Πάμε σινεμά: Black Panther

Έχω δει θεούς να πετάνε. Έχω δει ανθρώπους να χτίζουν όπλα που δεν μπορούσα να φανταστώ. Έχω δει εξωγήινους να πέφτουν από τον ουρανό. Αλλά δεν έχω δει ποτέ κάτι τέτοιο.“, μουρμουρίζει έκπληκτος ο πράκτορας της C.I.A Everett K. Ross (Martin Freeman) καθώς κοιτάζει το αφρικανικό τοπίο του βασιλείου της Wakanda, ένα πραγματικό El Dorado, μια χώρα, βοηθούμενη απο το “μάνα εξ ουρανού” (μέσω ενός μετεωρίτη) vibranium, η οποία γίνεται το πιο τεχνολογικά προηγμένο έθνος στη Γη και το υπόβαθρο για μια απο τις καλύτερες ταινίες της Marvel μακράν …μέχρι στιγμής.

Μετά τα γεγονότα του Captain America: Civil War, ο Βασιλιάς T’Challa επιστρέφει σπίτι, στο απομονωμένο, τεχνολογικά αναπτυγμένο αφρικάνικο έθνος της Wakanda για να υπηρετήσει ως ο νέος ηγέτης της χώρας. Ωστόσο, ο T’Challa ανακαλύπτει ότι φατρίες από το εσωτερικό της ίδιας της πατρίδας του διεκδικούν τον θρόνο. Όταν δύο αντίπαλοι συνωμοτούν για να διαλύσουν τη Wakanda, ο ήρωας γνωστός ως Μαύρος Πάνθηρας πρέπει να συνεργαστεί με τον πράκτορα της CIA, Everett K. Ross και μέλη των Dora Milaje, των ειδικών δυνάμεων της Wakanda, για να εμποδίσουν την εμπλοκή της Wakanda σε έναν παγκόσμιο πόλεμο.

Κατά τη διάρκεια τριών φάσεων, 10 ετών και 18 ταινιών, η Marvel μας πήρε μαζί της παντού, από το βασίλειο του Σκανδιναβικού Asgard μέχρι τον ζωντανό πλανήτη που ονομάζεται Ego, ενω οι φορές που ακούσαμε την φράση: η ταινία αυτή “είναι η καλύτερη του σύμπαντος” που έχουμε δει …μέχρι την επόμενη, είναι πολλές. Όλα αυτά μάλιστα μετά τον Doctor Strange με τα εκπληκτικά του εφε και την διαφορετικότητά του και τα Spider-Man: Homecoming και Thor: Ragnarok, η πιο “τολμηρή” και εξωφρενικά διασκεδαστική ταινία, που έχει βγεί απο τα στούντιο της Marvel.

Το Black Panther όμως είναι ενα ριζικά διαφορετικό είδος ταινιών comic. Με δεδομένο, ότι έχει τη δική της ξεχωριστή σημασία, ως η πρώτη της εποχής των franchises με superheroes η οποία είναι αφιερωμένη σε μαύρο υπέρ-ήρωα, είναι όμως και η πρώτη από αυτές τις ταινίες που ρέει μια πραγματική αίσθηση του πολιτισμού και της ταυτότητας, της μνήμης και της μουσικότητας.

Και μπορεί να είναι μια τυπική Marvel υπερηρωική ταινία όσον αφορά τις εκπληκτικές χορογραφίες μάχης και το υπέροχο worldbuilding, αλλά το να επικεντρωθούμε μονάχα σε αυτά τα στοιχεία θα αδικούσε απίστευτα την ταινία. Εδώ έχουμε ένα φιλμ που δεν απομακρύνεται από το πόσο “μαύρη” είναι, και το τελικό αποτέλεσμα είναι μια εμπειρία που σε εκτοξεύει στα ύψη και σε ρίχνει το ίδιο γρήγορα, όσο αναλύει βίαια την αφήγηση που περιβάλλει αυτό που σημαίνει να είσαι μαύρος αυτή την εποχή.

Ουσιαστικά όλα όσα ξεχωρίζουν το Black Panther από τις προηγούμενες ταινίες της Marvel δουλεύουν υπέρ του.

Η απόφαση να δοθεί μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία στους σκηνοθέτες των ταινιών που κλείνουν το Phase Three του Marvel Cinematic Universe (MCU), γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη. Ο Ryan Coogler, όπως και ο Taika Waititi στο Thor: Ragnarok, φαίνεται πως πήρε τα βασικά συστατικά του MCU, πρόσθεσε τα δικά του και δημιούργησε για το Black Panther μία νέα, μοναδική “γεύση”.

Στο Fruitvale Station και στο Creed , ο Coogler επέδειξε την ικανότητά του να φέρνει το συναίσθημα και τον χαρακτήρα του ήρωα στο προσκήνιο, είτε εργάζεται σε έναν ανεξάρτητο καμβά είτε μέσα στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου franchise.

Αν και ο “Μαύρος Πάνθηρας” που έκανε το εντυπωσιακό, υπερ-ακροβατικό ντεμπούτο του στήν ταινία Civil War, είναι ο ίδιος με τον χαρακτήρα που βλέπουμε εδώ, ο Coogler τον εξανθρωπίζει σε τέτοιο βαθμό που ο T’Challa δεν αισθάνεται σαν υπερήρωας, αλλά ως βαθιά αντιφατικός παγκόσμιος ηγέτης, αν και είναι αυτός που πρέπει να υπερασπιστεί τον βασιλικό του τίτλο του μέσω βίαιων αναμετρήσεων, σε μια “τελετή” που υποδηλώνει μια πολύ πρωταρχική και αποφασιστικά αντιδημοκρατική μορφή διακυβέρνησης.

Το Black Panther μπορεί να έχει εντυπωσιακές σκηνές δράσης, πανέμορφα χορογραφημένες και οπτικά εφέ στα υψηλά στάνταρ των ταινιών της Marvel, μπορεί να δανείζεται αναφορές απο ταινίες της “μαμάς” Disney (βλέπε Lion King), μπορεί να προσφέρει μια απο τις πιο ισορροπημένες σκηνοθεσίες με ενα απο τα καλύτερα μονοπλάνα που έχουμε δει στο συγκεκριμένο gerne, αυτό όμως που σίγουρα μπορεί να υπερηφανεύεται, είναι οτι διαθέτει έναν απο τους καλύτερους villain. Αυτός δεν είναι άλλος εκτός απο τον Erik “Killmonger” Stevens, ερμηνευμένος απο έναν Michael B. Jordan, ο οποίος συνεχίζει με την ίδια ερμηνευτική δύναμη που είχε πάρει απο την καθοδήγησή του Coogler, στο Creed.

Ένας εξόριστος απο τις φτωχογειτονιές του Oakland που σκοτώνει για να ζήσει και ζει για την ευκαιρία να εκδικηθεί τα ιστορικά και συνεχιζόμενα λάθη που έχουν γίνει πάνω στήν μαύρη φυλή σε ολόκληρο τον κόσμο. Και όμως, ο T’Challah αναγνωρίζει την οργή του. Το πρόσωπο του μαλακώνει, όταν αυτός ο “ξένος” εμφανίζεται για να διεκδικήσει το θρόνο. Ο Μαύρος Πανθηρας καταλαβαίνει απο πού προέρχεται ο Killmonger, σε κάποιο βαθμό βέβαια, και είναι συναρπαστικό να βλέπεις μια ταινία αυτού του μεγέθους να θυμίζει (ή μάλλον απλώς να αναγγέλλει) την πολύπλοκη δυναμική μεταξύ των Αφρικανών και της εκτεταμένης διασποράς τους.

Ο villain μιλάει στη γλώσσα των σκλάβων και των καταπιεστών, με τον ίδιο να θέλει να ξαναγράψει τους δικούς του κανόνες από την αρχή, ενω η τριβή μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων της εξουσίας φανερώνεται μέσα από τη διαμάχη. Μπορεί να είναι συνηθισμένο, ότι οι περισσότεροι “κακοί τύποι” των ταινιών της Marvel διακατέχονται απο την ίδια (σχεδόν) μεγαλομανία, αλλά το Black Panther απομακρύνεται και εδω από αυτή την άποψη. Τα κίνητρα του Killmonger είναι συναρπαστικά και συναισθηματικά συντονισμένα. Είναι ένας τραγικός κακοποιός εναντίον ενός θλιβερού ήρωα.

Δεδομένου του τρόπου με τον οποίο ο Black Panther αγκαλιάζει την ποικιλομορφία και δεδομένου του βαθμού στον οποίο ο ίδιος ο πολιτισμός της Wakanda παίζει το δικό της ρόλο, θα ήταν σχεδόν αμελής η ταινία, ώστε να μην αντιμετωπίσει τα τρέχοντα ζητήματα φυλετικής ή οικονομικής ανισότητας με κάποιο τρόπο. Δύσκολο, ειδικά για μια ταινία mainstream όπως η συγκεκριμένη, αλλά οχι ακατόρθωτο, για ενα studio όπως αυτό της Marvel, όπου οχι μόνο δεν αποφεύγει αυτά τα θέματα, αλλά τα ενσωματώνει στήν ταινία σε ένα βασικό θεματικό επίπεδο. Ακόμα καλύτερα; δεν προσποιείται ότι προσφέρει εύκολες απαντήσεις.

Μέσα από τους χαρακτήρες, προσφέρει δύο διαφορετικές ακραίες οπτικές γωνίες. Η πρώτη είναι το ένστικτο του βασιλιά T’Challa, το οποίο είναι να προστατεύσει τη χώρα του με το να μην εμπλέκεται και να αγνοεί τον έξω κόσμο. Άλλοι βέβαια θέλουν να χρησιμοποιήσουν την πλήρη τεχνολογική και στρατιωτική δύναμη της Wakanda για να αναζητήσουν ανταπόδοση για εκατοντάδες χρόνια αδικίας. Αλλά ούτε αυτή η επιλογή είναι πραγματικά αξιόπιστη. Αντίθετα μάλιστα, υποδηλώνει ότι οι καταστροφικοί αυτοί κύκλοι μπορούν να διαλυθούν μόνο μέσω καθοδήγησης, εκπαίδευσης και παγκόσμιας ηγεσίας.

Μέσα απο την δράση, τον ρυθμό, το αρμονικό πάντρεμα υψηλής τεχνολογίας και αφρικάνικης παράδοσης, με χρώμα, ένταση, στυλ και πάθος που πλημμυρίζει την ταινία, φυσικά ξεχωρίζει ο Chadwick Boseman, στον πρωταγωνιστικό ρόλο του πρώην Πρίγκιπα και πλέον επόμενου Βασιλιά T’Challa, ο οποίος καλείται να ισορροπήσει τα καθήκοντά του ως πολιτικός όταν κάθεται στον θρόνο του και ως ήρωας όταν φοράει τις στολές του Μαύρου Πάνθηρα, με τον ίδιο να κλέβει την παράσταση με τον αρχοντικό, περήφανο αέρα που φέρνει στήν μεγάλη οθόνη.

Πολλά μπορούμε να πούμε για τις γυναίκες που πλαισιώνουν τον Boseman, συμπεριλαμβανομένης της μητέρας του Ramonda (Angela Bassett), της πανέξυπνης μικρής του αδερφής Suri (Letitia Wright) και μελλοντική Black Panther στα κόμικ της Marvel, (όπου σε ενα παράλληλο σύμπαν και αν ο “Πάνθηρας” ήταν ταινία του 007 η Suri σίγουρα θα ήταν ο Q), της ατρόμητης πολεμίστριας Okoye (Danai Gurira) και φυσικά το “love interest” του T’Challa/Black Panther, Nakia (Lupita Nyong’o). Το μόνο που μπορούμε με βεβαιότητα, οτι είναι πραγματικά αήττητες, αλλά παράλληλα τόσο πανέμορφα και ζωντανά φτιαγμένες.

Η έλευση του Black Panther φέρνει μια νέα πνοή, αποτελεί μια αισθητικά και οπτικά νέα πρόταση, γίνεται μια κορυφαία προσθήκη στο Marvel Cinematic Universe (MCU), ενω σε συνδυασμό με το φοβερό cast και την πλοκή η οποία εξάπτει τη φαντασία στρέφει την προσοχή του κοινού προς τη συχνά ξεχασμένη Αφρική, η ταινία αποκτά μια νέα ξεχωριστή διάσταση στα πλαίσια του MCU, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τα όρια του αυτού του κόσμου.

4/5

Η ταινία κυκλοφορεί στούς κινηματογράφους απο την Feelgood, στίς 15 Φεβρουαρίου.