Σε τι ποσόστωση μπορεί άραγε ο θεατής να συλλάβει την «συγχώνευση» ενός υποκριτική με το υποκείμενο του; Πώς «εκπαιδεύεται» ώστε να διαβεί το μονοπάτι του εκάστοτε ψυχισμού που αναλύεται, χωρίς να το παρερμηνεύσει; Είναι κάτι που πρέπει να απασχολεί τον δημιουργό όταν έχει στα χέρια του ένα ιδιαίτερο κείμενο? Τελικά, αρκεί η ταμπέλα “έργο τέχνης’’ για να καλύψει τις ενστάσεις ενός mainstream κοινού που αναζητά ψυχαγωγία χωρίς -επιτηδευμένες τεχνηέντως- στρεβλώσεις;
Τα ερωτήματα αυτά στριφογυρίζουν στο μυαλό αναπόφευκτα μετά την παρακολούθηση του «Phantom Thread», της τελευταίας ταινίας (σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση), του μοναδικού performer Daniel Day-Lewis. Η ενασχόληση με το παρόν, στοίχησε (όσο και στοίχειωσε), την επιδίωξη του ηθοποιού για εκείνο το κύκνειο άσμα που θα ερχόταν αργότερα, κάποια στιγμή, σε «χρόνο» και «τόπο», της επιλογής του. Το αντίο (εάν ισχύσει τελικά), δεν επήλθε με τους δικούς του όρους. Στέρησε από τον Day-Lewis το δικαίωμα να χαρεί τις δάφνες του, γαλήνιος. Ομοίως, στερεί σε μεγάλη μερίδα του κοινού, την ευκαιρία να απολαύσει το μέγεθος της ταύτισης που επιτυγχάνεται κάθε φορά από τον ασύγκριτο καλλιτέχνη, σε ένα αρκετά πιο εύπεπτο προϊόν.
Το «Phantom Thread» είναι ένα αυστηρό έργο τέχνης. Θέλει να σου μιλήσει για πολλά πράγματα μαζί αλλά χωρίς να το ενδιαφέρει αν θα τα κατανοήσεις. Μαθαίνει να αγαπά μα ταυτόχρονα μισεί. Συγκλίνει μέσα του διακριτά, όλες τις αρετές, τις αδυναμίες, τα ελαττώματα που προσδιορίζουν ένα πορτρέτο και ειδικά χαρακτήρων. Η εσωστρέφεια του, σχηματίζεται από την ιδιοσυγκρασία του ήρωα, διαθλάται από τις συνιστώσες των εμμονών του, συμφιλιώνεται με δαίμονες, εξιλεώνεται σιωπηρά στο φινάλε. Ο ομολογημένος έρωτας, ο «Ετερος εγώ» (όπως μας υπέδειξε πρόσφατα ο Τσαφούλιας), οδηγεί σε άτυπη σύγκρουση δυνάμεων, προβληματίζει με τα συμπεράσματα, ανασκουμπώνει με τη ματαιότητα των συμβολισμών του.
Το «μοντέλο» ακούει στο όνομα Reynolds Jeremiah Woodcock. Παρουσιάζεται ως εκλεπτυσμένα εγωκεντρικός, τελειομανής, bon viveur, σε στιγμές γεμάτoς μισογυνισμό, ψυχαναγκαστικά αψεγάδιαστος στη δουλειά του, αινιγματικός, παρωχημένος μέσα σε ένα κόσμο που ξεκινά να ταυτίζεται με τον όρο shic. Έναν όρο που απεχθάνεται ως μόδιστρος και που εναντιώνεται λυσσαλέα μέσα από κάθε νέα του δημιουργία. Απομονωμένος στον ελεγχόμενο από την αδελφή του (Lesley Manvill) μικρόκοσμο, τις περιστασιακές «απολαύσεις» και τις αντιφάσεις μιας διπολικής φιλοσοφίας να τον μαστίζει, «πέφτει» αναπόφευκτα στην παγίδα του έρωτα με παραμέτρους οιδιπόδειου, έρμαιο εκείνης της ενδόμυχης ανάγκης, να αναζητά τη μητέρα του σε κάθε νέο γυναικείο πρόσωπο που εισέρχεται στη ζωή του.
Δεν είναι τυχαίο για το σενάριο του Paul Thomas Anderson, να θέλει τον Woodcock να ερωτεύεται τη στιγμή που η τέχνη του αμφισβητείται. Αποζητά έτσι την αποδυνάμωση του, την προσωπική αμφισβήτηση όσο και απόγνωση. Ευάλλωτος ως είναι, τη δεδομένη στιγμή, «αιχμαλωτίζεται» από την απλότητα μιας νεαρής Γερμανίδας σερβιτόρας (Vicky Krieps), έτοιμος να παραδοθεί στις «ορέξεις» της. Με μια αόρατη κλωστή, οι δύο σημαντικότερες γυναίκες στη ζωή του μόδιστρου, ενώνονται και τον τιθασεύουν. Anderson και Day-Lewis, έμμεσα, με αυτό τον τρόπο, προβάλουν τη νεαρή Άλμα ως κεντρικό ήρωα του πονήματος τους.
Αφηγηματικά, ο ελιγμός πείθει το θεατή, όχι όμως χωρίς κάποιο τίμημα. Η εσωστρέφεια ακολουθεί όλο το φάσμα της ταινίας. Τα 130 λεπτά, από ένα σημείο και έπειτα, μοιάζουν δυσδιάβατα, δαιδαλώδη, χωρίς ουσιαστικές κορυφώσεις. Ο ήρωας «κλείνεται» ολοένα και περισσότερο, απομακρύνοντας έτσι εαυτόν από το κοινό, που με τη σειρά του αναζητά ουσία, ένταση, γιατί όχι και εκείνο το χαρακτηριστικό χάος που ακολουθεί τις ερμηνείες του Day-Lewis. Ακόμα και ο έρωτας, το πάθος, ξεθωριάζουν σιγά σιγά. Το αργό «πλανάρισμα» και η διακριτική κλασική μουσική, ακολουθούν άρτια τις γραμμές του σκηνοθέτη, αυτές όμως οδηγούν το όχημα του «Phantom Thread», σε πολύ συγκεκριμένες ορέξεις και γούστα.
Δεν αμφισβητήσουμε επουδενί την ποιότητα και το μεγαλείο του Daniel Day-Lewis σε αυτή τη νέα του συνεργασία με τον Thomas Anderson. Αν έπρεπε όμως ο σκηνοθέτης να του αφιερώσει ένα έργο, καλό θα ήταν να τον προστατέψει (γνωρίζοντας πόσο αρρωστημένα δοτικός γίνεται με ό,τι καταπιαστεί), και όχι να τον αναλώσει σε ένα δοκιμιακό συνονθύλευμα αναζητήσεων, τόσο προσωπικό, σε στιγμές άβολο, ακόμα και για εμάς που το παρακολουθήσαμε. Η γλώσσα του σώματος του ηθοποιού, μαρτυρά τη βάσανο του μέσα στην ταινία. Απλά, μας το επαλήθευσε αργότερα και με τις δηλώσεις του. Αν αυτό τελικά είναι το τέλος μιας εξαιρετικής καριέρας, η γλυκόπικρη γεύση που σου αφήνει, κρύβει μέσα της και ψήγματα αισιοδοξίας. Υπάρχει ακόμα χρόνος…
3,5/5