Τα ιστορικά δράματα και ιδιαίτερα ταινίες του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου δίνουν τροφή στο κινηματογραφικό στερέωμα εδω και πάρα, πάρα πολλά χρόνια. Άλλες φορές με εκπληκτικά αποτελέσματα και άλλες φόρες πάλι… όχι. Όταν όμως συνδυάζεται με μία από τις καλύτερες ερμηνείες (αν οχι, η καλύτερη) του Gary Oldman και τον πάντα ενδιαφέροντα σκηνοθέτη Joe Wright σε αυτά τα δύο δοκιμασμένα είδη, τότε η κινηματογραφική ατμόσφαιρα “ηλεκτρίζεται”.
Ναι… αυτό είναι το Darkest Hour, το οποίο καταγράφει τις πρώτες μέρες του Winston Churchill (Gary Oldman) ως νέου πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, και τον χειρισμό του πρός την ναζιστική απειλή, που έχει αρχίσει να εξαπλώνεται σαν καρκίνος σε ολη την Ευρώπη. Ο Oldman εντελώς (η σχεδόν) μη αναγνωρίσιμος και άγρια γοητευτικός όπως ο Churchill δίνει μια “παράσταση” όπου οι θεατές θα μιλάνε για αρκετά χρόνια, ενω ο Wright ανυψώνει αυτό που θα μπορούσε να ήταν μια ακόμη βιογραφία σε συναρπαστικά ύψη.
Η πιο “Σκοτεινή Ώρα” ξεκινάει τον Μάιο του 1940, μια περίοδο γεμάτη ζωή για την Βρετανία και με τις γερμανικές δυνάμεις να έχουν αρχίσει να καταλαμβάνουν την Ευρώπη. Η ταινία δεν χάνει χρόνο, ανοίγοντας αμέσως με την απομάκρυνση του Neville Chamberlain, του οποίου η πολιτική δεν έπειθε, παρά το γεγονός οτι δυο χρόνια πρίν (1938) ερχόταν με αερα θριαμβευτή στο Λονδίνο, κραδαίνοντας τον κείμενο της Συμφωνίας του Μονάχου ως τρόπαιο ειρήνης, ο Churchill έπρεπε, έχοντας όχι μόνο την απειλή της εισβολής των δυνάμεων του Χίτλερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και 300.000 στρατιώτες εγκλωβισμένους στη Δουνκέρκη, να αποφασίσει αν θα συνθηκολογήσει μαζί τους, στην πιο σκοτεινή στιγμή της δικής του αλλά και της ιστορίας της χώρας του ή αν θα τους αντιμετωπίσει στο πεδίο της μάχης.
Παρά τον εσωτερικό πόλεμο που δέχεται από το κόμμα του και τον σκεπτικισμό του Βασιλιά, ο Churchill, με την αρωγή της επί 31 χρόνια συζύγου του, αποφασίζει να πολεμήσει για τα ιδανικά, την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας του, ενω οι λόγοι που συνέταξε με σκοπό να ανυψώσει το ηθικό των Βρετανών, έξοχο δείγμα της ρητορικής του δεινότητας, έχουν μείνει στην Ιστορία. Μην ξεχνάμε οτι ο Churchill ξεκίνησε ως δημοσιογράφος και ένας από τους καλύτερους στην αγγλική γλώσσα, με τούς λόγους του να μην είναι είναι φορτωμένοι με μεταφορές ή μελοδραματισμούς, παρ ‘ολο που τούς συνέταξε υπό τρομερή πίεση κι αμφισβήτηση, αλλά επειδή ακριβώς ήξερε το κοινό του, αυτά που έλεγε έφταναν κατευθείαν στην καρδιά του έθνους.
Η κατανόηση της σημασίας των γεγονότων αυτής της περιόδου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και αυτό γιατί είναι δύσκολο να κοιτάξουμε (με τα δικά μας μάτια) τον κόσμο του 1940. Οι Γερμανοί μπορεί να είχαν υποδουλώσει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά μην ξεχνάμε οτι η επερχόμενη σφαγή των Εβραίων δεν είχε πάρει τις διαστάσεις που όλοι γνωρίζουμε, ούτε φυσικά οτι ο Χίτλερ θα θεωρηθεί αργότερα, ως ένας πολύ αποτελεσματικός αυταρχικός ηγεμόνας και δολοφονικά τρελλός. Η αρετή του Churchill σε αυτή την χρονική στιγμή ήταν να βλέπει την αλήθεια πιο ξεκάθαρα από ό, τι άλλοι και να κατανοεί τόσο την απόλυτη αναγκαιότητα όσο και την επίπονη δυσκολία να πολεμήσει το ναζιστικό καθεστώς.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι κύριοι αντίπαλοι του Churchill σε αυτό το δράμα, ο Neville Chamberlain (Ronald Pickup) και ο Λόρδος Χάλιφαξ (Stephen Dillane), τον ενθάρρυναν ώστε να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με τον Χίτλερ, κάτι που θα μπορούσε να έχει κρατήσει τη Βρετανία μακριά από μια εισβολή και ενδεχόμενη μαζική σφαγή. Ακόμα και ο βασιλιάς Γιώργος Β ‘(Ben Mendelsohn), πριν κερδηθεί από την άποψη του Churchill, ήταν επιδεκτικός στην αντιμετώπιση αυτής της λύσης.
Η ταινία του Wright αφού καταγράψει τα επικίνδυνα πολιτικά ύδατα που πρέπει να διαβεί ο ηρωάς του και παράλληλα να πλοηγηθεί για να κερδίσει την υποστήριξη του υπουργικού συμβουλίου πολέμου, η ταινία θα κορυφωθεί με μια έξοχη εφεύρεση, που ανήκει ολοκληρωτικά στόν Wright: μια σκηνή στην οποία ο Churchill και μέσα απο ενα υπέροχο κάδρο, στο δρόμο προς το Κοινοβούλιο, βγαίνει από τη λιμουζίνα του, επιβιβάζεται στο Μετρό και ξεκινά να συνομιλεί με συμπολίτες του, οι οποίοι (και πρός μεγάλη του έκπληξη) εκφράζουν την υποστήριξή τους για τους πολεμικούς του στόχους. Καθώς αυτό μπορεί να ακούγεται λίγο “cheesy”, στήν ταινία γίνεται ένας απόλυτα κατάλληλος τρόπος ώστε o Wright να καταγράψει το είδος της λαϊκής υποστήριξης, ακόμα και αγάπης, που ο Churchill απολάμβανε κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο Oldman μπορεί να έχει φτιάξει μια καριέρα “χαμαιλέοντα”, εδω όμως πραγματικά χτίζει έναν χαρακτήρα που χαίρεσαι και απολαμβάνεις στήν μεγάλη οθόνη. Είναι λίγο ανόητο να το πούμε, αλλά πραγματικά νιώσαμε σαν να βλέπαμε τον Winston Churchill μπροστά μας. Είναι μια λαμπρή και εξαιρετική ερμηνεία, καθώς ο Oldman πετυχαίνει τα πάντα, από τους τρόπους του Churchill μέχρι το ξεχωριστό μοτίβο της ομιλίας του και το κάπνισμα των (σήμα κατατεθέν) Cohiba Siglos πούρων του. Συμπληρωμένη και όχι πνιγμένη από την προσθετική του καλλιτέχνη Kazuhiro Tsuji, η ερμηνεία του Oldman βυθίζεται βαθιά και εμφατικά στόν χαρακτήρα του Churchill, προβάλλοντας παράλληλα μια χαλαρή, φέρουσα αδυναμία, κάτι που συνδέουμε λιγότερο με αυτή την ημυθική φιγούρα.
Ο Wright χειρίζεται με τον καλύτερο τρόπο το σενάριο του Anthony McCarten (The Theory of Everything), με την επιλογή να ενσωματώσουν τη διάρκεια ενός και μόνο γεγονότος αντί να προσπαθούν να καλύψουν ολη τη ζωή του μεγάλου ηγέτη. Με αυτόν τον τρόπο, η ταινία λειτουργεί και κυλάει πιο εύκολα (παρά τα 125 λεπτά της) και χάρη στήν τεράστια πινελιά από την ερμηνεία του Oldman, παίρνουμε μια ιδέα του ποιός ήταν ο Churchill ως άνθρωπος – μάλιστα την πρώτη φορά που τον συναντάμε δεν είναι στο κοινοβούλιο, αλλά στο κρεβάτι του, φορώντας μια “ροζ” ρόμπα, τρώγοντας το πρωινό του, ενω παράλληλα βλέπουμε πώς εργάζεται, τι σκέφτεται, και ακόμη και το αποτέλεσμα που έχει το έργο του στην οικογένειά του. Κάτι που παρατηρούμε (έστω και σε λίγες σκηνές), μέσα απο τα μάτια της γυναίκας του Clementine (Kristin Scott Thomas), η οποία σε κάθε στιγμή υποστηρίζει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα με την ερμηνεία της δεν υποτάσσεται σε ενα μονοδιάστατο κινηματογραφικό μοτίβο.
Και μετά ο Ben Mendelsohn…. ο οποίος παραδίδει μια συγκρατημένη και εκλεπτυσμένη ερμηνεία ως βασιλιάς Γιώργος VI. Είναι σχεδόν αναζωογονητικό να βλέπεις τον Mendelsohn να παίζει έναν χαρακτήρα τόσο “κανονικό”, αλλά είναι ακόμα μια απόδειξη ότι το ταλέντο του είναι πολύ πιο ευέλικτο από οτι έχουμε συνηθίσει.
Το μυστικό όπλο αυτής της ταινίας είναι φυσικά ο Joe Wright. Βαδίζοντας στα γνώριμα λημέρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Atonement) και των ταινιών εποχής (Pride & Prejudice) και με την βοήθεια της υπέροχης φωτογραφίας του Bruno Delbonell προσφέρουν μια πανέμορφη οπτική προσέγγιση της ιστορίας, επωφελούμενοι απο το λυρικό score του Dario Marianelli, και δίνουν μαζί στην ταινία μια πολύ απαλή και συναρπαστική ισορροπία.
Εντέλει, ένα ώριμο έργο του Joe Wright, που συντέθηκε με γνώμονα την ίδια την ιδιοσυγκρασία του προσώπου που προσεγγίζει. Υποστηρίζω μια στάλα παραπάνω το έργο γιατί πιστεύω ότι με μια τέτοια κινηματογραφία πάνω σε μια τέτοια αμφιλεγόμενη (για πάρα πολλούς) προσωπικότητα, κάνει το “Darkest Hour” να ξεχωρίζει από τα πιο συνηθισμένα ιστορικά δράματα.
5/5