Πάμε σινεμά: Battle of the Sexes

Η «Μάχη των φύλων», ως όρος, χρησιμοποιείται για να ονοματίσει τις αναμετρήσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών πάνω στο άθλημα της αντισφαίρισης. Η υπόσταση του συστήθηκε στο κοινό, όταν το 1973, για πρώτη φορά, αναμετρήθηκαν (χάριν ενός στοιχήματος), ο 54χρονος παλαίμαχος πρωταθλητής Bobby Riggs και η παγκόσμια πρωταθλήτρια της εποχής Billie Jean King. Εκείνη την εποχή, η συγκεκριμένη αναμέτρηση, ερέθισε το φεμινιστικό κίνημα, ενεργοποιώντας παράλληλα ολάκερο το μιντιακό σύστημα, αφού πολλοί ήταν εκείνοι που προεξοφλούσαν το αποτέλεσμα, σχολιάζοντας απαξιωτικά το γυναικείο φύλο και τη θέση του στο χώρο του αθλητισμού, βασισμένοι απλός στην -θεωρητική- υπεροχή των αρσενικών.

Θεματικά, το film των Jonathan Dayton και Valerie Faris (Little Miss Sunshine) σε σενάριο Simon Beaufoy (μεταξύ άλλων κάτοχος Oscar για το «Slumdog Millionaire» και υπεύθυνος για το σενάριο του πρώτου «Hanger Games»), χρησιμοποιεί την αναμέτρηση αυτή ως αφορμή, επικοινωνώντας στο θεατή όλη την «γκάμα» των ζητημάτων που ανέδειξε η δημοσιοποίησή της. Η επανάσταση στον αθλητισμό για τις γυναίκες με την περίφημη κίνηση των «9» (εννιά αθλήτριες της αντισφαίρισης σύστησαν το δικό τους πρωτάθλημα μετά τον αποκλεισμό τους από το αντίστοιχο εθνικό, όταν το αίτημα τους για ίσες απολαβές με τους άντρες, δεν έγινε δεκτό), τα ίσα δικαιώματα, οι διακρίσεις κλπ., είναι μερικά από τα ζήτημα που θα απασχολήσουν το παρόν.

Χωρίς να διακρίνεται σε ότι καταπιάνεται, η ταινία προσπαθεί να χωρέσει σε δυο ώρες, όλη τη σύγχυση και την πίεση που πυροδότησε στους εμπλεκόμενους η συγκεκριμένη αναμέτρηση. Περισσότερο ως τηλεοπτική εκδοχή, περιγράφει δίχως να αναλύει ή να εμβαθύνει στην ουσία, απομακρύνοντας από την πλοκή την αφορμή συμπεριφορών και αποφάσεων των πρωταγωνιστών, κάτι που θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε γνωρίζοντας τον πρότερο βίο τους. Ως επικριτή ματιά, κρατά τις αποστάσεις της, προσπαθώντας να αμβλύνει γωνίες, όταν στο κλείσιμο της, τελικώς, επικρατεί η ευγενής άμιλλα και το ευ αγωνίζεσθαι.

Ο εξάντας της ταινίας όμως, θα βασιστεί αποκλειστικά στην ικανότητα των δυο ηθοποιών, όταν με ισχνή κάλυψη από το σενάριο, θα πατήσουν σε συγκεκριμένες νότες, προσδίδοντας χρώμα και συναίσθημα εκεί που δεν το περιμένεις, «γυρίζοντας» το καράβι στον προορισμό του. Εκεί, που το ενδιαφέρον αποκτά διεκπεραιωτική τάση, αρκούν μερικές εκφράσεις ή ένα βλέμμα της Emma Stone, η σοβαροφάνεια και ο -τραγελαφικός- κυνισμός στη συμπεριφορά και τις επινοήσεις του Carell, για να αισθανθείς. Στην περίπτωση της Stone, ο αναπάντεχος, αδιέξοδος, πόθος για μια άλλη γυναίκα και οι συνέπειες που αυτό επιφέρει στον πουριτανισμό της εποχής, απεικονίζονται μέσα από το έντονο γαλάζιο των ματιών της περίτεχνα. Εξίσου ισορροπημένα, ο Carell, αντίθετα με τον τίτλο και τη φιλοσοφία του έργου, συμβαδίζει με τη συνάδελφο του, γεμίζοντας με έξυπνο χιούμορ (εκμεταλλευόμενος φυσικά τις αφορμές που πήρε από την εκκεντρική καθημερινότητα του ήρωα), εκεί που το δραματικό στοιχείο ξεκινά να υπερτερεί, ξεκουράζοντας το θεατή.

Τα εκατομμύρια των θεατών που παρακολούθησαν το 1973 (σε εθνικό δίκτυο), την αναμέτρηση των δυο παιχτών, έμειναν με ανάμεικτα συναισθήματα. Κάποιοι μίλησαν για στημένο γεγονός, λόγω των χρεών του Riggs, άλλοι πάλι το χαρακτήρισαν άνισο, αφού υπήρχε μεγάλη ηλικιακή απόσταση και εκ διαμέτρου διαφορά στη φυσική τους κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, με την κίνηση αυτή, η θέση της γυναίκας στο χώρο του αθλητισμού και της αντισφαίρισης ενισχύθηκε, απέκτησε δικαίωμα και έβαλε με τη σειρά της, ένα ακόμα τουβλάκι στο χτίσιμο της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Κινηματογραφικά, μπορεί να μην είναι το ριζοσπαστικό εκείνο απόφθεγμα που θα ανακαλεί κάποιος, σίγουρα όμως χρήζει μιας κάποιας ανάγνωσης.

2/5