Πέθανε σε ηλικία 83 ετών ο Τσαρλς Μάνσον. Ισοβίτης, αλληλογραφούσε με τους θαυμαστές του, είχε δεκάδες θαυμάστρες, έδινε συνεντεύξεις, δήλωνε αθάνατος κα αυτοχαρακτηριζόταν ως η ενσάρκωση του απόλυτου κακού.
Ο Μάνσον ήταν το μυαλό πίσω από το πιο άγριο έγκλημα στην ιστορία του Χόλιγουντ. Ο ίδιος δεν σκότωσε ποτέ, όμως δύο χρόνια μετά, στις 19 Απριλίου του 1971, ο εισαγγελέας πετυχαίνει με ευκολία την καταδίκη του στην θανατική ποινή. Η ζωή του σώζεται μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Καλιφόρνια.
Το καλοκαίρι του ’69, ο Μάνσον εμφανίζεται ως «προφήτης», ο οποίος εκφράζει μια καταστροφολογική, ψευτο-επαναστατική θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι μαύροι θα εξεγείρονταν και θα ξεσπούσε πόλεμος με τους λευκούς και μόνο η «οικογένεια» θα γλίτωνε υπό τη σκέπη του Μάνσον, που ήταν ο πέμπτος άγγελος (οι άλλοι τέσσερις ήταν οι Μπιτλς).
Ο Μάνσον βρήκε οπαδούς και δημιούργησε ένα κοινόβιο, κυρίως από διαταραγμένες νεαρές. Ο ίδιος θέτει σε λειτουργία το σχέδιο, με το όνομα Helter Skelter, που διατάζει θάνατο σε όσους μετέχουν στο σύστημα -εν προκειμένω- του Χόλιγουντ. Ο Μάνσον επέλεξε ως στόχο το σπίτι του Πολάνσκι γιατί είχε απορρίψει τη μουσική του. Ο Πολάνσκι λείπει, βρίσκεται στο Λονδίνο για γυρίσματα. Εκείνη τη νύχτα πέντε άνθρωποι βρίσκονται στην κατοικία του Cielo Drive: η Τέιτ, ο πρώην σύντροφός της και διάσημος κομμωτής, Τζέι Σίμπρινγκ, η κληρονόμος Αμπιγκέιλ Φόλγκερ με τον φίλο της, ηθοποιό και συγγραφέα, Βόιτεκ Φρικόφσκι και ο 18χρονος Στίβεν Πάρεντ, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με τους υπόλοιπους, απλώς έκανε επίσκεψη στο σπίτι για να συναντήσει τον φύλακα και να του πουλήσει ένα ραδιόφωνο.
Ο Μάνσον, στέλνει στη δολοφονική αποστολή δύο γυναίκες και δύο άντρες, τους Τεξ Γουότσον, Πατ Κρενγουινκλ, Σούζαν Ατκινς και Λίντα Καζάμπιαν, οι οποίοι επιβιβάζονται σε ένα Ford του ’59 και φτάνουν στο σπίτι γύρω στα μεσάνυχτα, σκαρφαλώνοντας από την πλευρά του λόφου. Ο Πάρεντ φεύγει εκείνη την ώρα με το αυτοκίνητο, υπό την απειλή όπλου του κάνουν νόημα να σταματήσει. Ακολουθούν τέσσερις πυροβολισμοί και ο νεαρός πέφτει νεκρός -απλώς γιατί βρέθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή.
Η «οικογένεια» μπαίνει στο σπίτι, συγκεντρώνει και τα τέσσερα πρόσωπα που βρίσκονταν εκεί στο σαλόνι. Αρχικά δένουν ένα σκοινί γύρω από το λαιμό της Τέιτ και του Σίμπρινγκ. Εκείνος διαμαρτύρεται, τους λέει για την εγκυμοσύνη της, ο Γουότσον πυροβολεί δύο φορές. Ο Φρικόφσκι καταφέρνει να φύγει, τρέχει προς την έξοδο, τον προλαβαίνουν οι πυροβολισμοί, πέφτει και δέχεται 51 μαχαιριές. Η Φόλγκερ προσπαθεί να τρέξει στην κρεβατοκάμαρα, η Κρένγουικλ της βάζει τρικλοποδιά, ο Γουότσον την αποτελειώνει.
Η Τέιτ παρακαλεί για τη ζωή του μωρού της. Οι τελευταίες λέξεις, που ακούει είναι: «Γυναίκα, δεν υπάρχει οίκτος για σένα». Ο Γουότσον τη μαχαιρώνει 16 φορές. Οι δολοφόνοι φεύγουν, αφού πρώτα γράψουν με το αίμα της τη λέξη «pig» (γουρούνι) στην πόρτα…
Μια μέρα μετά,η «οικογένεια» ξαναχτυπά -με επικεφαλής τον ίδιο τον Μάνσον- και δολοφονεί, πάντα με πολλαπλές μαχαιριές και ματωμένες επιγραφές στον τοίχο, το ζεύγος Λαμπιάνκα στο σπίτι τους στο Λος Αντζελες.
Η αστυνομία κάνει απανωτά λάθη καθυστερώντας να συνδέσει τις δύο υποθέσεις, ενώ ο Τύπος δεν δείχνει έλεος, κατηγορώντας τα θύματα για έξαλλα πάρτι και σατανιστικά όργια (επηρεασμένος από το «Μωρό της Ρόζμαρι»).
Η εξιχνίαση ξεκίνησε από την επικύρηξη των δολοφόνων που έκανε ο ίδιος ο Πολάνσκι, δίνοντας αμοιβή 25.000 δολάρια σε όποιον είχε κάποια πληροφορία για το έγκλημα. Μια κρατούμενη κρυφακούει τη συζήτηση δυο γυναικών που συζητούσαν το έγκλημα και τις καταδίδει. Η μια από αυτές είχε πάρει μέρος στη δολοφονία της Τέιτ. Τέσσερις μήνες αργότερα συλλαμβάνονται οι δολοφόνοι, μετά από απανωτές καθυστερήσεις και λάθη της αστυνομίας.
Η δίκη τους κρατάει ένα χρόνο και επάνω της πέφτουν τα φώτα της δημοσιότητας για να αποκαλύψουν το άρρωστο πρόσωπο ενός δολοφόνου που απαιτούσε τυφλή υποταγή από τους ακολούθους του και τους πιστούς του. Ο Μάνσον καταδικάζεται σε θανατική ποινή, η οποία μετατρέπεται σε ισόβια μετά από την κατάργησή της στην Πολιτεία της Καλιφόρνια.