ανά λίγα λεπτά για χαζά loading και εκνευριστικά cutscenes διάρκειας 2 δευτερολέπτων. Όταν αναλογίζομαι δε, πως παίζω στο Xbox Series X, σε μια γενιά που διαφημίστηκε για την εξάλειψη των loadings, δε ξέρω, νιώθω κάπως περίεργα. Το Outriders συνολικά μοιάζει με ένα παιχνίδι προηγούμενης γενιάς που ενσωμάτωσε στοιχεία μοντέρνων gaming φαινομένων όπως το Destiny, πράγμα που μαρτυρά και η επαναλαμβανόμενη αρένα-διάδρομος-αρένα δομή του. Αυτό ίσως ενοχλήσει κάποιους και ομολογώ πως και εμένα με ξένισε στην αρχή, αλλά όσο συνέχιζα τόσο περισσότερο διασκέδαζα, σε σημείο που μετά από λίγο το όλο θέμα μου περνούσε απαραίτητο.
Γενικότερα οι πρώτες ώρες του παιχνιδιού είναι άδικες γι’ αυτό που ακολουθεί. Η πρώτη περιοχή είναι πραγματικά κακάσχημη μπροστά στα εντυπωσιακά χιονισμένα βουνά, τα ηφαίστεια, τις ζούγκλες, τις πόλεις και τις απέραντες αμμώδεις εκτάσεις που είδα στη συνέχεια. Το ίδιο ισχύει και για το σενάριο που προς το τέλος του απαλλάσσεται κάπως από το ‘cringe’ και σου κεντρίζει το ενδιαφέρον με ανατροπές και αποκαλύψεις. Αν στην αρχή σας φανεί ‘κάπως’ η όλη εμπειρία, σας προτείνω να επιμείνετε, γιατί σας περιμένει ένα μεγάλο ταξίδι.
Εξάλλου, το άφθονο περιεχόμενο, σε μια εποχή που οι νέες κυκλοφορίες έρχονται με το σταγονόμετρο είναι ίσως λόγος για να ασχοληθείς με το παιχνίδι. Το κοντέρ για εμένα έγραψε πάνω από 30 ώρες, αλλά υπάρχουν πολλά ακόμη side-quests και ένα πλούσιο endgame που σίγουρα μπορεί να κρατήσει κάποιον για άλλες τόσες. Οπότε, αν ψάχνεις ένα διασκεδαστικό co-op παιχνίδι για να παίξεις με την παρέα σου, που έχει αρχή, μέση και τέλος και το οποίο έχει προσφέρει και λόγους για να συνεχίσεις να παίζεις αν σου άρεσε η συνταγή του, το Outriders θα ήταν μια πολύ τίμια πρόταση, αλλά…
Όπως καταλάβετε ήρθε η ώρα να μιλήσω στον τεχνικό τομέα, ο οποίος διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό και την στάμπα που βλέπετε παρακάτω. Για cross-gen παιχνίδι τα γραφικά του Outriders είναι απλά ΟΚ. Έχουν γίνει εμφανώς παραχωρήσεις για να τρέχει το παιχνίδι στα 60 FPS (τα οποία είναι αψεγάδιαστα), με τον μεγάλο αριθμό των εχθρών που υπάρχει στις περισσότερες μάχες. Η κλίμακα του περιβάλλοντος, ωστόσο, ακόμα και αν συνήθως είναι απλά ένα όμορφο παρασκήνιο, καταφέρνει να εντυπωσιάσει. Το θέμα όμως δεν είναι τα μέτρια γραφικά, ούτε τα bugs, τα οποία δυστυχώς είναι αρκετά.
Το σοβαρό θέμα του Outriders είναι η πολύ κακή ποιότητα των servers και τα ατελείωτα crashes. Πρώτο φάουλ: Το παιχνίδι είναι always-online, παρόλο που υπερηφανεύεται πως δεν είναι υπηρεσία. Το αποτέλεσμα ήταν τις πρώτες πέντε μέρες οι servers να πέφτουν διαρκώς και να μην μπορεί να παίξει κανένας, σε καμία πλατφόρμα. Δεύτερο φάουλ: Το παιχνίδι είναι always-online, αλλά το co-op γίνεται με peer-to-peer σύνδεση. Ναι, επιστροφή στην προηγούμενη γενιά και σε αυτόν τον τομέα, με αποτέλεσμα να υπάρχει έντονο lag. Ακόμη και σε εμένα όταν ο συμπαίκτης μου είχε θέματα με το internet. Και τώρα ίσως να αναρωτιέστε, καλά γιατί δεν έκανες εσύ host, αν ο φίλος σου είχε κακό internet (που δεν έχει) και κάπως έτσι φτάνουμε στο τρίτο φάουλ: Το παιχνίδι crashαρει ατελείωτα. Προσωπικά δεν έχω παίξει ποτέ άλλο παιχνίδι στην κονσόλα μου, που να με έχει πετάξει περισσότερες φορές στο dashboard. Μιας και το Xbox Series X φόρτωνε γρηγορότερα, λοιπόν, αποφασίσαμε να κάνει host ο φίλος μου για να μπαίνω ταχύτερα στο παιχνίδι μετά από κάθε crash. Όχι, η κονσόλα μου δεν έχει κανένα θέμα, απλά το παιχνίδι crashαρει πάρα πολύ συχνά για όσους κάνουν join και ο host συνεχίζει να παίζει κανονικά. Κακό netcode, λοιπόν, με lag ακόμα και σε καλές συνδέσεις και rubber-banding και άφθονος εκνευρισμός από τα crashes.
Τα θέματα αυτά παραμένουν ακόμη και μετά το πρώτο patch που έφτασε λίγες ώρες πριν, οπότε προσωπικά δε μπορώ να προτείνω με κλειστά μάτια το παιχνίδι, όσον πολύ και αν με διασκέδασε, εφόσον αυτή τη στιγμή χρειάζεται γερά νεύρα για να παίξεις συνεχόμενα πάνω από μια-δύο ώρες.
Κλείνοντας, θέλω να αναφερθώ και στον τομέα του ήχου. Τη μουσική υπόκρουση έχει αναλάβει ο Inon Zur, συνθέτης γνωστός για τη δουλειά του στα Fallout, Dragon Age, EverQuest κ.α. Ωστόσο, πέρα από το κεντρικό θέμα, δε μπορώ να πω πως μου έμεινε κάτι άλλο από τη μουσική του. Τα έντονα θέματα συντροφέψουν κατάλληλα τη δράση, αλλά μέχρι εκεί. Τα voice-overs έχω αναφέρει ήδη πως είναι άκρως απογοητευτικά και το ίδιο ισχύει και για τη μίξη του ήχου. Το μόνο που θα πω είναι να κατεβάσετε την ένταση όταν ξεκινάτε για πρώτη φορά τον τίτλο, καθώς η μουσική όταν προβάλλονται τα αρχικά logos μάλλον ξέφυγε λίγα -πολλά βασικά- decibel.