Ένας φτωχός ψαράς από τη Βόρεια Κορέα ξεκινά, όπως κάθε πρωί, για ψάρεμα. Το δίχτυ του όμως πιάνεται στη μηχανή και η βάρκα του παρασύρεται στα ύδατα της Νότιας Κορέας.
Το πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι αυτό το ατυχές γεγονός στην κορεατική χερσόνησο θα φανεί αμέσως μετά, όταν στην ελεύθερη πλευρά της, καλοθελητές αξιωματικοί κάνουν τα πάντα για να τον χρίσουν κατάσκοπο του καθεστώτος του Κιμ Γιονγκ.
Ο Κιμ Κι Ντουκ επανέρχεται μετά από τρία χρόνια με ένα δυνατό πολιτικό θρίλερ, που δεν φοβάται να πει τα πράγματα ωμά, τόσο ωμά που σίγουρα θα ενοχλήσει. Εγκαταλείποντας τις ποιητικές εικόνες του, ο Κορεάτης σκηνοθέτης είναι μάλλον πολύ θυμωμένος με όσα συμβαίνουν κι αποφασίζει να πει την αλήθεια χωρίς φόβο, αλλά με πάθος.
Ένας ψαράς από την Βόρεια Κορέα λόγω μιας ατυχούς στιγμής – το δίχτυ του πιάνεται στη βάρκα του- θα περάσει τα χωρικά ύδατα του κράτους με τους συμπατριώτες του να αντιλαμβάνονται μεν ότι όλα συμβαίνουν κατά λάθος, αλλά παρόλα αυτά ετοιμάζονται να τον πυροβολήσουν εν ψυχρώ.
Έτσι ξεκινάει το Δίχτυ εισάγοντάς μας στη σκληρότητα του καθεστώτος του Κιμ Γιονγκ.
Από εκεί και πέρα όμως αρχίζει μια άλλη περιπέτεια, που θα αποκαλύψει και το αδυσώπητο πρόσωπο της « πολιτισμένης» δυτικής πλευράς, ένα πρόσωπο που ίσως ξέρουμε, αλλά δεν θέλουμε να παραδεχτούμε.
Ο πρωταγωνιστής λοιπόν μεταφέρεται από τις αρχές της Νότιας Κορέας στη Σεούλ. Εκεί θα υποστεί τις βάναυσες ανακριτικές μεθόδους ενός σκληροτράχηλου αστυνομικού, που θέλει εμμονικά να αποδείξει ότι ο ταλαίπωρος ψαράς είναι κατάσκοπος.
Την ίδια ώρα ο διευθυντής της αστυνομίας θα επιμείνει πως δεν τον ενδιαφέρει η κατασκοπική ιδιότητα του κρατούμενου, αλλά να τον πείσουν να αυτομολήσει, συνεχώς επαναλαμβάνοντας ότι “πρέπει να σώσουν όσους περισσότερους μπορούν από τη δικτατορία“.
Θα τον πετάξουν έτσι στους δρόμους μιας μεγαλούπολης για να γνωρίσει τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας και να μπει σε πειρασμό, ενώ εκείνος το μόνο που θέλει είναι να επιστρέψει στην οικογένειά του.
Ο ευγενής φρουρός του είναι μάλλον ο μόνος που καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει σε αυτή την περίεργη υπόθεση.
Με θάρρος στέκεται απέναντι στους ανωτέρους του, εκφράζοντας ανοιχτά τις απόψεις του, κι εκείνοι, όπως οφείλει μια δημοκρατία, τον ακούν με στωικότητα, χωρίς όμως να του επιτρέπουν να δράσει. ‘Έτσι ο Κιμ Κι Ντουκ με καφκικό τρόπο περιγράφει πώς όλοι οι άνθρωποι είμαστε μπλεγμένοι σε ένα δίχτυ, όπου δεν υπάρχουν ιδεολογίες, δεν υπάρχουν αξίες, παρά μόνο ο νόμος του ισχυρού.
Μετά από την περιπέτειά του, από θαύμα ο ψαράς θα επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου ο εφιάλτης του θα συνεχιστεί.
Με μια καθόλου αισιόδοξη διάθεση, ο Κιμ Κι Ντουκ περιγράφει την πυραμίδα της εποχής μας, όπου οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να υποστούν τις συνέπειες ενός απάνθρωπου συστήματος.
Ο γνωστός λυρισμός του υπάρχει μόνο στα πλάνα όπου ο ψαράς βρίσκεται μόνος στη θάλασσα, ενώ η υπόλοιπη ταινία ακολουθεί την ατμόσφαιρα ενός σκληρού θρίλερ, με σκηνές που σίγουρα θα προκαλέσουν μπορεί κάποιος να τις αποκαλέσει ακόμα και χονδροειδείς συμβολισμούς- όπως αυτήν που ένα μάτσο δολάρια ψαρεύονται μέσα από μια πανάθλια βρώμικη τουαλέτα.
Όχι, ο Κιμ Κι Ντουκ δεν λειτουργεί υπαινικτικά στο Δίχτυ, λέει αυτό που θέλει όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται και όποιος μπορεί ακούει.