Πάμε σινεμά: Stronger

Είναι γεγονός, ειδικότερα μετά τα όσα συνέβησαν στην Αμερική το Σεπτέμβριο του 2001, πως όταν κινηματογραφικές παραγωγές έρχονται να καλύψουν πρόσφατα, δραματικά γεγονότα, με δυσκολία επιτυγχάνουν να πείσουν το ευρύ κοινό να τις παρακολουθήσει χωρίς σκεπτικισμό. Η αίσθηση του “αρκετά νωρίς” σαν στάμπα, επισκιάζει το έργο του κάθε σκηνοθέτη, που με τη σειρά του, δίνει σκληρό αγώνα ώστε να καλύψει τα γεγονότα με τον διακριτικότερο τρόπο, σεβόμενος το ανθρώπινο δράμα, πέφτοντας όμως τελικά στη παγίδα της «θεοποίησης» των εμπλεκομένων, χάνοντας σε ρεαλισμό.

Πάρε για παράδειγμα το φετινό «Dunkirk» του Nolan. Τα 416 εκ. στα ταμεία της Warner, απέδειξαν περίτρανα πως κινηματογραφικά, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, συνεχίζει να κεντρίζει το ενδιαφέρον μας, κυρίως γιατί δεν χρειάζεται να ταυτιστούμε με τα γεγονότα που με τη σειρά τους, μετρούν μερικές δεκαετίες πριν, οι περισσότεροι από εμάς, καν δεν ήμασταν γεννημένοι. Στον αντίποδα, τα «Deepwater Horizon» και «Patriots Day», αν και ομολογουμένως αξιόλογες παραγωγές, με δυσκολία έβγαλαν τα έξοδα τους, αφού παρουσίαζαν καταστάσεις και εικόνες από μια στενάχωρη αποκρουστική πραγματικότητα για τον καθένα, πολύ κοντά στο «χτες» του σήμερα.

Στην περίπτωση του «Stronger» σε σκηνοθεσία του 42χρονου David Gordon Green («All the Real Girls»), η κατεύθυνση του σεναρίου (βασισμένο στο βιβλίο του ίδιου του επιζώντα της τρομοκρατικής επίθεσης στο μαραθώνιο της Βοστώνης το 2013, Jeff Bauman), δοκιμάζει μια διαφορετική προσέγγιση, «εξάγοντας» καταστάσεις και προσωπικότητες καθημερινές, έτοιμες να αποδοκιμαστούν για τα πάμπολλα ελαττώματα τους, αλλά και ταυτόχρονα, να χειροκροτηθούν ηχηρά, για εκείνα, τα ελάχιστα επιτεύγματα τους.

Ο Jeff Bauman δεν είναι ήρωας με τη στενή έννοια του όρου και το γνωρίζει πολύ καλά. Σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται, το επικοινωνεί, σχεδόν το φωνάζει. Είναι ένα απλός άνθρωπος, ένας τύπος με πεζά ενδιαφέροντα, ελάχιστη μόρφωση και το βαρίδιο μιας αλκοολικής μάνας να τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, ήταν το μόνο που χρειάστηκε να περπατήσει, για να μεταμορφωθεί για πάντα. Η δύναμη που τόσο «διαφημίζεται» στην περίπτωση του «Stronger», δεν έχει να κάνει με το αν ο ήρωας ανάνηψε των κάθε λογής τραυμάτων του. Έχει να κάνει με το πως αυτός άλλαξε ουσιαστικά τη φιλοσοφία του. Πως από τη βάσανο της χαμηλής αυτοεκτίμησης, που προϋπήρχε του ακρωτηριασμού των κάτω άκρων του, «μετέβη» στην ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου πρότυπο για τους άλλους, με σκοπό και στόχους, φιλοσοφία και θέληση για -ποιοτική- ζωή. Οταν δε ήρθε η στιγμή να μας πει την ιστορία του, συμφωνούμε μαζί του (το έχει δηλώσει άλλωστε), πως μόνο ένας ηθοποιός μπορούσε να τον εκπροσωπήσει στο πανί, χωρίς να υπερκαλύψει την εικόνα του με υπερφίαλο ζήλο:

Jake Gyllenhaal. Το «άλογο» που ποτέ δεν χάνει τα χρήματα που επενδύονται επάνω του. «Ο τρόπος του Gyllenhaal», όπως ονομάζουν οι συνάδελφοι του στο Hollywood τις υποκριτικές μεθόδους του ηθοποιού, χρήζει (και) στην περίπτωση του παρόντος, της άμεσης  αναγνώρισης από την «Ακαδημία των Σκανδάλων» (σεξουαλικών και μη). Είναι η στιγμή να αποκατασταθεί η αδικία των «Nightcrawler», «Prisoners», «End of Watch», «Enemy» και φυσικά του «Jarhead». Η επαγγελματική σεμνότητα, υπερνικά την ενδόμυχη ίσως ανάγκη του καλλιτέχνη να προμοτάρει το ταλέντο του. Καθοδηγούμενος από ένα στιβαρό σενάριο, μετατρέπει το συγκεκριμένο έργο, από πατριωτικό κρεσέντο που φέρνει αρχικά, σε αντιπολεμική δήλωση χωρίς νικητές και ηττημένους, παρά μόνον θύματα.

Το «Stronger», ακόμα και αν πραγματεύεται φρέσκα γεγονότα, μπορεί να στηρίξει το δράμα του, όταν ως επιδίωξη του δεν είναι η συγκινητική «σύγκληση» που προκαλείται από τις εικόνες των γεγονότων ή των εμπλεκομένων αυτών κάθε αυτών. Είναι και εκείνη που επέρχεται από τη συνειδητή ανάγκη για μια καλύτερη ζωή, ανεξάρτητα. Την ανάγκη βλέπεις τούτη, την αναγνωρίζουμε όχι μόνον στον κ. Bauman, αλλά καθημερινά και στον ίδιο μας τον εαυτό.

3,5/5