Είναι γεγονός, πως ο μεξικανικής καταγωγής Guillermo del Toro, αφήνει το στίγμα του κάθε φορά που καταπιάνεται με το απόκοσμο και το φανταστικό (δάσκαλος του άλλωστε, υπήρξε ο μοναδικός Dick Smith, υπεύθυνος για τα οπτικά εφέ στο «The Exorcist» του 1973). Οι ήρωες του, είτε δημιουργήματα μέσα από τις σελίδες κόμικ χαρακτήρων («Hellbοy», «Blade», «Pacific Rim»), είτε γέννημα μιας «ανήσυχης» φαντασίας όπως αυτήν που χαρακτηρίζει τον ίδιο («Mimic», Geometria»), λειτουργούσαν ως αντανάκλαση εκείνου του ταλέντου, ταγμένου κάποια στιγμή να σταθεί ανάμεσα στον υπερφίαλα σκοτεινό Tim Burton και τη γλυκανάλατη χρυσόσκονη του Steven Spielberg.
Ήταν το 2006, όταν όλοι μας, θα ανακαλύπταμε ουσιαστικά για πρώτη φορά, το χάρισμα του σκηνοθέτη και σεναριογράφου del Toro, να παντρεύει το ονειρικό, με ψυχή, αγάπη και αισιοδοξία, μέσα από ένα έργο, -κατά γενική ομολογία- άκρατου πεσιμισμού. Το «El laberinto del fauno» (Ο λαβύρινθος του Πάνα ελληνιστή), παραμένει μέχρι σήμερα, το momentum του καλλιτέχνη, ενόραση τόσο προσωπική, όσο και η ματιά του πίσω από το φακό.
Το «The Shape of Water» του 2017, φέρει την υπογραφή και τη φροντίδα του, κρατά κάποια από τα (καλά) στοιχεία που ακολουθούν τη φιλοσοφία του, υποπίπτοντας όμως σε «συμβιβασμούς», που μοιάζουν να προσπαθούν να αγκαλιάσουν με αυτόν τον τρόπο, μεγαλύτερη μερίδα κοινού και κριτικών.
Επιτηδευμένα μη ρεαλιστικός στον πυρήνα της ιστορίας του ακόμα και σε απλές, βασικές λεπτομέρειες, χρησιμοποιεί τα 123 λεπτά που έχει στη διάθεση του, αναπτύσσοντας μια αλλοπρόσαλλη, ρομαντική ιστορία αγάπης και ερωτισμού. Η σχέση όμως που καλλιεργείται στο κλειστοφοβικό περιβάλλον κρατικού κολαστηρίου-εργαστηρίου, μεταξύ της Elisa (Sally Hawkins) και του αμφίβιου, πειραματόζωου αγνώστου ταυτότητας (επιτυχώς απεικονισμένου από την ομάδα special makeup effects του Jeff Derushie), είναι καταδικασμένη από την αρχή να αμφισβητείται, να βασανίζεται και τελικά να καταδιώκεται. Συστήνει έτσι δυο «μάρτυρες» του έρωτα, ραγισμένες από τη ματαιοδοξία των ανθρώπων καρδιές, την «Πεντάμορφη και το Τέρας» πίσω από το ραγισμένο είδωλο ενός άλλου, μαύρου καθρέφτη.
Μόνο ο σκηνοθέτης γνωρίζει τους λόγους που τον οδήγησαν στην επιλογή το παρόν, να χάσει τελικά την ταυτότητα του, και μάλιστα, τη στιγμή της κορύφωσης του. Άγνωστο γιατί, το «The Shape of Water», εξελικτικά, τιθασεύεται από το κείμενο αλλά και την εικόνα του. Όσο τα λεπτά περνούν πάνω από τα νερά του, ξεθωριάζει η σφραγίδα του σκηνοθέτη, δίνοντας την εντύπωση πως κάπου εκεί στη μέση, κάλεσαν τον γνωστό παραμυθά να ολοκληρώσει το έργο του. Η πρόσμιξη Σπιλμπεργκικών τρικ με ολίγον νουάρ, ακολουθούν τις καθαρές γραμμές κινηματογράφησης (μακριά από την νοσταλγικά «βρόμικη» οπτική του del Toro), μαρτυρώντας έναν κάποιο αβανταδόρικο «εξευγενισμό».
Με εξαίρεση την Hawkins αλλά και τον παλαίμαχο Richard Jenkins, δίδυμο σε υποκριτικό συγχρονισμό εδώ, απογοητευτική κρίνεται και η προσέγγιση ως villain του Michael Shanon. Αν και θα περίμενες η κριτική μας να στοχεύσει στο ειδύλλιο και το κατά πόσο αυτό ανταπεξέρχεται στις προσδοκίες μας, είναι εκείνος ο λανθάνων φασισμός, εκνευριστικά προβλέψιμος μέσα στα ανούσια ρατσιστικά στοιχεία του, πασπαλισμένος με αδικαιολόγητα, σεξιστικά υπονοούμενα, που μας ξένισε στην περίπτωση του πραγματικού «τέρατος» της ταινίας. Τούτη η «παραφωνία» κλέβει την παράσταση, προβάλλοντας μια σύγκρουση «ευνουχισμένη» (αντίθετα στις «χαρές» που κρύβει το θαλάσσιο ον), στείρα σε υπόβαθρο και σημασιολογία, όταν έρθει η στιγμή της.
Από εκεί και έπειτα, ο βασικός παρονομαστής του φιλμ, επιτυγχάνει το στόχο του, η χημεία του ζευγαριού συντηρεί τα προσχήματα, με τον θεατή να λικνίζεται αέναα στο ρυθμό των εικόνων και της μουσικής του Alexandre Desplat. Μπορεί το σχήμα που παίρνει το προϊόν του δημιουργού, να μην συνάδει με τα όσα μας έχει αποκαλύψει κατά το παρελθόν (ακόμα και αν σαρώνει στις υποψηφιότητες των φετινών βραβείων Όσκαρ), στο φινάλε του όμως, είναι εκείνη η βόλτα στα multiplex, που δεν θα σε απογοητεύσει. Τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά…
3/5