Παλμοί μίσους και φόβου αναδύονται μέσα από τη νέα δήλωση της πολυτάλαντης Αμερικανίδας σκηνοθέτιδας Kathryn Bigelow. Μέτωπο πολέμου, που μεταφέρει τον «άξονα» της μάχης, από τα χαλάσματα του Ιράκ και τον ‘’αγώνα κατά της τρομοκρατίας’’, στη καρδιά της μητέρας πατρίδας, σε ένα αέναο, ρατσιστικό εμφύλιο, ενός κόσμου που συνεχίζει να μην μαθαίνει από τα λάθη του.
Detroit, ,23 Ιουλίου 1967. Αυτό που ξεκινά ως εκκαθάριση ρουτίνας για την τοπική αστυνομία σε μπαρ όπου συναναστρέφονταν, διασκεδάζοντας έγχρωμοι, οδηγεί στα αιματηρά επεισόδια διάρκειας πέντε ημερών, με θύματα 43 νεκρούς, 1.189 τραυματίες, 7.500 συλλήψεις και πάνω από 2.000 κατεστραμμένα κτίρια. Αποκορύφωμα όλων αυτών, τα όσα διαδραματίστηκαν στο ξενοδοχείο Algiers, γεγονότα που οδήγησαν σε δίκη το μισό αστυνομικό τμήμα της περιοχής, καταλήγοντας μερικούς μήνες μετά, στη ντροπιαστικότερη στιγμή της δικαιοσύνης μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Με τις πληγές να επουλώνονται ακόμα και τη ρατσιστική βία να συνεχίζει να μαστίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες, η σκηνοθέτιδα εξαπολύει δριμύ κατηγορώ στη στολή, αλλά και σε κάθε κατάχρηση που διαπράττει ο χρήστης της. Με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ότι στα «Zero Dark Thirty» και «The Hurt Locker», ωριμότερη, η Bigelow ξεχωρίζει το πατριωτικό της προφίλ από αυτό του ηθικού καθήκοντος. Χωρίς περιστροφές, καταδικάζει τη ρατσιστική βία, αναδεικνύει το πρόβλημα της κατάχρησης εξουσίας και αισθαντική όσο ποτέ, συγκινεί αβίαστα το κοινό με τις προθέσεις της.
Παράλληλα, η ευφυέστατη κίνηση, το back story να βασιστεί στο μουσικό συγκρότημα «The Dramatics» εξιστορώντας πως τα μέλη του στιγματίστηκαν από τις εξεργέσεις, δικαιολογεί την εμπιστοσύνη της Bigelow στο πρόσωπο του Mark Boal και σε αυτό το film για το σενάριο. Όντας η καρδιά της ταινίας, η παράπλευρη αυτή στιγμή στο έργο της σκηνοθέτιδας, παρουσιάζει το ψυχισμό των εμπλεκομένων σε όλο το φάσμα του. Σε συνδυασμό με την εναρκτήρια, animated, σεκάνς και την εκμετάλλευση του πλούσιου δημοσιογραφικού υλικού της εποχής, η «σελίδες» του παρόντος βρίθουν από ρεαλισμό και παραδοχές.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός, πως στη περίπτωση μας, αποφεύχθηκε η αποτύπωση ωμής βίας, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που έχουμε συνηθίσει από το συγκεκριμένο χρήστη του φακού. Αν και τα κάδρα παραμένουν (ενοχλητικά) δυσδιάκριτα, πλούσια σε «αναταράξεις» ώστε να μεταφέρουν με ακρίβεια την ένταση της στιγμής, επιλέχθηκε ένας σεμνότερος τρόπος παρουσίασης. Αυτό ίσως ξενίσει τους μυημένους σε ανάλογης θεματικής έργα, που συνδέουν την ταύτιση με αποκρουστικές εικόνες.
Το αδιαμφισβήτητο «όπλο» σε κάθε ταινία της Bigelow, παραμένει το cast. Χωρίς το μεγάλο εκείνο lead, Will Poulter (κόντρα ρόλος που θα συζητηθεί) και Jason Mitchell είναι η ψυχή του δράματος χωρίς φανφάρες, με τους John Boyega, Algee Smith και Anthony Mackie, να συμμετέχουν προσδίδοντας σημαντικά σε ποιότητα.
Το 1967 στο Detroit, πολλά πήγαν χαμένα, κάηκαν στις στάχτες. Ανθρώπινες ζωές, όνειρα, ταλέντα, αξίες. Η κοινή γνώμη κατάλαβε για ακόμα μια φορά πόσο ευάλωτη είναι απέναντι σε κάθε είδος κατάχρησης εξουσίας, βίας και διακρίσεων. Αντίκρισε τη φύση της που πρωτόγονα, συνεχίζει να κατασπαράζει το δίκιο, αναζητώντας αφορμή για έναν ακόμα πόλεμο, λίγο ακόμη αίμα. Όσο και αν καταδικάζει, όσο και αν κλαίει με λυγμούς για τα «παιδιά» της που άδικα πέφτουν στο μέτωπο της επόμενης, παράλογης μάχης, εντός ή εκτός των τοιχών. Στο «Detroit», η βία είναι ουσιαστικά μια ώχρα. Αν και φέρει ταυτότητα, αποτελεί μια φωτογραφία σε ένα γενικότερο φαινόμενο που δεν βρίσκει γαλήνη, δεν γνώρισε ποτέ σύνορο. Και αδικαιολόγητα, μαστίζει το ανθρώπινο γένος ακόμα και σήμερα…
3/5