Το «καυτό» χέρι του Taylor Sheridan, υπεύθυνο για τη συγγραφή των «Sicario» και «Hell or High Water», τούτη τη φορά, μαζί με το μολύβι θα κρατήσει και την κάμερα, παραδίδοντας ένα πόνημα που ξεφεύγει αρκετά από τα στενά πλαίσια ενός φεστιβαλικού γεγονότος.
Η αλήθεια είναι πως για τον πολυτάλαντο Αμερικανό, οι μέρες της συμμετοχής του ως ηθοποιού στο τηλεοπτικό «Sons of Anarchy», μοιάζουν αρκετά μακρινές. Η επαγγελματική συναναστροφή του με το νεοσύστατο σκηνοθετικό asset της μεγάλης οθόνης, Denis Villeneuve, αποδίδει τα μέγιστα, με το «Wind River» να αποτελεί τo προσωπικό του σημαδιακό «arrival» (έχει βλέπεις προηγηθεί το άγνωστο σε πολλούς «Vile» του 2011), στη σκηνοθετική καρέκλα.
Τούτο συνεπάγεται, πως το «Wind River», σε πρώτη ανάγνωση, σου συστήνεται ως ένα συμβατικό film (κάτι που εδώ δεν αποτελεί μειονέκτημα), ένα διαδικαστικό τελετουργικό αναζήτησης του θήτη και εξιλέωσης του θύματος, που με τη δύναμη των πεπραγμένων του σεναρίου θα μιλήσει παράλληλα και για μια Αμερική που δεν γνωρίζαμε ότι υπάρχει εκεί έξω. Με τον μίτο της ιστορίας σε εξέλιξη όμως, σύντομα ανακαλύπτεις πως ο δημιουργός δεν επαναπαύεται αποκλειστικά στο άρτιο υποβόσκων κλίμα που ο ίδιος δημιούργησε ή στη θεματική του, έτοιμος όπως και ο ήρωας του, να «σημαδέψει» με εικόνες και καταιγιστικό μοντάζ έναν θεατή σε ηρεμία, «εκτελώντας» έτσι κάθε υποψία του για ένα ήπιων τόνων φινάλε.
Το ολοκλήρωμα της ‘’Τριλογίας της Δύσης’’ (όπως χαρακτηριστικά αποκαλεί ο δημιουργός τα τρία τελευταία σενάρια πάνω στα οποία επικοινωνεί τις ανησυχίες του), κορυφώνεται με ένα δριμύ κατηγορώ, μια ηχηρή γροθιά στα αχαμνά της -ωσάν σε καταστολή- Αμερικής του σήμερα, γύρω από ένα ζήτημα, οι ρίζες του οποίου κρατούν πιο βαθιά ακόμα και από τον ίδιο το ρατσισμό. Μιας χώρας που υπό το διαφορετικό αυτό πρίσμα της, δεν χωρίζεται από το μπλε και το κόκκινο της σημαίας, τους εκλεγμένους ή τους εκλέκτορες με τον μιντιακό συρφετό και τα προσθετικά σώματος που τους ακολουθεί. Εκεί, που η καθημερινή επιβίωση συστήνει οντότητες χαμαιλέοντες, κινούμενες πότε μαζί και πότε αντίθετα σε κάθε νόμο και λογική. Ως πικρό επιστέγασμα, η εικόνα ενός εκφυλισμένου λαού που κάποτε ανθούσε ως φυλή, με τιμή και παράδοση αιώνων και που τώρα βιώνει τον απόλυτο αφανισμό.
Το μοντέρνο αυτό Western του Sheridan, ιδιαίτερο σαν υπόσταση λόγω του χιονισμένου τοπίου στο οποίο διαδραματίζεται, αλληγορικά (με τη βοήθεια του εικονολήπτη Ben Richardson που τον θυμάσαι από την δουλειά του στο «Beasts of the Southern Wild»), επιβεβαιώνει πως το χιόνι μπορεί να παραλληλιστεί με εκείνη την αγριότητα και την απομόνωση της ερήμου. Το τέλειο σκηνικό για ένα ανείπωτο φονικό που ενεργοποιεί στο κατόπι του, μια δυνατή ιστορία καταδίωξης, εκδίκησης και φυσικά δικαίωσης. Ο στίβος μάχης για κάθε λογής αρπακτικά, έτοιμα να παραδοθούν στο θηρευτή τους, αποζητώντας σωτήριο έλεος πριν το θάνατο.
Ο άριστος χειρισμός του φακού όμως, συνάδει με την καθοδήγηση του cast από έναν άνθρωπο όντας ηθοποιός ο ίδιος κατά το παρελθόν (ευχάριστη έκπληξη η υποκριτική επίδοση του Jeremy Renner όπως και η συμμετοχή του μοναδικού Graham Greene), εισπράττοντας επιπροσθέτως την ικανοποίηση μας για κάθε επιλογή στον τομέα αυτό.
Χωρίς να χάνει ποτέ τον έλεγχο του περιβάλλοντος του, ο δημιουργός, μας κάνει να αδημονούμε για κάποια επόμενη σύσταση του. Όσο μάλιστα οπτικοποιεί τον ακτιβισμό και την πολιτική του σκέψη με τέτοιο ειδεχθή τρόπο, κανείς δεν γνωρίζει που μπορεί να φτάσει. Το βέβαιο είναι πως ήρθε για να μείνει αλλά και για να ταράξει πολλά ήρεμα νερά ακόμα. Εμείς από την πλευρά μας, θα παρακολουθούμε στενά…
4/5