Για τον Bradley Thomas (Vince Vaughn), είναι κανόνας, πως ως αρσενικό, μπορείς να ακολουθήσεις οποιοδήποτε μονοπάτι επιθυμείς, να πάρεις δύσκολες αποφάσεις, άλλοτε χαμένος, άλλοτε νικητής, να υπερασπιστείς τις επιλογές σου, μέχρι τέλους. Αυτό που δεν μπορείς, είναι να το βάλεις στα πόδια, να φοβηθείς, να τρέξεις μακριά. Με σιδηρά γροθιά (κυριολεκτικά), τιμωρείς εκείνους που σε υποτιμούν και απειλούν ό,τι αγαπάς, ό,τι σου ανήκει. Ακόμα και αν είναι το τελευταίο που θα πράξεις, λίγο πριν φτάσεις στο «ταμείο» της ζωής.
Κάτι από μενταλιτέ Charles Bronson, λίγο από δεξιότητες και φιλοσοφία Bryan Mills (ένοχη απόλαυση για εκείνο το ξύλο που αγάπησες, από έναν ακόμα cine-γερόλυκο μέσα από τα «Taken»), ο χαρακτήρας του σεναρίου από τον S. Craig Zahler («Bone Tomahawk»), καταφέρνει απουσία περιστρόφων, να σε εγκλιματίσει αρκετά νωρίς, σε ένα σύμπαν δομημένο πάνω στις εκδικητικές ορέξεις του πρωταγωνιστή της. Αδιάφορο το πως και το γιατί, ο ήρωας μας θα βρεθεί μέσα σε έναν κυκεώνα απειλών, προερχόμενων από διάφορες κατευθύνσεις, προδομένος, έχοντας στο μανίκι του έναν και μοναδικό άσο να παίξει: τις «χειρωνακτικές» του ικανότητες.
Αναμφίβολα, ο ρόλος είναι κομμένος και ραμμένος για τον Vaughn. Αγκαλιάζει το «υποκείμενο» του με χάρη, σεβόμενος την ιδιοσυγκρασία και τη διακριτική σεμνότητα του, μπολιάζοντας το λεξιλόγιο του με έξυπνες ατάκες (το γνωστό, ειρωνικό μειδίαμα του ηθοποιού είναι εδώ), προσθέτοντας με το σωματότυπό του, την ανάλογη γλώσσα του σώματος όταν οι καταστάσεις το επιτάσσουν. Επιπλέον, με το σκηνοθέτη να δίνει το πράσινο φως, η αρχή του τέλους για όσους τόλμησαν να βρεθούν στο δρόμο του “εκδικητή”, φέρνει στο πανί εικόνες βίας και μίσους, πασπαλισμένες με τον ανάλογο ηχητικό κρότο, ακατάλληλες για «ευαίσθητους» ενηλίκους. Ο χαρακτήρας βλέπεις, γνωρίζει την τέχνη των χεριών από την καλή και την ανάποδη. Μεθόδιος, υπομονετικός, «κατασπαράζει» το θύμα του με λύσσα, αφήνοντας το κουφάρι τους μόνο για να γνωρίζουν οι επόμενοι την εκατόμβη που τους περιμένει αν βρεθούν στο διάβα του.
Ο χώρος που διαδραματίζονται τα παραπάνω είναι προσχηματικός, όπως προσχηματικό είναι και το σενάριο του παρόντος. Με χρόνο διεκπεραίωσης τις δυο ώρες και δώδεκα λεπτά, η ταινία πλατειάζει αρχικά, μόνο και μόνο για να σε εγκλιματίσει σε ένα τελευταίο μισάωρο ειδεχθούς «ανθρωποφαγίας». Γνωρίζουμε εκ προοιμίου, ότι τα όσα διαδραματίζονται στο «Brawl in Cell Block 99», δεν απευθύνονται στην μεγάλη μερίδα του κοινού και μάλιστα, ίσως όσα περιγραφεί βρίθουν από αναληθοφάνεια. Από την άλλη πάλι, «τιμωροί» χωρίς σπάντεξ, με έναν υποστηρικτικό στρατό στο κατόπι τους, λείπουν από το σινεμά της εποχής μας. Όταν κάπου στο βάθος, ξεμυτίζει που και που ένας παλαιών αρχών, λιγομίλητος (πλην αποτελεσματικός) διεκπεραιωτής της συγκεκριμένης θεματικής, θεωρώ, πως του το οφείλουμε να τον προϋπαντήσουμε!
3/5