Πάμε σινεμά: Papillon (2017)

H επική ιστορία του Χένρι, ενός διαρρήκτη χρηματοκιβωτίων του παριζιάνικου υποκόσμου, ο οποίος κατηγορείται άδικα για έναν φόνο και τελικά καταδικάζεται σε ισόβια για να εκτίσει την ποινή του σε ένα ξακουστό σωφρονιστικό ίδρυμα που βρίσκεται στο «Νησί του Διαβόλου». Αποφασισμένος να ξανακερδίσει την ελευθερία του ο Πεταλούδας συμμαχεί με έναν ιδιόρρυθμο παραχαράκτη που με αντάλλαγμα την προστασία του, προσφέρεται να χρηματοδοτήσει την απόδραση του Πεταλούδα.

Η ταινία των Steve McQueen-Dustin Hoffman του 1973 ήταν ένα από εκείνα τα έντονα ενήλικα έπη που δεν γυρίζονται πια. Σκηνοθετημένο από τον Franklin Schaffner, ειδήμονα μεγάλων και επικών ταινιών όπως τα … Planet of the Apes και Patton , η πρωτότυπη εκείνη -και αξέχαστη- ταινία ήταν μακρόσυρτο και βίαιο δράμα , γεμάτο με αραιούς διαλόγους και αξέχαστες σκηνές που μετέφεραν στόν θεατή ολο το κλίμα και την ατμόσφαιρα που απαιτείται ώστε να βρεθεί δίπλα στόν ήρωα , να συμπάσχει μαζί του και ταυτόχρονα να νιώσει την ακατανίκητη επιθυμία του για ελευθερία , βιώνοντας και αυτός μαζί του την φρίκη των φυλακών. Η ταινία όμως έδειξε και κάτι περισσότερο. Την ικανότητα να δημιουργηθούν σημαντικοί δεσμοί κάτω από τις χειρότερες συνθήκες που μπορούμε να φανταστούμε.

Σε αυτό το σημείο να δώσουμε κάτι σαν … word of advice , όπως λένε και οι “φίλοι” μας στήν US of A: Αν σκοπεύετε να δείτε το νέο remake του Papillon, προσπαθήστε να μην δείτε (όσοι δεν το έχουν δεί) το πρωτότυπο πρώτα. Και αυτό – εκτός του γεγονότος (μην κρυβόμαστε τώρα) οτι δεν υπάρχει θέμα σύγκρισης- γιατί τούτη την κινηματογραφική εβδομάδα και μετά απο έναν τέλειο προγραμματισμό , original και remake της ίδιας ταινίας , χέρι , χέρι θα προβληθούν … μαζί.

… και συνεχίζουμε. Το “update” του Δανέζου σκηνοθέτη Michael Noer , με τους Charlie Hunnam και Rami Malek στους αντίστοιχους ρόλους, προσπαθεί να κάνει όλα τα παραπάνω, αλλά δεν επιτυγχάνει το ίδιο αποτέλεσμα. Προσαρμοσμένη τόσο από το βιβλίο του Henri Charriere όσο και από το σενάριο των Dalton Trumbo και Lorenzo Semple Jr., η ταινία έχει πολλά από τα βασικά συστατικά, αλλά δεν δημιουργεί κάτι καινούργιο , καθώς δεν υπάρχει πραγματική φωνή στην αφήγηση , ούτε κάτι το ιδιαίτερο στήν ίδια του την εικόνα χωρίς κανένα ίχνος πειραματισμού εκτός φυσικά απο την λίγο παραπάνω βια και το gore , μόνο και μόνο για το eye pleasure του “νεανικού” κοινού.

Οι Hunnam και Malek αποδεικνύουν ότι είναι ένα καλό και δεμένο δίδυμο μπαίνουν δυναμικά αλλά οχι ολοκληρωτικά (υπάρχει πάντα η σύγκριση) στα χαρακτηριστικά των ηρώων που υποδύονται, με τον Son of Anarchy” να είναι λίγο πιο εξω απο τα ερμηνευτικά του νερα παίζοντας ένα μικροεπιχειρηματία -με το σήμα κατατεθέν , το τατουάζ πεταλούδας – κακώς κατηγορούμενο για μια δολοφονία και καταδικασμένο στο απομακρυσμένο σωφρονιστικό “ίδρυμα” της Γαλλικής Γουιάνας (γαλλικά: Guyane française) της δεκαετίας του 1930 – ενω ο τελευταίος κάνει την καλύτερη απομίμηση του Hoffman για να παίξει τον έξυπνο ανόμονο παραχαράκτη Louis Dega.

Οι δύο τους συναντιούνται ενώ στέλνονται με εκατοντάδες άλλους άνδρες από μια πόλη λιμάνι (φαινομενικά Μασσαλία – η ταινία γυρίστηκε στη Μάλτα, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία, και φαίνεται) για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι συνθήκες είναι αποτρόπαιες – τόσο πολύ ώστε τέτοιες αποικίες , γνωστές ως “bagne” στα γαλλικά, απαγορεύτηκαν από το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου – και οι φυλακισμένοι που θα καταφέρουν να επιβιώσουν απο το τραχύ ταξίδι θα έρθουν αντιμέτωποι με ασθένειες (που οδηγούν στόν θάνατο) σκληρή εργασία , ή ακόμα και με δολοφονία στον ύπνο τους. Ο Papillon , όμως , δεν έχει καμία επιθυμία να παραμείνει κολλημένος σε αυτή την κόλαση και γρήγορα συνεργάζεται με τον Dega – ο οποίος έχει ένα σημαντικό χρηματικό έπαθλο στήν φαρέτρα του – για να σχεδιάσει την αποδρασή του.

Ο Noer σκηνοθέτησε το R δράμα του , έχοντας στόν νου του την ταινία A Prophet (2009) κάνοντας την προσέγγισή του να μοιάζει με μια δανέζικη εκδοχή του. Οι λίγες προσπάθειες που κάνει ο ίδιος και ο σεναριογράφος Aaron Guzikowski (Prisoners) να διαφοροποιήσουν την εκδοχή τους πέφτουν στο κινηματογραφικό κενό – ειδικά στο πρώτο μέρος που είναι αφιερωμένο στην εγκληματική εκμετάλλευση του Papillon που παίζει σαν μια Europudding καρικατούρα του προπολεμικού Παρισιού – ενώ το υπόλοιπο της ταινίας στερείται τα απαραίτητα εργαλεία για μια τέτοιου είδους μεγαλοπρεπή ιστορία.

Στην καλύτερη περίπτωση, οι Hunnam και Malek επιδεικνύουν την έντονη σωματική τους αφοσίωση, δημιουργώντας παράλληλα την σχέση τους εν μέσω όλων των κακουχιών. Δεν έχουν (φυσικά) την γοητεία των McQueen και Hoffmann στην οθόνη – ποιος θα μπορούσε ποτέ; – αν και είναι ένα απολαυστικό combo σε μια ταινία που, και παρά την διάρκεια των δυο ωρών δεν αναπαράγει ποτέ την ενοχλητική εμπειρία του πρωτότυπου , διεκπεραιώνεται κάπως βιαστικά ενω παράλληλα “ξύνει” επιφανειακά τα κομμάτια της ιστορίας , με το αποτέλεσμα να κρίνεται ως ενα άγευστο και αχρείαστο remake.

Ίσως είναι θέμα χρόνου και χρήματος, επειδή κανείς σήμερα δεν μπορεί πραγματικά να γυρίσει πλέον ταινίες , όπως τα μεγάλα (τότε) όπλα του Hollywood , όπως ο Schaffner και πολλοί άλλοι. Αλλά είναι και κάτι άλλο: Σε αντίθεση με τον Πεταλούδα, ο οποίος ψάχνει να βρει μια διέξοδο πρός την ελυθερία , αυτό που η ταινία στερείται είναι ένα σχέδιο.

2/5