Ξεκινώντας την παρακολούθηση του «I, Tonya», άρτια προσεγμένο μπροστά από το φακό του κυρίου Craig Gillespie («The Finest Hours»), ενημερώνεσαι πως τα γεγονότα που θα παρακολουθήσεις, μοιάζουν εξωπραγματικά, κρύβουν όμως μέσα τους μια γερή δόση αλήθειας.
Ακόμα και η ίδια η Margot Robbie, διαβάζοντας το σενάριο του Steven Rogers (στο βιογραφικό του οποίου θα βρεις αρκετά πιο γλυκανάλατα φιλμς όπως τα «Hope Floats», «Stepmom» και «PS I Love You»), θεώρησε, πως μπροστά της είχε μια αλληγορική φαρσοκωμωδία, εμπνευσμένη από καταστάσεις της καθημερινότητας.
Αρκεί μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο, για να ανακαλύψει κάποιος τα πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, όπως αυτά έλαβαν χώρα πίσω στα 90’s, για να διαπιστώσει πως τελικά, η ιστορία του παρόντος, δεν απέχει πολύ από το να είναι αληθινή. Άπειρο οπτικοακουστικό υλικό, μέσα από βίντεο ντοκουμέντα, δημοσιογραφικές αναλύσεις, βιβλία και φυσικά, συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, πλησιάζουν την «κόκκινη γραμμή» του μύθου, πιστοποιώντας κομμάτια της ταινίας.
Οι συνεντεύξεις αυτές μάλιστα, επιλέγονται ως τρόπος εξιστόρησης στην προκειμένη, θυμίζοντας με τη σπιρτάδα τους και τα αμέτρητα flashbacks (όπως υπερβάλλοντας θεωρώ τόνισαν κάποιοι), αντίστοιχες τεχνικές, δανεισμένες από γκανγκστερικές ταινίες του παλαίμαχου Scorsese. Ακόμα και έτσι, έχουμε μια πρώιμη εικόνα του τόνου και του ύφους που θα ακολουθήσει ο σκηνοθέτης, κερδίζοντας πόντους περισσότερο ως δραματουργικό προϊόν με διακυμάνσεις και λιγότερο ως στενά οριοθετημένη βιογραφία.
Αυτό εξυπηρετεί θεατή και καλλιτέχνη, όταν ο καθένας από την «θέση» του, απολαμβάνει τα προνόμια μιας παραγωγής αχαλίνωτης δραματουργικά, ικανοποιητικά διασκεδαστικής συνολικά, αποφεύγοντας να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό της ακόμα και σε καίρια σημεία (όπως για παράδειγμα όταν αναφέρεται στις ανισότητες και των ρατσισμό στο χώρο του αθλητισμού). Αυτός ουσιαστικά είναι και ο λόγος που φτάσαμε να συζητάμε σήμερα για την ερμηνεία της Robbie στο συγκεκριμένο και φυσικά να εκθειάζουμε αυτήν της Allison Janney. Αμφότερες οι δυο κυρίες, αναβαθμίζουν με την απόδοσή τους, ένα αδιάφορο – η αλήθεια είναι – κεντρικό θεματικό πυρήνα. Το πώς και το γιατί φτάσαμε στον κατακρημνισμό ενός ταλέντου του καλλιτεχνικού πατινάζ, δεν θα απασχολήσει ιδιαίτερα, όταν η ζωή του συνολικά, αποκτά ενδιαφέρον αφού μοιάζει με παρωδία κατά τα αμερικανικά πρότυπα.
Κλείνοντας, Κοενικά, τολμώ να πω το δεύτερο μισό και μέχρι το φινάλε, το «I, Tonya», ακροβατεί με το ρεαλισμό και τη μυθοπλασία, τη μονοδιάστατη εκδοχή των γεγονότων, ως σαν να επιδιώκει ενδόμυχα να θυματοποιήσει την ηρωίδα στα μάτια σου, ανεξάρτητα του τη απεφάνθη ο δικαστής που στήθηκε μπροστά του, η νεαρή τότε, Tonya Harding. Δεν στεκόμαστε όμως στα μειονεκτήματα του από τη στιγμή που κάποιες αρετές του, είναι αρκετές για να μην το προσπεράσεις έστω και για να αποκτήσεις ιδία άποψη.
3/5