Πάμε σινεμά: Lady Bird

Η Christine McPherson, στοργικά ονομαζόμενη, αλλά και αυτοαποκαλούμενη Lady Bird, είναι μια φιλόδοξη, λαμπρή και πρώιμα ανεπτυγμένη τελειόφοιτος του σχολείου. Αναζητώντας να απελευθερωθεί από τα προάστια του Sacramento, ονειρεύεται μια διαφορετική ζωή γεμάτη ουρανοξύστες της ανατολικής ακτής, μεγάλα πανεπιστήμια και κοσμοπολίτικη ζωή. Αλλά οι βαθμοί της δεν είναι οι πιο υψηλοί και δεν έχει καμία σημαντική διασύνδεση, κι έτσι η Lady Bird πρέπει να εκμεταλλευτεί τις εξωσχολικές της δραστηριότητες για να συνεχίσει να ονειρεύεται το κολέγιο. Μπαίνει στη θεατρική ομάδα και εκεί γνωρίζει νέους φίλους, τις πρώτους της έρωτες και μια έντονη δημόσια ζωή. Με τη μητέρα να είναι επικριτική και να εργάζεται διπλές βάρδιες ως νοσοκόμα, τον πατέρα πρόσφατα απολυμένο και τον αδελφό της να έχει βγάλει το Berkeley και να δουλεύει σε σούπερ-μάρκετ, ξέρει ήδη ότι η καλή ζωή μετά το σχολείο δεν είναι ένας απλός περίπατος στο πάρκο.

Σκηνοθετικό ντεμπούτο για την Greta Gerwig (Frances Ha), μέσα από ιδιότυπα εκτελεσμένο dramedy, που θα ασχοληθεί με την εφηβεία, το χάσμα που χωρίζει τις παλαιότερες γενιές με την επαναστατικότητα των νεότερων και φυσικά, την καθημερινότητα σε επαρχιακή πόλη με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Η κουβέντα γύρω από το «Lady Bird», των 90 βραβείων, των διπλάσιων αριθμών υποψηφιοτήτων και πως αυτό κατάφερε να κερδίσει το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών ώστε να το συζητάμε τη βραδιά της ενενηκοστής απονομής των βραβείων Όσκαρ, έχει και αυτή τη σημασία της.

Το κείμενο βλέπεις που συνέταξε η σκηνοθέτιδα, παίρνει κομμάτια της προσωπικής της εφηβικής περιόδου, βιωματικά εξελιγμένα στον ίδιο τόπο (το Σακραμέντο της Καλιφόρνια), αποφεύγοντας να μαρτυρήσει πότε η φαντασία υπερισχύει της πραγματικότητας των όσων μας αποκαλύπτονται (ή το αντίθετο). Ακολουθείς έτσι τη νεαρή Christine (μοναδική η απόδοση εδώ της Saoirse Ronan) σε αυτό το ταξίδι αναζητήσεων μέσα από την ενηλικίωση, βρίσκεις ομοιότητες με διάφορα σχετικά πονήματα όπως το βραβευμένο «Boyhood» του Richard Linklater, η ακόμα και πιο πίσω στο σινεμά του John Hughes, σχηματίζοντας, έτσι την εικόνα ενός εφάμιλλου πακέτου. Ένα είναι όμως το στοιχείο εκείνο που αποτελεί τον ουσιαστικό, συναισθηματικό πυρήνα της ταινίας και μοιάζει να είναι αυτό που απασχολεί πηγαία τη δημιουργό της. Ειναι και αυτό που το κρατάμε -άτυπα- ως προσωπική της κατάθεση ψυχής.

 

Η σχέση μάνας (Laurie Metcalf, σε μια υπέροχη ερμηνεία και υποψήφια για το Β’ Γυναικείου) και κόρης, έρχεται εκεί στο τελευταίο μέρος, στο κέντρο της πλοκής, κορυφώνοντας ένα συμπέρασμα που καλλιεργήθηκε τα προηγούμενα εξήντα και πλέον λεπτά, να μονοπωλήσει. Κατά έναν τρόπο, δηλώνει την αδυναμία των εφήβων να κατανοήσουν τη ψυχολογική «βία» που δέχεται ο γονιός, όταν και αισθανθεί για πρώτη φορά, ανήμπορος να αντιδράσει, πως έφτασε η στιγμή του αποχωρισμού. Η απόρριψη και ο θυμός εναλλάσσονται με την περηφάνια και την απώλεια αδιάκοπα, μόλις η πόρτα κλείσει και το παιδί απλώσει τα φτερά του. Το να έχεις παιδιά βλέπεις, σε κάνει να αντιληφθείς ότι δεν έχει να κάνει μόνο με εσένα και τα θέλω σου.

Το μήνυμα στην παρούσα είναι, πως αυτό το συνειδητοποιείς, όταν το παιδί μεγαλώσει και σου πει αντίο, έτοιμο να κατακτήσει τον κόσμο, έτοιμο να απλώσει τα φτερά του. Το να πεις εκείνο το αντίο κάτω από αυτές τις συνθήκες ως γονιός, προαπαιτεί αυτογνωσία, αυτοθυσία (παραμερίζοντας εκείνο το εγώ) και προπάντων, αγάπη. Και από αυτή, το «Lady Bird», πλημμυρίζει σε κάθε λεπτό, του παιχνιδίστικου μοντάζ του…

 

3,5/5