Πάνω από 14.000 επιχειρήσεις έβαλαν «λουκέτα»

0
67

Βαρύς ο φόρος στον βωμό της κρίσης που πληρώνει η ελληνική επιχειρηματικότητα παρά το γεγονός ότι έχει μειωθεί ο ρυθμός αύξησης των λουκέτων στην αγορά. 

Σύμφωνα με τα ”Νέα” από την αρχή του χρόνου σε όλη την Ελλάδα σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου έχουν κατεβάσει ρολά περί τις 14.198 επιχειρήσεις και παρά το γεγονός ότι ο αριθμός εκείνων που ξεκίνησαν την δραστηριότητά τους το ίδιο διάστημα είναι μεγαλύτερος, 16.479 επιχειρήσεις, το πλήγμα είναι μεγάλο εξαιτίας των ποιοτικών διαφορών που έχει η πλειονότητα των νέων επιχειρήσεων σε σχέση με αυτές που κατεβάζουν ρολά.

Οι νέες επιχειρήσεις είναι κυρίως μικρού μεγέθους, ΙΚΕ (Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία) ή ατομικές, γεγονός το οποίο όπως σημειώνεται και στην τελευταία έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του τεχνολογικού περιεχομένου των επιχειρήσεων και την εξειδίκευση σε κλάδους εντάσεως εργασίας, ενώ παράλληλα δεν φαίνεται να ενισχύεται ο εξαγωγικός προσανατολισμός των επιχειρήσεων, με εξαίρεση τον κλάδο του τουρισμού.

Μάλιστα αν δει κανείς σωρευτικά τα λουκέτα στην αγορά από το 2012 έως και σήμερα, το ισοζύγιο είναι αρνητικό. Από τον Ιανουάριο του 2012 έως και τις 3 Ιουλίου του 2017 σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου οι επιχειρήσεις που έκλεισαν είναι περισσότερες από εκείνες που άνοιξαν.

Συγκεκριμένα, έβαλαν λουκέτο 273.007 επιχειρήσεις και άνοιξαν 215.947 νέες. 

Είναι ενδεικτικό ότι μόνο στη Θεσσαλονίκη σε διάστημα οκτώ ετών από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης ο αριθμός των λουκέτων σε βιοτεχνικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (ΒΕΘ), έφτασαν τις 14.180, ενώ έκαναν έναρξη μόλις 5.527 νέες. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, τα capital controls, η έλλειψη ρευστότητας, η αύξηση της φορολόγησης και των ασφαλιστικών εισφορών, η υπερχρέωση δημιούργησαν ένα θανατηφόρο κοκτέιλγια την ελληνική επιχειρηματικότητα με αποτέλεσμα χιλιάδες λουκέτα και χαμένες θέσεις εργασίας κυρίως σε παραγωγικές επιχειρήσεις.

Αποτέλεσμα, όπως προκύπτει από το μητρώο του ΒΕΘ είναι ότι από την αρχή της χρονιάς μέχρι και τις 30 Ιουνίου σε αναστολή εργασιών οδηγήθηκαν 339 επιχειρήσεις, ενώ έναρξη πραγματοποίησαν μόλις 186. Αυτό σημαίνει ότι στο εξεταζόμενο διάστημα 1,9 κατά μέσο όρο επιχειρήσεις την ημέρα αποχαιρέτισαν τον επιχειρηματικό στίβο μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. 

Σύμφωνα με το ΒΕΘ, χειρότερες χρονιές για τις επιχειρήσεις που προχώρησαν σε λουκέτο ήταν το 2010 με 3.364, το 2011 με 2.040 και το 2012 με 1.916 επιχειρήσεις. Σημαντικά μειωμένες ήταν οι διαγραφές στο σύνολο του 2016 με τον αριθμό τους να μην ξεπερνά τις 791. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός αυτός των λουκέτων αποτελεί όπως λένε οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου απότοκο της προσπάθειας των επιχειρήσεων να κρατηθούν με νύχια και με δόντια αλλά και εξαιτίας του ό,τι η επιχειρηματικότητα μοιάζει πλέον να έχει πιάσει πάτο. «Η αρνητική κατάσταση που επικρατεί στο μικρομεσαίο επιχειρείν μεταφράζεται μέσα από τις εγγραφές και τις διαγραφές των βιοτεχνών της Θεσσαλονίκης.

Η «αιμορραγία» στον επιχειρηματικό κόσμο συνεχίζεται, η ιδιωτική πρωτοβουλία βυθίζεται και οι κυβερνώντες δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται τι ακριβώς συμβαίνει, χρησιμοποιώντας σαν καραμέλα την λέξη «ανάπτυξη» σημειώνει ο πρόεδρος του ΒΕΘ και α’ αντιπρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Παναγιώτης Παπαδόπουλος. «Η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης με την ανελέητη φορολαίλαπα και την ανυπαρξία σχεδιασμού για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας καταστρέφει την επιχειρηματικότητα, έχει αρνητικές επιπτώσεις σε κάθε εργαζόμενο, στρεβλώνει τη λειτουργία της αγοράς και οδηγεί σε αδιέξοδο και τις υγιείς επιχειρήσεις» προσθέτει.

Η Τράπεζα της Ελλάδος στην ετήσια έκθεση για την νομισματική πολιτική που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή σε ειδικό θέμα που περιλαμβάνει για τις εγγραφές και διαγραφές επιχειρήσεων σημειώνει επιτακτικά αναγκαία η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δάνειων των επιχειρήσεων, καθώς η μη αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού καθυστερεί την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και περιορίζει τη δυνατότητα των βιώσιμων να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις και καινούρια επιχειρηματικά σχήματα.