Mία αδίστακτη τολμηρή και σέξι πράκτορας της MI6, φθάνει στο Βερολίνο με μία και μόνο, μυστική αποστολή. Να εξιχνιάσει τον φόνο ενός συναδέλφου της και να εντοπίσει μία χαμένη λίστα διπλών πρακτόρων. Και θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα “ταλέντα” της, ώστε να παραμείνει ζωντανή και να φέρει εις πέρας την αποστολή της.
Το John Wick του 2014 ήταν ένα “όνειρο” που έγινε πραγματικότητα για τους οπαδούς του κινηματογράφου δράσης. Tο σκηνοθετικό ντεμπούτο των Chad Stahelski και David Leitch, οι οποίοι όντας πρώην stunts συντονιστές (οι ίδιοι που ντούμπλαραν τον Reeves στην Matrix τριλογία), αλλά και μεγάλοι λάτρεις των ταινιών που είναι γεμάτες με πολεμικές τέχνες, έφερε μια ανέλπιστα φρέσκια ματιά στο είδος της δράσης, μέσα από τις μοντέρνες και -απ’ ότι φάνηκε- επίπονες χορογραφίες, τα υπέροχα χρωματισμένα κι ατμοσφαιρικά πλάνα, αλλά και τον άκρως ενδιαφέρον κόσμο που πλαισίωσε αυτήν την ιδιαίτερα σκοτεινή περσόνα του John Wick.
Με τον Stahelski πλέον απών, ο οποίος με το John Wick: Chapter Two, μας παρέδωσε μια εξίσου ενθουσιώδη συνέχεια, ο Leitch πηγαίνει σε μια ελαφρώς διαφορετική κατεύθυνση με το Atomic Blonde, κρατώντας φυσικά τα πρωτογενή υλικά, όπως τις εκπληκτικά σχεδιασμένες χορογραφίες μάχης και εντυπωσιακά οπτικά τρίκ, υιοθετώντας όμως ψυχρούς τόνους στη φωτογραφία του, αλλάζει το σκηνικό και ρίχνει την ηρωίδα του στην παρανοία του Ψυχρού Πολέμου, λίγες μέρες πριν από την πτώση του Τείχους, προκειμένου να εξιχνιάσει την δολοφονία ενός συναδέλφου της, αλλά και να βρει μια πολυπόθητη λίστα διπλών πρακτόρων, που διεκδικούν πολλοί.
Το Atomic Blonde δεν “απογειώνεται” αμέσως. Ο Leitch παίρνει τον χρόνο του προσπαθώντας να αποτυπώσει το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της πόλης που εκείνες τις μέρες κυριολεκτικά έβραζε, ενω και το σενάριο του Kurt Johnstad, οποίος διασκεύασε το graphic novel The Goldest City, είναι μεθοδευμένο και εστιάζει σε κάτι που μοιάζει περισσότερο σε μια ιστορία κατασκοπείας, με το κουβάρι της ιστορίας να ξεδιπλώνεται μέσα σε μια αίθουσα ανακρίσεων, όπου η Lorraine, αναγκάζεται να θυμηθεί τις λεπτομέρειες της επίσκεψής της στο Βερολίνο.
Η δράση, φυσικά, είναι η πρώτη και σημαντική συνιστώσα του Atomic Blonde. Ο Leitch με σπιντάτο ρυθμό και γρήγορη κίνηση της κάμερας σκηνοθετεί μαεστρικά όλες τις σκηνές δράσης, όπου η Theron και ο McAvoy σκοτώνουν και παλεύουν με όλους τους πιθανούς τρόπους, ισορροπώντας με ευκολία ανάμεσα στο action movie και την κωμωδία.
Η μουσική επίσης παίζει συμπρωταγωνιστικό ρόλο, με ενα ονειρεμένο line-up απο New Order, Queen, Cure, Clash, Seagulls, Bowie, μέχρι George Michael και διάφορα άλλα 80s χιτάκια, τα οποία μαζί με την εκπληκτική νέο νουάρ ατμόσφαιρα, συνοδεύουν εξαιρετικά τις επιμέρους σκηνές, λειτουργώντας ως αυτόνομα video clιps ιδιαίτερης vintage αισθητικής.
Τίποτα απο τα παραπάνω δεν θα ήταν, φυσικά, εφικτά χωρίς την εκρηκτική Charlize Theron. Σέξι, ψυχρή και σκληρή, έρχεται “Φουριόζα” απο το Mad Max: Fury Road και υποδύεται με μοναδικό στυλ την πράκτορα Lorraine και μας αποδεικνύει ότι της πάνε πολύ οι ταινίες δράσης και οι μοιραίες γυναίκες.
Το Atomic Blonde είναι ενα “guilty pleasure“, τυλιγμένο σε συσκευασία μιάς b-movie απο μια άλλη εποχή, με ιδιαίτερη vintage αισθητική, δυναμική σκηνοθεσία και μια Charlize Theron, που ισοπεδώνει τα πάντα με το ακαταμάχητο σεξ απίλ της.
4/5