Τα ελληνικά νοικοκυριά πλήρωσαν στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 320 εκατ. περισσότερα για να αγοράσουν 1,8% λιγότερα προϊόντα σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ για τον τζίρο και τον όγκο πωλήσεων των σούπερ μάρκετ.
Σύµφωνα, λοιπόν, µε τα στοιχεία της NielsenIQ, οι πωλήσεις των σούπερ µάρκετ στο εννεάµηνο Ιανουαρίου – Σεπτεµβρίου 2022 αυξήθηκαν κατά 4,6% σε σύγκριση µε την αντίστοιχη περίοδο του 2021.
Σε απόλυτους αριθµούς, αυτό σηµαίνει τζίρο 7,278 δισ. ευρώ (εξαιρουµένων των νησιών και της Lidl), έναντι τζίρου 6,958 δισ. το αντίστοιχο διάστηµα του 2021. Και δυστυχώς δεν δώσαµε 320 εκατ. ευρώ περισσότερα στο σούπερ µάρκετ επειδή καταναλώσαµε περισσότερα προϊόντα.
Η µείωση συνολικά σε τεµάχια υπολογίζεται από τη NielsenIQ σε 1,8%. Οπως η ίδια η εταιρεία ερευνών αγοράς σηµειώνει, ορισµένες από τις βασικές κατηγορίες στον κλάδο του τρόφιµου, όπως το ψωµί και τα ζυµαρικά, οφείλουν την αύξηση του τζίρου τους κυρίως στην άνοδο της µέσης τιµής πώλησής τους, η οποία ανήλθε στο 13% και 10,1% αντιστοίχως, ενώ στην περίπτωση των σπορέλαιων η µέση τιµή της κατηγορίας αυξήθηκε κατά 38,9%.
Σηµαντική ήταν και η µεταβολή της µέσης τιµής στον κλάδο των χαρτικών και σε όλες τις βασικές κατηγορίες που τον απαρτίζουν, µε τη µέση τιµή στα ρολά κουζίνας να αυξάνεται κατά 15,6%, ενώ για το χαρτί υγείας η αύξηση ανήλθε στο 12,7%.
Προκειµένου οι καταναλωτές να µπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις δαπάνες για τα βασικά είδη, περιορίζουν τις λεγόµενες «αυθόρµητες» αγορές, αλλά και τις αγορές των προϊόντων bazaar στο σούπερ µάρκετ (είδη ένδυσης, λευκά είδη, σκεύη µαγειρικής, ηλεκτρικές συσκευές).
Η εν λόγω κατηγορία, παρά τις ανατιµήσεις, παρουσιάζει µηδενική ανάπτυξη, κάτι που µεταφράζεται σε σηµαντική µείωση του όγκου πωλήσεων. Επιπλέον, οι καταναλωτές φαίνεται ότι προτιµούν πάλι τα µικρά καταστήµατα για να µην παρασύρονται σε µεγάλες αγορές.
Τη µεγαλύτερη αύξηση τζίρου (5,7%) στο εννεάµηνο παρουσιάζουν τα καταστήµατα 100-400 τ.µ. Σε ανοδική πορεία, εξάλλου, βρίσκεται το µερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, το οποίο σύµφωνα µε τη NielsenIQ διαµορφώνεται στο εννεάµηνο σε 14,4% (σ.σ.: δεν συµπεριλαµβάνονται οι πωλήσεις της Lidl).